Η λεγόμενη κλασσική οικογενειακή φωτογραφία, που έπεται συνήθως των πολιτικών συναντήσεων και επισκέψεων, έρχεται για να αποτυπώσει τους πρωταγωνιστές των συναντήσεων και τη διάθεση τους, καλλιεργώντας ταυτοχρόνως το επικοινωνιακό κλίμα, που πρέπει να περάσει. Δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν από αυτή τη στρατηγική, οι συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν ανάμεσα στο Ιράν, τη Ρωσία και την Τουρκία, στα πλαίσια της διαδικασίας της Αστάνα.
Η οικογενειακή φωτογραφία του Ιρανού προέδρου Εμπραχίμ Ραϊσί, με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαδίμηρο Πούτιν και με το Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δεν γνωρίζουμε εάν προκάλεσε ρίγη συγκίνησης και αίσθημα ικανοποίησης στους πολίτες των τριών αυτών χωρών. Εκείνο που σίγουρα γνωρίζουμε είναι, ότι προκάλεσε αρνητικές εντυπώσεις στη Δύση. Προκάλεσε αρνητικές εντυπώσεις, όχι μόνο η εικόνα των συναντήσεων, αλλά και το περιεχόμενο τους. Που αφορούσε την προσπάθεια παράκαμψης των πάσης φύσεως οικονομικών κυρώσεων που έχουν επιβάλει τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η ΕΕ, σε μια σειρά από τράπεζες στις τρεις αυτές χώρες. Αφορούσε επίσης την ανάπτυξη των ενεργειακών δεσμών Ρωσίας – Ιράν, εν μέσω των ευρύτερων οικονομικών, εμπορικών και ενεργειακών περιορισμών.
Στην ημερήσια διάταξη, υπήρξε και το θέμα της Συρίας, όπως είχε συμβεί και στις τριμερείς συναντήσεις του 2017, του 2018 και του 2019. Όμως σήμερα η Τουρκική πλευρά δεν έλαβε το πράσινο φως, ούτε από τη Ρωσία, ούτε από το Ιράν, για να προχωρήσει σε μια εκ νέου στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία. Η Ρωσία παρ’ όλο που είχε επιτρέψει στις Τουρκικές δυνάμεις να εισβάλουν στο Αφρίν το 2018, σε μια προσπάθεια αποδυνάμωσης των σχέσεων του Αμερικανικού Στρατού με το YPG, σήμερα σηκώνει απαγορευτικό σήμα, με σκοπό την προστασία του προέδρου Άσσαντ. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Άλλωστε ο πρόεδρος της Συρίας, είναι ο πρώτος αξιωματούχος σε ολόκληρο τον πλανήτη που αναγνώρισε της «Λαϊκές Δημοκρατίες» που κατέλαβαν οι Ρώσοι εισβολείς.
Αυτό όσον αφορά το σήμερα, σχετικά με το νέο Άξονα που συγκροτείται απέναντι στις ΗΠΑ, την ΕΕ και το Ισραήλ. Όσον αφορά όμως το πρόσφατο παρελθόν, δεν είναι δυνατόν να λησμονούμε, ότι οι δυο από τους τρεις συνεταίρους αποτελούσαν το πολιτικό και οικονομικό «αποκούμπι» της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου. Ήταν τότε που ο πρωθυπουργός της κυβέρνησης Σύριζα – Ανεξάρτητων Ελλήνων, μαζί με τους υπουργούς του, εν μέσω της αντιδυτικής εθνολαϊκίστικης σκοτοδίνης, στην οποία στροβιλίζονταν, είχαν επισκεφθεί τη Μόσχα και την Τεχεράνη προς αναζήτηση κεφαλαίων, επενδύσεων, συνεργασιών και πολιτικής υποστήριξης, στα πλαίσια της επιλογής του Grexit και της ρήξης με την Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις ΗΠΑ.
Αλλά και με τον τρίτο της παρέας, τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου είχε «δεθεί», ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Όταν είχε κινήσει Γη και Ουρανό και είχε προσπαθήσει να φέρει τα πάνω - κάτω, για να παραδοθούν πίσω στην Τουρκία προς εκτέλεση, οι 8 ικέτες αξιωματικοί που είχαν ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα.
Και κανένα δημοκράτης, φιλελεύθερος και προοδευτικός πολίτης αυτής της χώρας, δεν μπορεί να ξεχάσει την προτελευταία μέρα του 2017, με την ανακοίνωση της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου από το Μέγαρο Μαξίμου, να αναφέρει ότι «ακολουθώντας την πάγια θέση σε σχέση με τους 8 Τούρκους στρατιωτικούς, όπως έχει επανειλημμένως και δημοσίως εκφραστεί, υποβλήθηκε σήμερα εκ μέρους της Ελληνικής Κυβέρνησης αίτηση ακύρωσης κατά της χθεσινής απόφασης παροχής ασύλου της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Προσφυγών».
Δεν γνωρίζω, αν τα στελέχη του Σύριζα κράτησαν τις φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν αυτές τις ημέρες, στις οποίες απαθανατίζονται οι παλιές καλές αγάπες τους. Διότι παρά τα ειλικρινή και βαθιά αισθήματα, που είχαν εκφράσει ποικιλοτρόπως, δεν είχαν βρει ανταπόκριση, ούτε από τους Ρώσους, ούτε από τους Ιρανούς, αλλά ούτε και από τους Τούρκους.