Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Όπως έχουν καταλάβει όσοι παρακολουθούν αυτή τη στήλη, γενικώς προσπαθώ να κινούμαι εκτός επικαιρότητος. Όποτε δεν το καταφέρνω, νιώθω μεγάλες ενοχές? σχεδόν καφκικού βαθμού. Οι λόγοι είναι τρεις: (α΄) Δεν παρακολουθώ ούτως ή άλλως την (ελληνική) επικαιρότητα, παρά μόνο από σπόντα — εννοώ, από την αντανάκλασή της σε κείμενα ανάλυσης, δημοσιευμένα στον Τύπο ή αναρτημένα εδώ κι εκεί, ανθρώπων που εκτιμώ κατά κύριο λόγο, αλλά και κάποιων που ξέρω πως, για ό,τι πουν, ισχύει το διαμετρικώς αντίθετο. (β΄) Άλλοι τα λένε πολύ καλύτερα από όσο θα τα έλεγα εγώ? εντέλει, αυτή είναι η δουλειά τους: να σχολιάζουν εύστοχα το σήμερα, να επεμβαίνουν στην εκάστοτε δημόσια συζήτηση. (γ΄) Μου φαίνεται κάπως εύκολο και, καθώς είμαι ανασφαλής, πιστεύω πως μόνο αν μιλώ για τελείως άσχετα (από την εκάστοτε δημόσια συζήτηση) θέματα θα έχω κάποια πιθανότητα επιτυχίας και μακροημέρευσης στο επάγγελμα.
Αλλά χθες, μολονότι έκανα επί πέντε ώρες διαλογισμό για να βρω θέμα για σήμερα, δεν τα κατάφερα. Έτσι, επιλέγω να μιλήσω κι εγώ για τον Γαβρά.
Αλλά πώς να μιλήσω για τον Γαβρά αφού δεν έχω δει την ταινία του; Αυτό είναι ένα πρόβλημα. Οπότε αποφασίζω, γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, να το αντιπαρέλθω. Αν μη τι άλλο, έχω μιλήσει ακόμη και για το «Finnegans Wake» σε κοτζαμάν δημόσια εκδήλωση χωρίς να το έχω διαβάσει, στην ταινία του Γαβρά θα κωλώσω;
Απροπό, σε εκείνη την εκδήλωση ούτε οι άλλοι στο πάνελ είχαν διαβάσει το «Finnegans Wake», και μάλιστα αμφιβάλλω αν το έχει διαβάσει ποτέ κανείς. Όχι ότι χρειάζεται να το διαβάσει κανείς βέβαια: είναι πιο χρήσιμο να κοιτάζει την μπογιά στον τοίχο να στεγνώνει.
Πράγμα που έχει σχέση και με το σημερινό μας θέμα, καθώς από όλους όσους πήραν μέρος στη δημόσια συζήτηση για την ταινία του Γαβρά επίσης κανείς δεν την είχε δει. Και κανείς δεν χρειάζεται να τη δει.
Γιατί το λέω αυτό το τελευταίο; Καταρχάς σαν σχήμα καθ' υπερβολή. Ο Γαβράς είναι πολύ σπουδαίος σκηνοθέτης, άρα εκ προοιμίου το έργο του είναι σοβαρό και έχει αξία, μετρήσιμη αξία — αυτό δεν το συζητάμε. Αλλά και γιατί όλοι ξέρουμε πως πρόκειται για μία αγιοποίηση του Βαρουφάκη —κανείς δεν μας το έκρυψε άλλωστε—, κι αυτό είναι ό,τι πιο κωμικό μπορώ να σκεφτώ. Κωμικό, εννοώ, αν μιλάμε για ρεαλισμό. Αν το πάμε πέρα από τον ρεαλισμό, θα μπορούσα να σκεφτώ πολλά πιο κωμικά, όπως το «Ενήλικοι στην αίθουσα και ζόμπι», ας πούμε. Ή όπως το «Ενήλικοι στην αίθουσα, Τσακαλώτος και Σκάρλετ Γιόχανσον». Και λοιπά και λοιπά — έχω μεγάλη φαντασία, και με πληρώνουν γι' αυτό.
Ένας τρίτος λόγος είναι το τρέιλερ. Τα τρέιλερ είναι διαφήμιση για την ταινία (κυριολεκτικά: τα τρέιλερ είναι διαφημιστικά σποτ), αλλά το συγκεκριμένο —και δεν είναι το μόνο— καταφέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα. Μιλάμε απολύτως για τηλεοπτική αισθητική εδώ, και μάλιστα παρωχημένη και —συμπαθάτε με— κάπως δαλιανίδικη, αισθητική «Ρετιρέ» με μεγάλο μπάτζετ δηλαδή, αισθητική προ-ΗΒΟ και προ-Neflix. Προς Θεού δηλαδή. Όσο δε για τη μίμηση της φωνής του Βαρουφάκη από τον συμπαθή πρωταγωνιστή, ε, εκεί δεν έχω λόγια. Ή μάλλον, επειδή ακριβώς έχω, καλύτερα να μην πω τίποτε.
Αυτοί οι δύο λόγοι αρκούν. Αλλά νά που έχω στ' αλήθεια κι έναν τρίτο. Ο παραγκωνισμός Τσίπρα. ΑΥΤΟΣ είναι ο λόγος που δεν θα δω την ταινία. Όπως δεν θα έβλεπα ένα ιστορικό έπος για τη μάχη του Γρανικού, αν δεν πρωταγωνιστούσε σ' αυτό ο Αλέξανδρος αλλά ο Βουκεφάλας.
Στ' αλήθεια, μου είναι αδιανόητο να βγαίνει από το κάδρο ο άνθρωπος που, λίγος-ξελίγος, άσχετος-ξεάσχετος, προσπάθησε να οδηγήσει τη χώρα στον γκρεμό, και αντ' αυτού να παίρνει τα εύσημα (πρόκειται περί ευφημισμού) ένας υπάλληλος.
Για να κλείσω. Κατανοώ την ανάγκη του Γαβρά να έχει κάποιο πολιτικό-κομματικό αποκούμπι. Η εποχή μας είναι εποχή (και) διαψεύσεων για την Αριστερά. Η οποία πρέπει από κάπου να πιαστεί για να μην πνιγεί. Και, όπως λέει και η παροιμία, ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. Κι αν δεν έχει μαλλιά για να πιαστεί, θα τα κολλήσει με το στανιό στο κεφάλι του πρωταγωνιστή του.
Είπαμε ρεαλισμός, αλλά όχι και τόσο.
ΥΓ. Η ευρωπαϊκή Αριστερά, που πρωτεύουσά της είναι το Παρίσι, έχει καταντήσει ένα παιχνίδι για πλούσιους που βαριούνται θανάσιμα. (Από κει που ήταν ένα παιχνίδι για πλούσιους που δεν βαριούνταν). Ένα hunting με ανθρώπινα θηράματα και τρόπαια πάνω από το τζάκι, που τα κοιτάς με συμπάθεια πίνοντας ένα καλό Bordeaux και προσπαθώντας να περάσεις την καύτρα του πούρου σου από το κυκλάκι του καπνού που άφησες να βγει από τα χείλη σου. Είναι, τα τρόπαια εκείνα, τα χαζούτσικα ανθρωπάκια που έβγαλες στους δρόμους να διαδηλώσουν και στις πλατείες να χορέψουν. Και πολύ καλά κάνει η ευρωπαϊκή Αριστερά. Αν μη τι άλλο, έχει απέναντί της μία χυδαία Δεξιά.