Ο Ντμίτρι Λιχατσόφ (1906-1999) ήταν μία από τις σπουδαιότερες πνευματικές φυσιογνωμίες της Ρωσίας κατά τον 20ο αιώνα. Τακτικός καθηγητής από το 1951 ο Ντμίτρι Λιχατσόφ, θεωρείται ως ένας από τους πρωτεργάτες της επιστήμης μελέτης του ρωσικού πολιτισμού, ήταν φιλόλογος και κριτικός της λογοτεχνίας. Μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Ε.Σ.Σ.Δ. αλλά και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, τιμήθηκε κατ’ επανάληψη με κρατικά και άλλα βραβεία.
Στην γραφίδα του ανήκουν κορυφαία έργα για τον ρωσικό πολιτισμό, κυρίως των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, ασχολήθηκε δε ενεργά με την συγγραφή πλήθους έργων σχετικών με την θεωρία και την ιστορία του πολιτισμού.
Το 1928 τον συνέλαβαν για την συμμετοχή του σε έναν φιλολογικό κύκλο και έμεινε ως πολιτικός κρατούμενος μέχρι το 1932, όταν απελευθερώθηκε λόγω αμνηστίας, στο τρομερό στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων στα νησιά Σολοφκί της Λευκής θάλασσας.
Αξίζει τον κόπο, ο Έλληνας αναγνώστης, να γνωρίσει τις εμπειρίες αλλά και τα διδάγματα που μας κληροδότησε ο σπουδαίος αυτός διανοητής, έντιμος άνθρωπος, πατριώτης και υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
* * *
Σήμερα πολύ συχνά μιλούν και γράφουν, ισχυριζόμενοι ότι ο πληθυσμός της χώρας δεν γνώριζε τις διαστάσεις εκείνης της φρίκης, που προκάλεσε η δράση του Στάλιν. Είμαι μάρτυρας ως κάτοικος του Λένινγκραντ, που δεν είχε σχέσεις, που απέφευγα τις νέες γνωριμίες, που δεν μιλούσα πολύ με τους συναδέλφους μου (δούλευα ως διορθωτής, δούλευα επαγγελματικά), ότι παρόλα αυτά ήξερα πολλά. Όντως δεν ξέραμε λεπτομέρειες, αλλά βλέπαμε πως ερήμωναν στις αρχές του 1935 οι δρόμοι του Λένινγκραντ (μετά τη δολοφονία του Κίροφ). Ξέραμε ότι από τους σιδηροδρομικούς σταθμούς έφευγαν το ένα τρένο μετά το άλλο γεμάτα εξόριστους και κρατούμενους...
1932. Ο λιμός εξάντλησε τα χωριά και τις πόλεις. Άνοιξαν ενεχυροδανειστήρια. Εκεί πήγαινε ο κόσμος όλο τον χρυσό που μπορούσε να έχει μία συνηθισμένη αστική οικογένεια: ρολόγια, σκουλαρίκια, βραχιόλια, βέρες, ασημένια πλαίσια από εικόνες. Στα ενεχυροδανειστήρια δεν δέχονταν μόνο μικρούς πολύτιμους λίθους: αυτούς έπρεπε να τους επιστρέψουν. Θυμάμαι το παράπονο της μητέρας: ο εκτιμητής έβγαζε τα ρουμπίνια, τα σμαράγδια, τα μικρά μαργαριτάρια και περιφρονητικά τα πετούσε σε ένα κουτί μπροστά του. Υποπτεύονταν (και μάλλον είχαν δίκιο), πως οι εκτιμητές ενθυλάκωναν πολλούς από τους πολύτιμους λίθους. Την εποχή εκείνη η οικογένειά μου πούλησε πολλά χρυσά κοσμήματα: ιδιαίτερα όταν ήμουν στο νοσοκομείο το 1932 (το φθινόπωρο) και το 1933 (τον χειμώνα): έπρεπε να τρέφομαι καλά μετά την γαστρορραγία. Αυτό δείχνει πως λιμό είχαμε και στις πόλεις. Για τον λιμό στα χωριά μαθαίναμε στα παζάρια. Οι αγρότισσες (μόνο γυναίκες έρχονταν) με τα παιδιά κρεμασμένα στην πλάτη τους πουλούσαν στα παζάρια για πενταροδεκάρες κεντητές πετσέτες: τις πιο αγαπημένες τους, της “γιαγιάς” τους, ό,τι μπορούσαν να αρπάξουν φεύγοντας για να γλιτώσουν από την κολλεκτιβοποίηση. Πρόσφυγες!
Ήξερα τι θα πει πρόσφυγας, από τον καιρό του Πρώτο Παγκόσμιου αλλά και από την περίοδο του Εμφυλίου πολέμου. Αυτό που συνέβαινε τώρα όμως δεν μπορούσε να συγκριθεί. Για εκείνους κάποιος φρόντιζε... Κάποιος από την οικογένειά μου αγόρασε στο παζάρι (τον ικέτευε να αγοράσει μία γυναίκα) δύο κεντητές πετσέτες. Μαζί μ' αυτές ήρθε στο σπίτι μας και ο ξένος πόνος... Η μία μετά την άλλη έρχονταν γυναίκες πρόσφυγες και ζητούσαν να δουλέψουν ως υπηρέτριες. Ήταν πολύ εύκολο και φθηνό να έχει εκείνη την εποχή υπηρέτρια. Αρκεί να διαθέτει ταυτότητα, ώστε να μπορούσε να δηλωθεί στην αστυνομία. Ελάχιστες όμως είχαν ταυτότητα. Έτσι, πήραμε στο σπίτι μας την Ταμάρα Μιχαήλοβνα, η οποία μεγάλωσε τα παιδιά μας, έζησε μαζί μας την πολιορκία και την μετακόμισή μας στο Καζάν, επέστρεψε μαζί μας στο Λένινγκραντ και μας βοηθούσε μέχρι που πέθανε. Είχε φύγει από το χωριό Σιτσόβκα της περιοχής του Σμολένσκ, μετά τον πατέρα της, ο οποίος κατάφερε να βρει δουλειά ως θυρωρός στο Λένινγκραντ. Η Ταμάρα ήταν η δεύτερη γκουβερνάντα των παιδιών μας. Η πρώτη μας άφησε πολύ νωρίς, επειδή παντρεύτηκε. Έχω κάνει όμως ένα μεγάλο χρονικό άλμα. Ας επιστρέψω στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1930 και στην εξόντωση των χωρικών.
Οι πρόσφυγες από τα χωριά διανυκτέρευαν τον χειμώνα του 1933 στις σκάλες των σπιτιών. Μάλλον είχαν πει στους θυρωρούς να μην τους επιτρέπουν την είσοδο, εκείνοι όμως έρχονταν αργά και το πρωί, πηγαίνοντας στη δουλειά, όλοι μπορούσαν να δουν τα ίχνη των διανυκτερεύσεών τους· κατάλαβα πως κάποιος ζει στο τέλος της σκάλας, όπου ήταν το διαμέρισμά μας. Ένα μεγάλο παράθυρο, μεγάλο πλατύσκαλο, στο οποίο ζούσαν μερικές οικογένειες με τα παιδιά τους. Τότε όμως εκδόθηκε μία νέα διαταγή: να κλειδώνουν τα βράδια όλες οι σκάλες. Επισκεύαζαν τις εξώπορτες και έβαζαν κλειδαριές, έβαζαν κουδούνια στα θυρωρεία, έκλειναν τις αυλόπορτες (αμέσως ερήμωσαν τα θέατρα και οι αίθουσες συναυλιών).
Μια φορά (μάλλον ήταν το χειμώνα του 1933 – 1994), επέστρεφα από την Φιλαρμονική. Είχε παγωνιά απίστευτη. Από τη στάση του τραμ στην Μεγάλη λεωφόρο της πλευράς του Πετρογκράντ είδα το σπίτι (Νο 44), το οποίο είχε μία μεγάλη, βαθιά είσοδο. Η πόρτα, κλειδωμένη τη νύχτα, ήταν στο βάθος (υπάρχει ακόμη, μόνο που τώρα έχει μία πινακίδα που γράφει “Παιδικός σταθμός”). Στην εξωτερική πλευρά της εισόδου, κοντά στο δρόμο, στέκονταν χωρικές και κρατούσαν στα υψωμένα χέρια τους κάποια τραπεζομάντιλα ή κουβέρτες, δημιουργώντας κάτι σαν αντίσκηνο για τα παιδιά που ήταν ξαπλωμένα στο βάθος, προσπαθώντας να τα προστατεύσουν από τον παγωμένο άνεμο... Αυτή την σκηνή δεν μπορώ να την ξεχάσω μέχρι σήμερα. Περνώντας μπροστά από αυτό το σπίτι κάθε φορά μέμφομαι τον εαυτό μου: γιατί δεν γύρισα, γιατί δεν τους πήγα έστω λίγο φαγητό; Ήταν αδύνατον να μην βλέπεις τους χωρικούς στις πόλεις.
Μία φορά η Ταμάρα μας, την οποία εκείνη την εποχή είχαμε προσλάβει ως γκουβερνάντα για τα παιδιά μας, έφερε στο σπίτι χειροποίητες λινές πετσέτες που αγόρασε για πενταροδεκάρες, με κόκκινο κέντημα, οι οποίες προφανώς, θα στόλιζαν στην ίζμπα τις εικόνες, σύμφωνα με τις παραδόσεις των χωρικών. Για πολλά χρόνια τις χρησιμοποιούσαμε στην οικογένειά μας και πάντα ένιωθα ένα πόνο γι' αυτές. Είδα και μισοκαμμένα βαγόνια, στα οποία οι παγωμένοι αποκουλακοποιημένοι χωρικοί προσπαθούσαν να βάλουν φωτιά και καίγονταν οι ίδιοι. Έχω ακούσει αφηγήσεις για το πως πετούσαν από τα παράθυρα των βαγονιών εμπορικών αμαξοστοιχιών ανθρώπους, να πετούν τα παιδιά τους μαζί με κάτι σημειώματα που έλεγαν κάτι σαν: “Άνθρωποι καλοί, λυπηθείτε το μικρό και σώστε το. Το λένε Μαρία”. Στην Βολογκντά, στην δεκαετία του 1950 πια μαζί με συνεργάτες του Τμήματος Αρχαίας Ρωσικής Λογοτεχνίας, που πήγαμε για να λάβουμε μέρος στις “Ημέρες Αρχαίας Ρωσικής Λογοτεχνίας” που διοργανώναμε, είδαμε μια εκκλησία, η οποία κάποτε ήταν κέντρο μεταγωγών για τις οικογένειες των κουλάκων. Η εκκλησία αυτή είχε νωπογραφίες, αλλά καμία από αυτές δεν είχε πειραχτεί από αυτές τις οικογένειες, ούτε από τους μεγάλους, ούτε από τα παιδιά. Οι χωρικοί ήταν άνθρωποι υψηλού ήθους.
Γνωρίζω επίσης ότι ο λαός ήξερε τις θηριωδίες του Στάλιν, κυκλοφορούσαν ανέκδοτα. Θα καταγράψω ένα, στο οποίο υπάρχει μία ιδιόμορφη “σφραγίδα της εποχής”. Ερχόταν μία αγρότισσα στον πόλη κι έλεγε: “Κρέμεται τεράστιος, μουστακαλής, τρομακτικός και από πάνω του γράφει: “Θα εκπληρώσουμε το πεντάχρονο πρόγραμμα σε τέσσερα χρόνια!” Όντως, υπήρχαν αφίσες με πορτραίτα του Στάλιν και την φράση που καλούσε να εκπληρώσουμε “το πεντάχρονο πρόγραμμα σε τέσσερα χρόνια”. Παραμένει άγνωστο όμως γιατί έπρεπε να μας το λένε. Η εγγραφή για κρατικά ομόλογα όμως ήταν υποχρεωτική. Ο Κορνέι Τσουκόφσκι κατέγραφε συστηματικά τα ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν. Όταν όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1930 άρχισαν οι κατ’ οίκον έρευνες, κατέστρεψε το μεγάλο τετράδιο στο οποίο τα έγραφε. Αυτό μου το είπε ο Ντμίτρι Γιεβγκένεβιτς Μαξίμοφ, ο οποίος επισκεπτόταν τακτικά τον Τσουκόφσκι.
Για τις μαζικές συλλήψεις ξέραμε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Όταν με συνέλαβαν, οι γονείς μου δέχτηκαν εκατό συμβουλές για το τι πρέπει να περιέχουν τα δέματα που μου έστελναν, τι έπρεπε να αγοράσουν σε περίπτωση που με εξορίσουν, πως θα αντιμετωπίσω τις ψείρες στη φυλακή, πού και πως να απευθυνθούν για την υπόθεσή μου. Όλοι στο Λένινγκραντ ήταν έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να συλληφθούν, γιατί κανείς δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για την αυθαιρεσία των αρχών. Για αυτό και οι διαβεβαιώσεις ότι “θα την ερευνήσουν την υπόθεση και θα τον αφήσουν” ήταν απολύτως ανόητες. Το πιθανότερο ήταν ότι τις έλεγαν για να καθησυχάσουν τις οικογένειες των συλληφθέντων. Οι συγγενείς έκαναν πως το πιστεύουν. Ήταν μία ξεκάθαρη υποκρισία και των δύο πλευρών. Μόνο ένα μικρό μέρος εκείνων που “έπαιρναν” διατηρούσε την αδύναμη ελπίδα ότι θα επιστρέψουν στην οικογένειά τους.
Μαζικές συλλήψεις έγιναν και στον εκδοτικό οίκο της Ακαδημίας Επιστημών, όπου εργαζόμουν ως διορθωτής επιστημονικών κειμένων. Ιδιαίτερα πολλούς συνέλαβαν στο τμήμα διορθώσεων, όπου σχεδόν όλοι οι εργαζόμενοι ήταν “πρώην”. Θα αναφέρω μία τέτοια περίπτωση. Μετά τη δολοφονία του Κίροφ συνάντησα στο διάδρομο του εκδοτικού οίκους τον προϊστάμενο του τμήματος προσωπικού που βάδιζε βιαστικός, μία νεαρή, την οποία φωνάζαμε απλά Ρόρκα. Η Ρόρκα, χωρίς να σταματήσει μου είπε: “Ετοιμάζω καταλόγους αριστοκρατών. Περιέλαβα κι εσάς”. Αμέσως κατάλαβα ότι η αναφορά του ονόματός του σε ένα τέτοιο κατάλογο δεν προμηνύει τίποτα καλό κι αμέσως είπε: “Όχι, δεν είμαι ευγενής, διαγράψτε με”. Η Ρόρκα μου απάντησε ότι στο ερωτηματολόγιο μόνος μου είχα γράψει: “γιος αριστοκράτη κατ΄' απονομή!”. Της απάντησα πως ο πατέρας μου ήταν “κατ' απονομή” αριστοκράτης και πως ο τίτλος του δεν κληροδοτείτε στα παιδιά του, όπως συμβαίνει με τους “κληρονομικούς”. Η Ρόρκα απάντησε περίπου τα εξής: “Ο κατάλογος είναι μεγάλος, τα επίθετα είναι αριθμημένα. Είναι πολλή δουλειά να τον ξαναγράψω”.
Της είπα πως εγώ θα πληρώσω την δαχτυλογράφο για να τον ξαναγράψει. Συμφώνησε. Πέρασαν δύο ή τρεις εβδομάδες, όταν ένα πρωί πήγα στο τμήμα διορθώσεων, άρχισα να δουλεύω και μία ώρα αργότερα ακριβώς πρόσεξα πως η αίθουσα ήταν άδεια, ότι δούλευαν εκεί μόνο δύο – τρεις. Ο προϊστάμενος του τμήματος Στουρτς και ο τεχνικός διευθυντής Λεβ Αλεξάντροβιτς Φιόντοροφ κάθονται και κάνουν διορθώσεις. Πλησίασα τον Φιόντοροφ και τον ρώτησα: “Τι έγινε, δεν ήρθε κανείς; Μήπως έχουμε συνέλευση;”. Ο Φιόντοροφ, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι και να πάρει το βλέμμα του από το κείμενο που διόρθωνε, μου απάντησε ήρεμα: “Δεν καταλαβαίνετε; Τους συνέλαβαν όλους!” Κάθισα στη θέση μου... Μία κυρία του εκδοτικού μας οίκου, είπε: “Αν αύριο δεν είναι στη θέση του ο ναός του αγ. Ισαάκ, όλοι θα κάνουν πως δεν υπήρξε ποτέ”. Και ήταν σωστό αυτό. Κανείς δεν πρόσεχε τίποτα (τουλάχιστον φωναχτά!).
