Της Εύας Στάμου
Οι αντιδράσεις στα Μέσα Μαζικής Δικτύωσης για τα σχόλια και τη φρασεολογία που χρησιμοποίησε η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Ελένη Αυλωνίτου, αναφερόμενη στον Κυριάκο Μητσοτάκη, δείχνουν πως οι περισσότεροι την θεωρούν μια γραφική περίπτωση. Εξίσου γραφικά έχουν θεωρηθεί στο παρελθόν τα υστερικά ξεσπάσματα της τέως Προέδρου της Βουλής, Ζωής Κωνσταντοπούλου καθώς και το περίφημο μπεγλέρι της Περιφερειάρχη Αττικής, Ρένας Δούρου.
Αν όμως σκεφτούμε το θέμα λίγο βαθύτερα θα διαπιστώσουμε ότι δεν πρόκειται για τυχαία, ασύνδετα μεταξύ τους γεγονότα, αλλά για περιπτώσεις που εκφράζουν μια ορισμένη αντίληψη για το τι σημαίνει γυναίκα πολιτικός στην Ελλάδα. Πρόκειται για την αντίληψη ότι η αξία στην πολιτική δεν κρίνεται από τη σοβαρότητα του κοινοβουλευτικού έργου, την αποτελεσματικότητα των κινήσεων, ή την διαχειριστική επάρκεια, αλλά από τον «δυναμισμό» που αποπνέει η δημόσια εμφάνιση.
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι γυναίκες πολιτικοί αυτής της νοοτροπίας δεν επιχειρούν να χαράξουν πραγματικά τον δικό τους δρόμο, ούτε καν να ακολουθήσουν τα βήματα αξιόλογων αντρών συναδέλφων τους, αλλά να μιμηθούν «νταήδες» και προσφιλείς στα μίντια, άντρες πολιτικούς, τόσο στη φρασεολογία, όσο και στους μανιερισμούς – ίσως επειδή αυτό απαιτεί ουσιαστικά ελάχιστο κόπο.
Είναι σίγουρα δύσκολο να αλλάξει αυτομάτως ένα σύστημα που εδώ και αιώνες έχει στηριχθεί στον αντρικό τρόπο σκέψης και δράσης. Είναι πιο εύκολο για αρκετές γυναίκες να ενταχθούν σε αυτό το σύστημα, αντιγράφοντας επιλεκτικά αντρικές συμπεριφορές, παρά να το ανατρέψουν. Οι γυναίκες όμως που παίρνουν σήμερα μέρος στην διακυβέρνηση της χώρας, ούτε καν προσπαθούν να επιφέρουν την ανατροπή.
Φαίνεται πως η αναπαραγωγή του προτύπου του μάτσο συναδέλφου τους που κάνει bullying σε δημοσιογράφους και πολίτες έχει εξοστρακίσει σταδιακά τα φεμινιστικά ιδεώδη όχι μόνο από το λεξιλόγιο αλλά και από την πολιτική ατζέντα τους, αφού οι περισσότερες θεωρούν πως αναφορές σε ζητήματα ισότητας φύλου λειτουργούν υπονομευτικά για την ταυτότητά τους, αλλοιώνοντας τον ρόλο που έχουν υιοθετήσει, και μετατρέποντάς τις σε άτομα που γκρινιάζουν, και που στερούνται την ισχύ, την αξιοπιστία, τον 'τσαμπουκά' των αντρών συναδέλφων τους.
Οι γυναίκες που λαμβάνουν μέρος σήμερα στη διακυβέρνηση της χώρας, ίσως θεωρούν ότι αναπαράγοντας έναν προκλητικό, λαϊκό, συχνά χυδαίο δημόσιο λόγο, υπερβαίνουν τις «αδυναμίες» του φύλου τους. Την ίδια στιγμή δεν δείχνουν την παραμικρή ενσυναίσθηση προς ομάδες πολιτών που έχουν ανάγκη τη θεσμική και οικονομική υποστήριξη της πολιτείας.
Η απουσία τής Ρένας Δούρου από τις περιοχές που κατέστρεψαν οι φονικές πυρκαγιές του Ιουλίου έχει καταγραφεί ως κάτι ακραίο τόσο στις εφημερίδες όσο και στη συνείδηση των πολιτών. H Περιφερειάρχης Αττικής δεν έχει ακόμα επισκεφθεί τους πυρόπληκτους, τους τραυματίες στα νοσοκομεία, δεν έχει δείξει έμπρακτα το αναμενόμενο ενδιαφέρον για τους πολίτες που έχασαν τους συγγενείς τους ή τα σπίτια τους από τη φωτιά, για όσους θρηνούν συντρόφους και παιδιά.
Είναι όμως η Περιφερειάρχης Αττικής η εξαίρεση; Η έλλειψη αλληλεγγύης και η αποξένωση των πολιτικών από τις ομάδες ευάλωτων γυναικών που ζουν σε αυτή τη χώρα είναι μια μορφή αναπηρίας από την οποία πάσχει το πολιτικό μας σύστημα. Ποιες από τις πρωτοκλασάτες πολιτικούς του ΣΥΡΙΖΑ ασχολήθηκαν αποτελεσματικά με τις ανασφάλιστες μετανάστριες που καθαρίζουν τα σπίτια και φροντίζουν τους υπερήλικες; Τι έκαναν για τα θύματα του sex trafficking; Πότε επισκέφθηκαν τα hot spot για να συζητήσουν με γυναίκες και κορίτσια πρόσφυγες που διαβιούν κάτω από άθλιες συνθήκες, κακοποιούνται, βιάζονται, και γενούν τα παιδιά τους χωρίς να τους προσφέρονται παυσίπονα;
Αυτή τη στιγμή οι προβεβλημένες πολιτικοί του ΣΥΡΙΖΑ έχουν αποτύχει τόσο στο έργο που έχουν αναλάβει, όσο και στο να καλλιεργήσουν ή να προβάλλουν ένα διαφορετικό ήθος μαχητικού δημόσιου λόγου. Η ήττα είναι διττή – και στον πρακτικό τομέα που έχει σημασία για τους πολίτες, και στο επικοινωνιακό παιχνίδι που έχει σημασία για το κόμμα τους.
Το ερώτημα, νομίζω, που εγείρεται, μετά και από τα πρόσφατα γεγονότα, είναι απλό: Μπορεί ένας πολιτικός, άντρας ή γυναίκα, να είναι αποτελεσματικός στη δουλειά του, όταν δεν δείχνει την παραμικρή ενσυναίσθηση για την τύχη των πολιτών που βρίσκονται σε δεινή θέση;