Η μεγάλη απόδοση τιμής στο 1821, έγινε ήδη. Και είναι η παρουσίαση της συλλογής Θανάση και Μαρίνας Μαρτίνου στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Ώσπου να ανοίξουν τα μουσεία, βλέπουμε ψηφιακά και με εξαιρετική ευκρίνεια, πάμπολλα έργα τέχνης και όχι απλώς θυμητάρια του αγώνα, να μας παρουσιάζονται με φροντίδα και σεβασμό, δείχνοντάς μας τον ηρωισμό του ’21 αλλά και τον ιδεολογικό του κόσμο (μπορείτε να την περιηγηθείτε δωρεάν εδώ).
Η συλλογή Μαρτίνου παρουσιάζει εκθέματα τόσο από τους χρόνους της Επανάστασης, όσο και από τον φιλελληνισμό, από τον αγώνα δηλαδή των Ευρωπαίων στο πλευρό των Ελλήνων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το πρόσωπο του ιρλανδικής καταγωγής αριστοκράτη James Emerson Tennent (1804-1869). Η ραδινή μορφή του δεν υποψιάζει τον θεατή για τίποτε το ηρωικό και μάλλον ξενίζει για τα άρματα με τα οποία είναι ζωσμένος. Κι όμως. Ο ήρωας αυτός έζησε το δράμα του Μεσολογγίου, πολέμησε μέσα στο θρυλικό σκαρί «Άρης» και γνώρισε προσωπικά όλους τους μεγάλους πολέμαρχους, περιοδεύοντας σε κάθε επαναστατική φωλιά. Μεταφέρουμε από τον κατάλογο της έκθεσης, έναν μνημειώδη και απολύτως ουσιαστικό τόμο με τα αντικείμενα.
«Στα τέλη του 1823 μαζί με μια ομάδα συνομηλίκους του (σε ηλικία μόλις 19 χρόνων) πήγαν στο Μεσολόγγι, όπου στρατολογήθηκαν στην ταξιαρχία του πυροβολικού που είχε συγκροτήσει ο Byron και παρέμεινε στην Ελλάδα μέχρι τον θάνατο του ποιητή (Απρίλιος 1824). Ελληνομαθής, την επόμενη χρονιά επέστρεψε στην Ελλάδα ως ανταποκριτής των Times και παρέμεινε επί έξι μήνες. Κατά το διάστημα αυτό πραγματοποίησε περιοδείες στην Πελοπόννησο, στα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Κυκλάδες προκειμένου να συναντήσει Έλληνες οπλαρχηγούς, τους οποίους σχολιάζει με γλαφυρές περιγραφές στο ημερολόγιό του. Εκεί, αναφέρει ότι βρέθηκε στο καράβι του Ανδρέα Μιαούλη «Άρης» στη διάρκεια μιας ναυτικής επιχείρησης στις 30 Μαΐου 1825».
Το 1826 εξέδωσε στο Λονδίνο το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Α Picture of Greece» (Μια εικόνα της Ελλάδας), στο οποίο καταγράφει τις εμπειρίες του αυτές. Το βιβλίο συνέβαλε στην ανάπτυξη του φιλελληνικού κινήματος στη Μεγάλη Βρετανία και επηρέασε την κοινή γνώμη υπέρ των Ελλήνων. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Η εντύπωση που αποκομίζει ο επισκέπτης από τον εθνικό χαρακτήρα των Ελλήνων είναι μάλλον κακή. Ωστόσο, κατά την παραμονή μου ανάμεσά τους, ποτέ και κανένας ούτε με έβλαψε, ούτε με έκλεψε, ούτε με ενόχλησε. Αν είναι φιλοχρήματοι, αυτό αποτελεί φυσική συνέχεια της φτώχιας. Αν είναι πονηροί, η διπλοπροσωπία τους βλάστησε από τη μακροχρόνια δουλεία τους που τους ανάγκαζε να καταφεύγουν σε κάθε είδους τεχνάσματα για να προστατεύσουν τη ζωή και την περιουσία τους από τους τυράννους. Ας αναλογισθούμε ψύχραιμα τη μακραίωνη δουλεία από την οποία αναδύθηκαν. Πώς έζησαν κάτω από τον πιο εξευτελιστικό δεσποτισμό! (Και καταλήγει) Οι Έλληνες κάτω από μία δίκαιη κυβέρνηση, σίγουρα θα ανυψωθούν στο επίπεδο των Εθνών.»
Ο Sir James Emerson Tennent απαθανατίζεται στο εξαιρετικής ποιότητας πορτραίτο από τον μάστορα της βικτωριανής εποχής Henry William Pickersgill. Το έργο φιλοτεχνήθηκε το 1827, όταν πια είχε επιστρέψει ήρωας στην Αγγλία και ξεκινούσε μια λαμπρή πολιτική σταδιοδρομία. Εξελέγη βουλευτής, αλλά δεν παρέμεινε πολύ στην ασφάλεια του Λονδίνου. Ταξίδεψε στην Κεϋλάνη όπου διετέλεσε Γραμματέας της βρετανικής αποικίας. Στο λεύκωμα αναφέρεται ότι ο ζωγράφος Pickersgill πρέπει να έλαβε υπόψη του το πορτραίτο του Byron με «ελληνική ενδυμασία» που είχε φιλοτεχνήσει ο Thomas Philips (1814). Το βέβαιο είναι ότι ο νεαρός αριστοκράτης μπορεί να διαγράφεται «ατσαλάκωτος», αλλά την τίμησε την εθνική φορεσιά. Τη λέρωσε εκεί που χρειάστηκε, μπαίνοντας στη φωτιά της μάχης.
Στον αντίποδα του ευγενούς, μια εικόνα που παρουσιάζει με ωμό τρόπο την έξαψη της μάχης είναι αυτή ενός παιδιού με το όπλο στο χέρι. «Ο νεαρός Έλληνας ακροβολιστής» φανερώνει πως στην υπόθεση του Αγώνα ρίχτηκαν όλοι, όχι μόνο οι εμπειροπόλεμοι, αλλά και τα νέα παιδιά. Δεν πρόκειται για μία φιλελληνική σκηνή όπου το αγόρι πέφτει θύμα θηριωδίας. Πρόκειται για ελληνόπουλο που με αποφασιστικότητα και τόλμη, πρωταγωνιστεί στην αντάρα της μάχης, καθώς προβάλλει μέσα από το σκοτεινιασμένο σύννεφο και τη φωτιά που έχουν προκαλέσει τα εχθρικά κανόνια.
Η συγκλονιστική προσωπογραφία μας έρχεται από το χέρι του Γάλλου Alexandre Gabriel Decamps. Ο ζωγράφος ήρθε στην Ελλάδα, αρχές του 1828, και συνέχισε την περιοδεία του σε Μ. Ασία και Κωνσταντινούπολη. Φιλοτεχνώντας κυρίως στρατιωτικές σκηνές, εξελίχθηκε σε έναν από τους δημοφιλέστερους οριενταλιστές καλλιτέχνες, φέρνοντας στα παρισινά σαλόνια ανατολίτικο αέρα. Όπως ωραία αναφέρεται στον κατάλογο για το παιδί «ο τρόπος που απεικονίζεται να πυροβολεί με το όπλο στραμμένο σχεδόν καταπάνω στον θεατή, είναι εντυπωσιακός. Η μνημειακή διάσταση και η απόλυτη προσήλωση στον στόχο του – κυριολεκτικά και μεταφορικά - συνεγείρουν τον θεατή δημιουργώντας την αίσθηση ότι αυτό το Ελληνόπουλο ενσαρκώνει την ιδέα της Ελληνικής Επανάστασης».
Την ίδια προσήλωση στο στόχο φέρει ο Κωνσταντίνος Κανάρης με τον πηδαλιούχο του Ιωάννη Θεφιλόπουλο. Σε αυτό το μπρούτζινο σύμπλεγμα του Benedetto Civiletti απαθανατίζεται ιδανικά το πατριωτικό πάθος. Μετά το ολοκαύτωμα της Χίου από τους Τούρκους, ο Κανάρης πήρε εκδίκηση πυρπολώντας αύτανδρη τη ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου στις 6 Ιουνίου 1822. Έπειτα από χρόνια τον ρώτησαν: Δεν φοβήθηκες, ωρέ Κωσταντή, καθώς πλησίαζες με το πυρπολικό σου την τουρκική ναυαρχίδα με τους 2.500 αξιωματικούς και ναύτες να σε πυροβολούν στο σκοτάδι; Και ο Κανάρης απάντησε: Καθώς ξεκίνησα να τους ανατινάξω, έκανα τον σταυρό μου και είπα: Απόψε Κωσταντή θα πεθάνεις! O μπουρλοτιέρης μετά την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας έγινε πασίγνωστος στην Ευρώπη ως ο τολμηρός ήρωας του απελευθερωτικού αγώνα.
