Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Σήμερα έχουμε τη χαρά να μιλάμε με τον Γιάννη Λειβαδά, ποιητή και μεταφραστή, με αφορμή μία καταιγιστική σειρά νέων και εξαιρετικά σημαντικών εκδόσεων από τον Εξάντα, στις οποίες έχει βάλει τη σφραγίδα του. Τον ευχαριστούμε θερμά για τον χρόνο του, και, προκαταβολικά, ευχόμαστε κάθε επιτυχία στα βιβλία αυτά.
- Αγαπητέ κύριε Λειβαδά, μολονότι πολύ θα το θέλαμε, δεν θα μιλήσουμε σήμερα για το προσωπικό σας έργο, που είναι κατεξοχήν ποιητικό, δημιουργικό, αλλά για το μεταφραστικό και επιμελητικό, με την ευκαιρία —ή μάλλον με τις ευκαιρίες— που μας παρέχει η συνεργασία σας με τον Εξάντα. Καταρχάς όμως, πείτε μας: πόσο απέχει η, ας πούμε, μεταφραστική δουλειά πάνω σε ένα έργο γνωστό, κλασικό, σημαντικό, ένα «εμβληματικό» όπως συνηθίζουμε να λέμε έργο, από την καθαυτό δημιουργική;
Παρασάγγας. Στη μετάφραση αναλαμβάνει κανείς την ανασύνθεση ενός ήδη δημιουργημένου έργου, συνεπώς δεν περνά το κατώφλι της δημιουργίας, της επινόησης, παρότι ένας μικρός βαθμός δημιουργίας και επινοητικότητας είναι αναγκαίος για να μπορέσει ένα κείμενο να μεταφερθεί σε άλλη γλώσσα, παραμένοντας, κατά το δυνατό, αλώβητο και ανεπηρέαστο. Η δημιουργία της ποίησης, της λογοτεχνίας εν γένει, λειτουργεί σε άλλο επίπεδο και σε διαφορετικές συνθήκες, όπου η σύνεση δεν μπορεί να λειτουργήσει δίχως την παρατολμία και η ελευθερία δίχως την εμφόρηση.
- Ωραία! Πάμε λοιπόν, πρώτα-πρώτα, στον Τόμας Γουλφ και το «Περί χρόνου και ποταμού». Ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που απλώνεται σε 2.000 σελίδες, ένα έργο ενός σπουδαίου, μοναδικού στυλίστα που, δυστυχώς, έφυγε νωρίς. Πώς είναι να καταπιάνεται κανείς με ένα τέτοιο βιβλίο; Αισθάνεται κάπως σαν τον Μάξγουελ Πέρκινς, τον επιμελητή του Γουλφ, με τον οποίο είχαν μία στενή, δημιουργική σχέση; Είναι, ή μπορεί να είναι, μία δουλειά όπως όλες οι άλλες, ο μεταφραστής απέναντι στο κείμενο;
Συγκαταλέγω τον Γουλφ ανάμεσα στους κορυφαίους, κυρίως λόγω του «Περί χρόνου και ποταμού» καθώς και του μικρότερου έργου του «Η ιστορία μιας νουβέλας» το οποίο θα κυκλοφορήσει επίσης στη σειρά των «Νημάτων». Η απουσία αυτών των δύο έργων από την ελληνική βιβλιογραφία ήταν κάτι αδιανόητο. Ένα ανάμεσα στα τόσα αδιανόητα που χαρακτηρίζουν την ελληνική πραγματικότητα. Ως μεταφραστής του έργου, το μόνο πράγμα που ένιωθα κατά τη μετάφραση ήταν η αίσθηση χρέους? η ένταση της διανοητικής επίσκεψής του είχε παρέλθει από τις τόσες φορές που είχα διαβάσει το βιβλίο στο παρελθόν. Η σημασία του όμως, η έννοια, αν θέλετε, του καταποντισμού του, εξακολουθεί αμείωτη εδώ και πολλά χρόνια.
