Συγκρίνοντας την σημερινή εικόνα της οικονομίας με το «κατώφλι» της κρίσης του 2008 προκύπτει ότι ο δείκτης φτώχειας έχει φθάσει στο 48% του πληθυσμού, δηλώνει στο liberal.gr ο Μιλτιάδης Νεκτάριος, καταρρίπτοντας το επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ για το δήθεν κοινωνικό του πρόσωπο.
Σχολιάζοντας τη ζημιά που υπέστη τα τελευταία χρόνια η μεσαία τάξη, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά επισημαίνει ότι παρά τον βομβαρδισμό επιδομάτων από την παρούσα κυβέρνηση, η φτώχεια στην Ελλάδα έχει μειωθεί μόνο κατά 4 μονάδες, έναντι 10 μονάδων του μέσου όρου της ΕΕ.
"Κι αυτό καθώς στη χώρα μας τα κοινωνικά επιδόματα παρέχονται, στο 90% των περιπτώσεων, χωρίς έλεγχο των άλλων πόρων ή εισοδημάτων των δικαιούχων", όπως σημειώνει ο κ.Νεκτάριος που συμμετείχε στην χθεσινή εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών για τις επιπτώσεις της περιόδου 2009-2019 στην μεσαία τάξη.
Σπάζοντας τη ραχοκοκαλιά της μεσαίας τάξης, η δεκαετής κρίση είχε, όπως λέει, ως αποτέλεσμα το κατά κεφαλήν ισοδύναμο εισόδημα να μειωθεί από 14.000 ευρώ το 2009 σε 8.800 ευρώ το 2017, δηλαδή κατά 37%. Στο μέτωπο των συντάξεων τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, αφού, όπως εξηγεί, οι αλλεπάλληλες μειώσεις οδήγησαν σε κολοσσιαίο ψαλίδι στα ασφαλιστικά δικαιώματα. "Εάν υπολογιστούν όλες αυτές οι απώλειες τόσο για τους υφιστάμενους συνταξιούχους όσο και για αυτούς που θα συνταξιοδοτηθούν μέχρι το 2060, τότε οι συνολικές απώλειες είναι πάνω από 1 τρισεκατομμύριο ευρώ", σύμφωνα με τον πρώην διοικητή του ΙΚΑ.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Ποιες ήταν οι επιπτώσεις της περιόδου της κρίσης για την μεσαία τάξη σε αριθμούς;
Η κρίση της περιόδου 2009-2019 τσάκισε κυριολεκτικά την μεσαία τάξη, η οποία αποτελούσε την ραχοκοκαλιά της οικονομίας και της κοινωνίας. Ενδεικτικά αναφέρω ότι τα νοικοκυριά που είχαν εισόδημα 2.800 ευρώ το 2010 ήταν περισσότερα από 850.000 και σήμερα έχουν μειωθεί σε λιγότερα από 500.000. Επίσης, τα νοικοκυριά με συνολικό μηνιαίο εισόδημα 3500 ευρώ, μειώθηκαν από 550.000 σε 240.000. Δυστυχώς τα λάθη που έγιναν στη διαχείριση της κρίσης από τις διαδοχικές κυβερνήσεις έσπασαν την ραχοκοκαλιά της χώρας. Η κύρια αιτία για το αποτέλεσμα αυτό, κατά την άποψή μου, ήταν η αδυναμία συνεννόησης των πολιτικών κομμάτων, σε αντίθεση με ότι έγινε στην Κύπρο, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία. Εμείς, ακόμα και σήμερα μετά από 10 χρόνια καταστροφής δεν μπορούμε να βρούμε ένα μίνιμουμ συναίνεσης σε οποιοδήποτε θέμα.
- Κάντε μας μια πιο αναλυτική προσέγγιση, πόσο έχασε η μεσαία τάξη από πλευράς εισοδημάτων, περιουσίας, και των επιπτώσεων από αυτές της απώλειας στην οικονομία;
Καταρχήν να μιλήσουμε για την μείωση των εισοδημάτων. Το κατά κεφαλήν ισοδύναμο εισόδημα (λαμβάνει υπόψη την δομή της οικογένειας) μειώθηκε από 14.000 ευρώ το 2009 σε 8.800 ευρώ το 2017, δηλαδή μια μείωση 37%. Επίσης, η κρίση επηρέασε περισσότερο την κατανάλωση της μεσαίας τάξης, στην οποία η μείωση ήταν 31%, ενώ στα χαμηλότερα εισοδήματα ήταν 20%. Επιπλέον, το 35% των νοικοκυριών της μεσαίας τάξης με 2 παιδιά παρουσίασαν καθυστέρηση στην εξυπηρέτηση οφειλών (δάνεια, λογαριασμοί, κλπ.), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για οικογένειες με ένα γονέα ήταν 52%. Η εισοδηματική καθήλωση της μεσαίας τάξης εκδηλώθηκε ως μόνιμη στασιμότητα της οικονομίας, και το γεγονός αυτό δεν πρόκειται να ανατραπεί εάν δεν επιταχυνθεί ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης.