Καλλιτέχνες φιλοτέχνησαν, λίγο-πολύ φανταστικές, λιθογραφίες που κυκλοφόρησαν ευρύτατα, ενώ διάσημοι ποιητές τού αφιέρωσαν στίχους. Ο Ιταλός γλύπτης πρωτοπαρουσίασε στο γύψο το έργο του, στη Διεθνή έκθεση της Βιέννης το 1873. Οι δύο άνδρες αποδίδονται στο μικρό σκάφος, το μπουρλότο, κατευθυνόμενοι προς τον στόχο. Ο Θεοφιλόπουλος, στηριγμένος στον ώμο του Κανάρη, έχει πρόσωπο γεμάτο ανησυχία, ενώ ο Κωσταντής καρφώνει το διαπεραστικό βλέμμα ίσια μπροστά. Το χάλκινο πρόπλασμα της συλλογής σώζει μια ιστορική στιγμή της Επανάστασης που συμπυκνώνει το ιδανικό του ήρωα.
Το χρονικό του Ελληνικού αγώνα ενέπνευσε, όμως, όχι μόνο μεγάλους καλλιτέχνες, αλλά συνολικά τους ευρωπαίους τεχνίτες και μαστόρους που άφησαν μια σοδειά από σπάνια τεχνουργήματα. Εκτός από ρολόγια και κεραμικά, η συλλογή Μαρτίνου σώζει κι άλλα σπάνια αντικείμενα όπως το τραπέζι ροτόντα της εικόνας. Ζωγραφισμένο με λάδι, φέρει μια παράσταση από καραβάνι με καμήλες μπροστά στην Ακρόπολη. Μια εικόνα που αποτυπώνει την Αθήνα στους οθωμανικούς χρόνους. Βασίζεται σε λιθογραφία του A. Joly από το βιβλίο “Vues de la Grece Moderne” Παρίσι, 1827. Όπως αναφέρει ο κατάλογος «τα αντίγραφα αποτελούν πάγια πρακτική στη φιλελληνική βιομηχανία. Το φαινόμενο δεν πρέπει να αποδοθεί στην καλλιτεχνική ανεπάρκεια των τεχνιτών και σχεδιαστών, αλλά στο γεγονός ότι οι επιλογές των διακοσμητικών θεμάτων υπαγορεύονταν από τη δημοφιλία συγκεκριμένων παραστάσεων σε ορισμένες περιόδους».
Στο πλαίσιο του φιλελληνικού ρεπερτορίου εντάσσεται και η ελαιογραφία του Ελβετού Henri Daniel Plattel. «Ο Έλληνας που καταλαμβάνει ένα φρούριο» (π. 1840) είναι μια παράσταση νίκης και ηρωισμού. Στο κέντρο της σύνθεσης ο αγωνιστής πατώντας στα τείχη της πόλης, υψώνει με το ένα χέρι το επαναστατικό λάβαρο που κυματίζει και με το άλλο ολοκληρώνει την πυρπόληση του εχθρικού φρουρίου. «Είναι μια σκηνή που θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί “ο Θρίαμβος της Χριστιανοσύνης”», αναφέρεται ωραία στον κατάλογο, άρρηκτα συνδεδεμένη με το στοιχείο της πίστης. Η δημιουργία του ελληνικού κράτους υπήρξε μια ιστορία εκπληκτική, στην οποία σφυρηλατήθηκε συνολικά, η ταυτότητα της Ευρώπης. Τα διδάγματά της δεν είναι υπόθεση στενά ελληνική, αλλ’ αφορούν τη διαμόρφωση μιας συνείδησης ευρωπαϊκής κι αυτό αποτυπώνεται στην τέχνη της Δύσης.
Μάρτυρας τέτοιων δειγμάτων υψηλής αισθητικής είναι η συλλογή του Θανάση και της Μαρίνας Μαρτίνου και στα χέρια όλων μας, o δίγλωσσος κατάλογος με τίτλο «Αρχαιολατρεία και Φιλελληνισμός» που εκδόθηκε με την αφορμή της έκθεσης στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Παρουσιάζονται όλα τα έργα με αναλυτικά επεξηγηματικά κείμενα και πλούσιο φωτογραφικό υλικό σε επιμέλεια της Ιστορικού τέχνης Φανής-Μαρίας Τσιγκάκου και του Καθηγητή Νικόλαου Χρ. Σταμπολίδη.