- Μπορεί άραγε να γραφτεί σήμερα ένα παρόμοιο βιβλίο; Ή, έστω: πώς μπορεί να σταθεί το «Περί χρόνου και ποταμού» στην εποχή μας, μια εποχή ασθματική, γρήγορη, που αλλάζει διαρκώς και μοιάζει να μεγεθύνεται ολοένα καθώς είναι πλημμυρισμένη πληροφορίες; Πώς πρέπει να στεκόμαστε απέναντι σε τέτοια μείζονα έργα; Είμαστε σε θέση, καταρχάς, να «αντιμετωπίσουμε» ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα-ποταμό, στην εποχή τού Netflix;
Η εποχή στην οποία ζούμε δεν είναι κοινή, και τι εννοώ λέγοντας αυτό: κάθε άνθρωπος διατρέχει μία χωροχρονική τροχιά που είναι αυστηρά προσωπική, αυτή είναι η εποχή καθενός. Εάν λοιπόν δηλώσω πως κάθε εποχή γεννά τα δικά της βιβλία, δεν εννοώ τίποτε άλλο από την εποχή κάθε λογοτέχνη και όχι την εποχή όπως καταχωρίζεται από την έρευνα και τις επιστήμες. Ούτε ως ποιητή ούτε ως μεταφραστή με απασχολεί ιδιαίτερα η δυνατότητα ή η ετοιμότητα του αναγνώστη, από τον οποίο ουσιαστικά κρίνεται η πληροφοριακή παρακμή όσο και η αδυνατότητα πρόσληψης.
Ο αναγνώστης οφείλει στον εαυτό του περισσότερα απ' όσα οφείλει στη λογοτεχνία, παρεκτός και αν δεν κάνει ανάγνωση αλλά κειμενική περιήγηση. Η λογοτεχνία προσφέρει στον αναγνώστη κάποιες ισχυρές παρωθήσεις οι οποίες είναι λίαν σημαντικές για την ολοκλήρωση της μεταστροφής του – εάν ο αναγνώστης δεν προσδοκά μια κάποια μεταστροφή μέσω του λογοτεχνικού έργου, απλώς χάνει τον χρόνο του. Καμία κοινωνική, λοιπόν, εποχή, και κανένας αναγνώστης δεν ήταν ποτέ, ουσιωδώς, έτοιμοι για τη λογοτεχνία, για τα λογοτεχνικά επιτεύγματα δηλαδή. Αμφότεροι ασθμαίνουν, κωλύονται, διέπονται απ' τη σκιά της λογοτεχνίας από την οποία, στην πραγματικότητα, απολαμβάνουν τη σκόνη που έχει αφήσει πίσω της, μετά το πέρασμά της. Κάτι ανάλογο μα εντελώς διαφορετικής φύσεως συμβαίνει και με τον λογοτέχνη: τρώει τη σκόνη του επόμενου έργου του, δίχως να χορταίνει ποτέ.
- Ευχαριστώ. Λίγο μετά τον Γουλφ, λοιπόν, εκδίδεται και ο Τζορτζ Μουρ στα ελληνικά, οι «Εξομολογήσεις ενός νεαρού άνδρα», πάλι σε εισαγωγή και μετάφραση δική σας, και πάλι στη Λευκή Σειρά του Εξάντα. Πρώτα-πρώτα, να υποθέσουμε ότι η μετάφραση αυτή ακολούθησε τη μετάφραση του Γουλφ; Πόσο εύκολο ή πόσο δύσκολο είναι να δουλεύει κανείς σε τόσο διαφορετικά κείμενα; Μια ερώτηση, βεβαίως, που αφορά κάθε μεταφραστή.
Ποτέ δεν μεταφράζω παράλληλα δύο έργα. Το βιβλίο του Μουρ απλώς ακολούθησε εκείνο του Γουλφ. Όλα τα έργα είναι μεταξύ τους διαφορετικά και ανόμοια, συνεπώς ο μεταφραστής μεταβαίνει αδιάλειπτα από το ένα ύφος στο άλλο, από το ένα περιεχόμενο στο άλλο, από το ένα φαινόμενο στο άλλο. Αυτό προσδίδει στη ζωή του μεταφραστή και μια κάποια διανοητική ηδονή.
- Έχουν κοινά τα δύο βιβλία; Το πρώτο που μας έρχεται στο μυαλό είναι το Παρίσι, βέβαια. Ένας τόπος που δεν είναι μόνο κοινός στους δύο συγγραφείς και τα alter ego τους, τους ήρωές τους, αλλά και σε εσάς. Ένα Παρίσι που σήμερα είναι αναστατωμένο από το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων. Που δεν ξέρω αν θα εκτιμούσαν το πνεύμα και το «σώμα» των δύο αυτών μυθιστορημάτων… Αλλά οι «Εξομολογήσεις» μάς μιλούν και για ένα ιδιότυπο Brexit: του συγγραφέα τους. Το Παρίσι λοιπόν. Η Γαλλία. H Αγγλία. Η Ευρώπη. Το τέλος του 19ου αιώνα, οι αρχές τού 20ού, και το σήμερα…
Το Παρίσι ως στοιχείο του περιβάλλοντος και εν μέρει της εννοιακής τους σχετικότητας, προέκυψε εντελώς τυχαία. Το ένα βιβλίο δεν έχει σχέση με το άλλο, θα έλεγα μάλιστα πως διέπονται από εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις. Το πραγματικό Παρίσι πιστεύω πως δεν είναι αναστατωμένο, όμως τείνει προς μία αναστάτωση η οποία θα είναι μάλλον διαλυτική και ουδόλως δημιουργική. Η Ευρώπη δεν είναι τόσο ευρωπαϊκή, αυτό οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στο γεγονός πως οι κάτοικοί της αντίστοιχα δεν είναι οπωσδήποτε Ευρωπαίοι, υπό την έννοια μίας, έστω υποτυπώδους, πολιτικής και ανθρωπιστικής ωρίμανσης, αυτό δεν έχει να κάνει με τις φυλές και την καταγωγή. Η πολιτική οφείλει να υποστεί εκ θεμελίων μεταρρυθμίσεις και ταυτόχρονα να αμβλυνθεί, να πάψει κάθε είδους θρησκευτική ιδεολογία και κάθε θρησκευτικός κώδικας – εάν αυτά τα δύο δεν υλοποιηθούν άμεσα, η διαφαινόμενη πνευματική καταστροφή της θα είναι βέβαιη.