- Τι συνέβη με τα περιουσιακά στοιχεία της μεσαίας τάξης κατά την περίοδο της κρίσης;
Δεν έχουμε αναλυτικά στοιχεία για την μεσαία τάξη, αλλά έχουμε τέτοια στοιχεία για το σύνολο του πληθυσμού. Τα κύρια περιουσιακά στοιχεία είναι οι επενδύσεις σε ακίνητα καθώς και τα ασφαλιστικά δικαιώματα πού έχουν κατοχυρώσει οι πολίτες στα συστήματα συντάξεων. Όσον αφορά στα ακίνητα, σε μελέτη που είχαμε κάνει στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς είχαμε εκτιμήσει την αξία του συνολικού οικιστικού δυναμικού της χώρας στα 950 δισεκατομμύρια ευρώ πριν την κρίση. Με τις τιμές των ακινήτων να έχουν μειωθεί κατά περίπου 50%, συνάγεται ότι έχουμε λογιστικές ζημιές πάνω από 400 δισεκατομμύρια ευρώ, οι οποίες μπορούν βέβαια να αναπληρωθούν εάν ανακάμψει η οικονομία και οι ρυθμοί ανάπτυξης.
Τα πράγματα είναι χειρότερα στις απώλειες των πολιτών από το σύστημα συντάξεων. Οι αλλεπάλληλες μειώσεις των συντάξεων που έγιναν με βάση τα 3 Μνημόνια, οδήγησαν σε κολοσσιαίες μειώσεις ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Για παράδειγμα, ένας πολίτης που πριν την κρίση δικαιούτο μια σύνταξη 2500 ευρώ, τώρα θα έχει μια παροχή στα 1.000 ευρώ. Εάν υπολογιστούν όλες αυτές οι απώλειες τόσο για τους υφιστάμενους συνταξιούχους όσο και για αυτούς που θα συνταξιοδοτηθούν μέχρι το 2060, τότε οι συνολικές απώλειες είναι πάνω από 1 τρισεκατομμύριο ευρώ. Και στην περίπτωση αυτή, η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να επιτύχει μια συναινετική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού προβλήματος επέφερε αυτή την καταστροφική εξέλιξη.
- Όσον αφορά στους δείκτες της φτώχειας, ποια είναι η εξέλιξή τους σήμερα, έπειτα από την βροχή επδομάτων της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ;
Οι δείκτες φτώχειας είναι σχετικό μέγεθος και μετριέται κατ' έτος σε σχέση με το «ετήσιο κατώφλι φτώχειας», το οποίο ήταν 6.500 ευρώ το 2008 και μόνο 4.500 ευρώ το 2017. Εάν μετρήσουμε την φτώχεια με αυτό τον δείκτη, τότε αυτή έχει παραμείνει σταθερή στο 20%, αφού ανήλθε στο 23% το 2012-13. Εάν, όμως, συγκρίνουμε την εξέλιξη της φτώχειας σε σχέση με το «κατώφλι» του 2008, τότε στα χρόνια της κρίσης ο δείκτης φτώχειας έφθασε στο 48% του πληθυσμού. Ένα άλλο σημαντικό εύρημα των σχετικών ερευνών είναι ότι η κοινωνική πολιτική είναι ατελέσφορη στη χώρα μας διότι μειώνει την φτώχεια μόνο κατά 4 μονάδες, ενώ η μέση μείωση στην ΕΕ είναι 10 μονάδες. Ο κυριότερος λόγος για αυτό το αποτέλεσμα είναι ότι στη χώρα μας τα κοινωνικά επιδόματα παρέχονται, στο 90% των περιπτώσεων, χωρίς έλεγχο των άλλων πόρων ή εισοδημάτων των δικαιούχων.
- Πόσα χρόνια εκτιμάται ότι θα χρειασθούν για να καλύψει η μεσαία τάξη τις παραπάνω απώλειες;
Έχουμε επαναλάβει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια ότι η χώρα έχει δύο επιλογές. Η πρώτη είναι η επιλογή του αιώνιου τέλματος με ρυθμούς ανάπτυξης 1-1,5%, με την υπερφορολόγηση των πολιτών, τα υπερπλεονάσματα και την επιδοματική πολιτική που διευρύνει την φτώχεια. Φαίνεται ότι ένα 25% του πληθυσμού αρκείται σε αυτή την προοπτική. Η εναλλακτική επιλογή είναι η ταχεία διενέργεια μεγάλων μεταρρυθμίσεων που θα επιτρέψουν την μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, την ανακατεύθυνση του μεγαλύτερου μέρους των πλεονασμάτων στη πραγματοποίηση επενδύσεων σε εξαγωγικούς τομείς και την επίτευξη ρυθμών ανάπτυξης άνω του 4%. Οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών κινείται προς την κατεύθυνση αυτή.