Είχαν συλλάβει τον βαρόνο Φιλεϊζέν, τον βαρόνο Τιπόλντ (με το παρατσούκλι “Οι δύο βαρόνοι”, δεν ήταν χοντρός, αλλά ήταν πολύ μεγαλόσωμος), τον μαθητή λυκείου Τσερνιάφσκι και πολλούς άλλους. Δεν συνέλαβαν όμως μόνο αριστοκράτες. Ήξερα, για παράδειγμα, ότι εξόριζαν από το Λένινγκραντ και, κυρίως, από τα αριστοκρατικά του περίχωρα, όλους τους πρώην λακέδες και υπηρέτες των επαύλεων. Ορισμένοι από αυτούς συνέχιζαν και επί σοβιετικής εξουσίας να εργάζονται έντιμα και ήταν έμπιστοι φύλακες των αντικειμένων και των ιστορικών παραδόσεων αυτών των επαύλεων. Οι εξορίες και οι συλλήψεις αυτών των ανθρώπων στη συνέχεια επέφεραν μεγάλο πλήγμα στη σωτηρία της περιουσίας των επαύλεων. Τώρα πια όλα αυτά τα χαρακτηρίζουν ως “ιδιαίτερες” χρονιές του 1936 και 1937. Οι μαζικές συλλήψεις άρχισαν το 1918 όταν εξήγγειλαν την “κόκκινη τρομοκρατία” και στη συνέχεια, επιταχύνοντας, αυξάνονταν,- αυξάνονταν το 1929, το 1930, το 1934, αρπάζοντας όχι μεμονωμένους ανθρώπους, αλλά ολόκληρα στρώματα του πληθυσμού και μερικές φορές ολόκληρες συνοικίες της πόλης, στις οποίες έπρεπε να παραχωρήσουν διαμερίσματα στους δικούς τους “εργαζόμενους” (για παράδειγμα κοντά στο “Μεγάλο σπίτι” στο Λένινγκραντ).
Πώς μπορούσαν να μην ξέρουν για την τρομοκρατία; Με την “άγνοια” προσπαθούσαν και προσπαθούν να καθησυχάσουν τη συνείδησή τους. Θυμάμαι πόσο τρομακτική εντύπωση προκάλεσε σε όλους η διαταγή να βάλουμε στην είσοδο καταστάσεις των ενοίκων (παλιότερα σε κάθε σπίτι υπήρχαν καταστάσεις με αναφορά στο διαμέρισμα που κατοικούσαν). Έγιναν τόσες συλλήψεις που οι καταστάσεις αυτές άλλαζαν σχεδόν κάθε μέρα: από αυτές εύκολα μαθαίναμε ποιος “πήραν” τη νύχτα. Μια φορά μάλιστα απαγορεύτηκε να απευθυνόμαστε με την λέξη “σύντροφοι” στους επιβάτες των τραμ, στους επισκέπτες των υπηρεσιών, στους αγοραστές των καταστημάτων, στους περαστικούς (αυτό αφορούσε τους αστυνομικούς). Όλους έπρεπε να τους προσφωνούμε “πολίτες”: όλοι ήταν ύποπτοι, μήπως αποκαλέσεις “σύντροφο” κάποιον “εχθρό του λαού”; Ποιος σήμερα θυμάται αυτή τη διαταγή; Πόσοι καταδότες υπήρχαν τότε! Άλλοι κατέδιδαν από φόβο, άλλοι επειδή ήταν υστερικοί. Πολλοί το έκαναν για να δείξουν πως είναι πιστοί στο καθεστώς. Ήταν μάλιστα περήφανοι γι' αυτό!...”
Από το βιβλίο Νμίτρι Λιχατσόφ, Αναμνήσεις. Μόσχα, 2006.