- Μάλιστα… Και τώρα τα «Νήματα» λοιπόν. Μια άλλη σειρά αυτή, που ανοίγει ξανά, και της οποίας υπεύθυνος είστε εσείς. Καταρχάς, πείτε μας λίγα λόγια για το πνεύμα που διέπει τη σειρά.
Τα «Νήματα» επανεκκινούνται όντας στο εξής μία σειρά με άλλον προσανατολισμό. Ο σκοπός της αναγνωστικής απόλαυσης συμπλέει με εκείνον της γνωσιακής κατάρτισης. Στα «Νήματα» θα παρουσιαστούν δοκίμια, βιογραφίες, μελέτες και πεζογραφικά έργα. Το σύνολο των υπό έκδοση τίτλων διέπεται από ποικιλία στοχεύσεων και αντιθετικών μεταξύ τους αισθητικών, οι οποίες προσφέρουν στη σειρά πολυμέρεια και πολυμορφία.
- Πρώτος τίτλος, που κυκλοφόρησε μόλις, για την ακρίβεια τη Δευτέρα που μας πέρασε, είναι η «Θεοφαγία» του Γιαν Κοτ. Κλασικός τίτλος, βασικός, ένα έργο αναφοράς. Μπορεί να βρει το κοινό του σήμερα; Το αναρωτιέμαι διαρκώς γιατί η επένδυση (στο βιβλίο γενικά αλλά κυρίως στο «δύσκολο», ειδικό βιβλίο) είναι μεγάλη και μάλλον επισφαλής.
Το βιβλίο είναι λίαν σημαντικό, εξακολουθεί επίσης να είναι μοναδικό στο είδος του, παγκοσμίως. Το ερώτημα οφείλω να το αντιστρέψω? το ζήτημα είναι εάν οι αναγνώστες μπορούν να εντοπίσουν τους συγγραφείς τους, τα έργα τους, τις καταλληλότερες εκδόσεις για τους ίδιους. Ο Εξάντας δεν αποφεύγει την επισφάλεια και το ρίσκο, εφόσον γνωρίζει πως και τα δύο αποτελούν πτυχές κάθε τίμιου και ανανεωτικού εκδοτικού σχεδιασμού.
- Και η συνέχεια; Κάπου διαβάσαμε για Μπουκόβσκι, μεταξύ άλλων!
Οι τίτλοι της σειράς θα ανακοινώνονται εν ευθέτω χρόνω. Ανάμεσα σε αυτούς βρίσκεται και η περιώνυμη βιογραφία του Τσαρλς Μπουκόβσκι, διά χειρός Μπάρι Μάιλς, η οποία θα κυκλοφορήσει μέσα στην άνοιξη.
- Υπέροχα. Μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει διαθέσιμος χρόνος για το (πιο) προσωπικό σας έργο;
Βεβαίως, πάντα. Η δημιουργία της ποίησης δεν επηρεάζεται από τα καθημερινά φαινόμενα ή από τον φόρτο εργασίας, ο οποίος τα τελευταία χρόνια είναι ιδιαίτερα μεγάλος? υπάρχει διαθέσιμος χρόνος, τον προσφέρει, τον εξοικονομεί, η ιδιότητα – η δουλειά μου, ως ποιητής, είναι να γράφω, συνεπώς δεν χάνω τον χρόνο μου όντας απασχολημένος με την προώθηση του προσώπου ή του ονόματός μου.
- Καταλαβαίνω. Να είστε καλά, κύριε Λειβαδά! Σας ευχαριστώ θερμά και εύχομαι κάθε επιτυχία.