Του Κωνσταντίνου Β. Κόλλια*
Eν έτει 2016, η εικόνα, που παρουσιάζουν τα ληξιπρόθεσμα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων απέναντι σε τράπεζες, εφορία και ασφαλιστικά ταμεία, είναι απογοητευτική και άκρως ανησυχητική:
110 δισ. ευρώ προς τις τράπεζες.
90 δισ. ευρώ προς την εφορία.
25 δισ. ευρώ προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό;
Λόγω, κυρίως, της διαρκώς διογκούμενης κόπωσης της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών.
Πλέον, οι περισσότεροι εξ αυτών δεν βγαίνουν. Τόσο απλά.
Αυτό αντικατοπτρίζεται με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο στον αριθμό των οφειλετών, που έχουν χάσει την - ομολογουμένως γενναιόδωρη - ρύθμιση των 100 δόσεων.
Τέτοιου είδους παρέμβαση είναι, άλλωστε, η πρώτη κίνηση, στην οποία προστρέχουν όλες οι κυβερνήσεις.
Στον ΟΑΕΕ, ένας στους δύο βγήκε εκτός ρύθμισης (51.000 οφειλέτες), στο ΙΚΑ 58.000 και στην Εφορία 81.000.
Η εικόνα δεν είναι καλύτερη στις τράπεζες, όπου δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις δανειοληπτών, οι οποίοι αδυνατούν να ανταποκριθούν ακόμα και στις χαμηλότερες δόσεις, που πιθανόν να έχουν συμφωνήσει με τα πιστωτικά ιδρύματα, μέσω επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής.
Έχοντας, δυστυχώς, σε εκκρεμότητα την οριστική επίλυση του θέματος των κόκκινων δανείων, καμία από όλες αυτές τις λύσεις δεν πρόκειται να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, αν δεν μπει υπό την ομπρέλα μιας πολύ σημαντικής παρέμβασης:
Της εισαγωγής μιας ενιαίας ρύθμισης, για όλα τα χρέη των οφειλετών, σε εφορία, ασφαλιστικά ταμεία και τράπεζες.
Χωρίς μια ενιαία ρύθμιση για όλες αυτές τις όφειλες, ανεξάρτητα από το πού προέρχονται, είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι ο κάθε οφειλέτης θα προβεί σε ρύθμιση μεμονωμένα της μιας του οφειλής, όταν γνωρίζει ότι είναι ανοιχτός στις υπόλοιπες οφειλές του και κινδυνεύει να του κατασχεθεί η όποια περιουσία τού έχει απομείνει.
Η πρόταση περιλαμβάνει γενναία ενιαία ρύθμιση σε μεγάλο αριθμό δόσεων με διαγραφή σημαντικού μέρους των προσαυξήσεων και των τόκων υπερημερίας. Ο αριθμός και το ύψος των δόσεων προτείνεται να καθορίζεται από την περιουσιακή κατάσταση, το ύψος των εισοδημάτων, αλλά και την οικογενειακή κατάσταση των οφειλετών.
Μόνο έτσι θα επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα, που δεν είναι άλλο από τη χορήγηση μιας επί της ουσίας δεύτερης ευκαιρίας προς τους οφειλέτες, που θέλουν, αλλά δεν μπορούν να είναι συνεπείς, ώστε νοικοκυριά και επιχειρήσεις να επιστρέψουν στην κανονικότητα και να αρχίσουν να λειτουργούν ξανά με ορίζοντα την ανάπτυξη και τη διεύρυνση των δραστηριοτήτων τους, το Δημόσιο να διασφαλίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος χρημάτων, που θεωρεί χαμένα, για να μην προσφεύγει η εκάστοτε κυβέρνηση (λανθασμένα, αλλά αυτό συμβαίνει) σε επαχθέστερα εισπρακτικά μέτρα, και οι τράπεζες να απελευθερωθούν από το βραχνά των κόκκινων δανείων, να καθαρίσουν σταδιακά τους ισολογισμούς τους και να επανέλθουν στη λειτουργία, για την οποία έχουν συσταθεί: την υγιή χρηματοδότηση της οικονομίας και του επιχειρείν.
Και, για να γίνουν όλα αυτά εφικτά, απαιτούνται: πολιτική βούληση, γρήγορες αποφάσεις και αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ πολιτικού και επιχειρηματικού κόσμου.
*Ο Κωνσταντίνος Β. Κόλλιας είναι Πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος