Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Μας διηγήθηκαν μια ιστορία προχθές και κρίνουμε καλό να τη μεταφέρουμε και εδώ, κι ας πέρασε η Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος. Γιατί ποτέ δεν περνάει στ’ αλήθεια.
* * *
Το Γ΄ Ράιχ δεν κράτησε χίλια χρόνια, όπως ονειρευόταν ο ιδρυτής του. Κράτησε μόλις δώδεκα. Όμως στο εξαιρετικά μικρό αυτό χρονικό διάστημα το καθεστώς πρόλαβε να κάνει τα πάντα: να ανοίξει την Κόλαση και να την αδειάσει πάνω στη γη. Σ’ αυτά τα 12 χρόνια, λειτούργησαν χιλιάδες χώροι κράτησης και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Για ό,τι σήμαιναν, και εξακολουθούν να σημαίνουν, αυτά τα τελευταία για την ανθρωπότητα, ο πολιτισμένος κόσμος μίλησε με συγκίνηση τη Δευτέρα. Ο ηλικιωμένος κύριος όμως που μας αφηγήθηκε την παρακάτω ιστορία αναφέρθηκε με λίγα λόγια, αλλά πολύ συγκινημένος, σε έναν άνθρωπο μόνο, τον Φρέντι Χιρς. Έναν γλυκύ και αφοσιωμένο άνθρωπο, μας είπε, και ήρωα μαζί. Έναν άνθρωπο που, όπως τους περισσότερους από τα τόσα εκατομμύρια των δολοφονημένων στα στρατόπεδα, δεν τον ξέρουν ονομαστικά παρά ελάχιστοι.
Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, του ναζιστικού καθεστώτος, μας είπε, συνελήφθησαν και 100.000 ομοφυλόφιλοι στη Γερμανία. Από αυτούς, οι 15.000 κατέληξαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στους γκέι κρατουμένους επιφυλασσόταν μία όλως ιδιαίτερη μεταχείριση, γεμάτη καθημερινούς εξευτελισμούς. Ένα από τα πιο γνωστά χόμπι των φρουρών, για παράδειγμα, ήταν η βύθιση των όρχεών τους σε βραστό νερό — για διασκέδαση. Ανάμεσα στους φυλακισμένους με το ροζ αστέρι, έχουμε το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοκτονιών σε σχέση με όλες τις άλλες κατηγορίες εκτοπισμένων και βασανισμένων στα στρατόπεδα: είναι κάπου 10 φορές υψηλότερο.
Ο Χιρς, αθλητής και καθηγητής φυσικής αγωγής, ήταν και Εβραίος και γκέι. Γεννημένος στο Άαχεν το 1916, κατέφυγε στην Τσεχοσλοβακία, και συγκεκριμένα εδώ, στην Πράγα, για να γλιτώσει από τους διωγμούς. Η Τσεχοσλοβακία όμως κατελήφθη το 1939, και ο Χιρς βρέθηκε γρήγορα στο στρατόπεδο του Τερεζίν, εξήντα χιλιόμετρα έξω από την Πράγα. Προηγουμένως, καθώς είχε οργανωθεί από την πρώτη κιόλας στιγμή, είχε βοηθήσει να φύγουν από τη χώρα για την ουδέτερη Δανία 18 Εβραιόπουλα, που ο ίδιος είχε οργανώσει σε ομάδα.
Ήταν αφοσιωμένος δάσκαλος, και από την πρώτη ημέρα έπιασε δουλειά και εκεί. Μάζεψε κοντά του όσα παιδιά μπορούσε, και αφιέρωσε όλο του τον χρόνο σε αυτά. Φρόντιζε να κάνουν πιο ελαφριές εργασίες σε σχέση με τους ενήλικες (να σκαλίζουν τα αγροκτήματα, κυρίως), να αθλούνται υπό την εποπτεία του και να διατηρούν ένα μίνιμουμ υγιεινής. Κανείς δεν ξέρει πόσοι άνθρωποι σώθηκαν είτε έμμεσα είτε άμεσα χάρη στον Χιρς, καθώς συχνά απέκλειε με κίνδυνο της ζωής του ολόκληρες ομάδες παιδιών από τη μετακίνησή τους σε στρατόπεδα θανάτου, συνήθως με απίθανες δικαιολογίες και αιτιολογήσεις.
Φυσικά, αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Τον Σεπτέμβριο του 1943 έστειλαν και αυτόν, τον ενοχλητικό Γερμανό γυμναστή, στο Άουσβιτς.
Κατέληξε στο Μπίρκεναου, όπου όμως επίσης από την πρώτη ημέρα ξεκίνησε και πάλι τη δουλειά του με τα παιδιά. Είχε βάλει τάμα να μην τα παρατήσει. Φρόντιζε να έχουν κάπως υποφερτή τροφή, μεριμνούσε να κάνουν κάποια, έστω και υποτυπώδη, σχολικά μαθήματα, οργάνωνε αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες για να ξεχνούν —όσο ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο— την κατάστασή τους. Ανάμεσα στα άλλα, είχε φτιάξει και έναν μικρό θίασο με τα παιδιά του, που ανέβαζε θεατρικές παραστάσεις μέσα στους θαλάμους. Κυρίως, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να γίνεται το πρωινό προσκλητήριο μέσα στους θαλάμους και όχι έξω, στο κρύο, γιατί τον χειμώνα σημειώνονταν πολλοί θάνατοι εκεί. Αν κάποιο από τα παιδιά κοιμόταν κρυφά την ώρα του ελέγχου, οι φρουροί τον ποδοπατούσαν, γιατί τον θεωρούσαν αποκλειστικό υπεύθυνο. Ήταν όμως γερός, και αθλητής, και άντεχε το ξύλο.
Κάποια στιγμή εν πάση περιπτώσει —κι εκεί κάπως έλαμψε το βλέμμα του κυρίου που μας διηγούνταν την ιστορία—, έμαθε ότι μία μεγάλη ομάδα από τα παιδιά του θα πήγαινε στους θαλάμους. Όχι γενικώς μια μέρα, αλλά την επομένη. Ήταν αποφασισμένο. Διαμαρτυρήθηκε, είπε ότι έκανε δουλειά μαζί τους, ότι κάποια παιδιά έπρεπε να εξαιρεθούν οπωσδήποτε κλπ. κλπ. Τον άκουγαν και γελούσαν, και τον εξευτέλιζαν όλο το απόγευμα. Κυρίως, του είπαν να σκάσει και να κοιτάει τη δουλειά του. Την κοίταξε, πράγματι. Αν και βέβαια μπορούσε να σωπάσει και να μείνει στον θάλαμό του, στους κοιτώνες, τη νύχτα της 8ης Μαρτίου του 1944 πήγε παρέα με τα παιδιά του στον θάλαμο, κι εκεί τούς έκανε το τελευταίο μάθημα, και κάηκαν μαζί, αγκαλιασμένοι. Ήταν 28 ετών.
Όσοι τον θυμόντουσαν μετά την Απελευθέρωση, που έγινε κάπου δέκα μήνες μετά, έλεγαν πως δεν υπήρξε πιο αφιερωμένος στον σκοπό του άνθρωπος. Και πως ενσάρκωνε όσο λίγοι αυτό που λέμε αυτοθυσία. Πως ήταν ένας καλός, γενναίος, όμορφος άντρας.
Αυτά μάς είπε εκείνος ο ηλικιωμένος κύριος τη Δευτέρα που μας πέρασε, ο κύριος με το ροζ αστέρι.