Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Όλοι θα θυμάστε τον Καλλιτέχνη της Πείνας. Τον καιρό του Μεσοπολέμου ο θεσμός του ήκμασε στην Ευρώπη, και δεκάδες, ίσως εκατοντάδες χιλιάδες ήταν εκείνοι που παρήλασαν μπροστά από το κλουβί του για να τον θαυμάσουν με ανοιχτό το στόμα και επίσης πεινασμένα μάτια. Εκείνος δεν έκανε άλλο από το να κάθεται εκεί, πάνω στην ψάθα του, και να τους παρατηρεί επίσης, με ένα βαθύ, στοχαστικό, αλλά και συχνά άδειο βλέμμα, συνέπεια της μόνιμης πείνας του, ή της πολυήμερης απόλυτης αφαγίας μάλλον, που του αποστερούσε τη δύναμη και δεν μπορούσε να κρατήσει εύκολα το κεφάλι του όρθιο.
Τα πλευρά του ξεχώριζαν κάτω από το μαύρο του ρούχο έτσι όπως ξάπλωνε στο παλιό του χράμι, και όλοι ορκίζονταν πως μπορούσαν να τα μετρήσουν. Δεν ήταν μάλιστα λίγοι εκείνοι που διαβεβαίωναν έντονα ότι μπορούσαν πλέον να κοιτάξουν από μέσα του και, μολονότι τον έβλεπαν από μπροστά όπως ο καθένας, να δουν επίσης και τις γυμνές ωμοπλάτες του που ξεχώριζαν μυτερές από την άλλη μεριά, καθώς είχε γίνει πια εξαιρετικά διάφανος.
Ο Καλλιτέχνης της Πείνας ήξερε καλά τη δουλειά του και την έκανε πάντα θαυμάσια, και μόνο του παράπονο δεν ήταν παρά το γεγονός ότι οι ιμπρεσάριοι του περιοδεύοντος Τσίρκου των Παραδοξοτήτων όπου εργαζόταν σταματούσαν με το στανιό τις παραστάσεις του μετά από παρέλευση σαράντα περίπου ημερών, κυρίως για να μην οδηγηθούν άδικα στις κατά τόπους Αρχές με κάποια ασαφή κατηγορία από κάποιον αργόσχολο, ή, ασφαλώς, για να μη χάσουν μία πηγή σταθερών εσόδων λόγω κάποιου θλιβερού ατυχήματος: κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν ο Καλλιτέχνης της Πείνας θα συνέχιζε να θριαμβεύει μέσα στο κλουβί του έτσι και ξεπερνούσε κάποιο κρίσιμο σημείο, και δεν θα παραδιδόταν στον διά παντός αφανισμό που θα του εξασφάλιζε η πεντηκοστή, πες, ή η εξηκοστή ημέρα οικειοθελούς λιμοκτονίας.
Μα κάθε φορά βέβαια που σπαταλιούνταν αυτές οι σαράντα ημέρες για να ξαναρχίσουν πάλι και πάλι από την αρχή, ο Καλλιτέχνης της Πείνας ελεεινολογούσε τον εαυτό του και οργιζόταν βουβά με τον ιμπρεσάριο, που, άφρων και σκληρός, διέκοπτε την παράστασή του πάνω στο καλύτερο, και πάντα πάνω στο ίδιο ακριβώς σημείο. Γιατί αυτός, ο Καλλιτέχνης της Πείνας, ήξερε βέβαια πως μπορούσε να συνεχίσει κι άλλο, κι άλλο, να συνεχίσει ίσως για πάντα, γιατί είχε εμπιστοσύνη στην τέχνη του και στις δυνατότητές του και απολάμβανε πραγματικά αυτό που έκανε. Ακόμη, του ήταν εύκολο. Του άρεσε να πεινάει. Του ήταν τόσο εύκολο, όσο δυσκολευόταν και βάραινε το μέσα του όταν τον σταματούσαν με το στανιό, τον σήκωσαν από την ψάθα του, τον έβγαζαν από το κλουβί και του έβαζαν στο στόμα εκείνες τις ειδικές τροφές για πεινασμένους που τον περίμεναν πάνω σε ένα τραπέζι. Δυστυχής, τότε, και για λίγο αποθαρρημένος, καθόταν σε μια γωνιά μασώντας ανόρεχτα ό,τι ήταν αυτό που του είχαν δώσει, περιμένοντας πώς και πώς να περάσει εκείνη η ημέρα, ή ίσως και η άλλη, και να ξαναρχίσει πάλι από την αρχή την παράστασή του, στην επόμενη πόλη.
Θα θυμάστε επίσης πως, με τον καιρό, η διάθεση του κοινού —σαν αρρώστια που προσέλαβε διαστάσεις επιδημίας— ατόνησε σιγά-σιγά, και κατόπιν απότομα και έντονα, ίδια με φλόγα που σάρωσε την Ευρώπη, τόσο που κανείς πια δεν περνούσε μπροστά από το κλουβί του Καλλιτέχνη της Πείνας, με αποτέλεσμα να χάσει φυσικά τη βέβαια και έως τότε σταθερή δουλειά του και να ζητήσει βοήθεια πρώτα σε κάτι τσίρκα, όπου έβαζαν το κλουβί του δίπλα σε εκείνα των σαρκοφάγων ζώων που θαύμαζε ο κόσμος και επισκεπτόταν τακτικά, ή σε κάτι θεάματα της δεκάρας στη συνέχεια, όταν και τα τσίρκα δεν τον ήθελαν άλλο, κάτι συνοικιακά λούνα-παρκ της συμφοράς που καταδέχονταν να τον προσλάβουν μόνο και μόνο επειδή και οι υπόλοιπες παραδοξότητές τους ήταν εξίσου δευτέρας διαλογής. Και βέβαια όλο αυτό άλλο αποτέλεσμα δεν είχε παρά τον θάνατο, κυριολεκτικά άδοξο, του Καλλιτέχνη της Πείνας, μια μέρα που κανείς δεν περνούσε από το κλουβί του για να τον δει, καθώς κανείς δεν ήξερε πως ζούσε ακόμη και έδινε την παράστασή του εκεί μέσα, μόνος, άγνωστος και, κυριολεκτικά πλέον, διάφανος. Δεν είχε πεθάνει από πείνα, μα από μοναξιά, και ίσως από ματαιοδοξία και πίκρα: μια οπωσδήποτε πικρή συνταγή.
Αυτά όλοι τα ξέρετε και τα θυμάστε καλά. Μα νά, τι να πεις, που στον καιρό μας πολλοί νέοι ιμπρεσάριοι διαδίδουν —και όχι ψιθυριστά— πως θα κάνουν ό,τι μπορούν, λέει, ό,τι περνάει από το χέρι τους, για να ξαναγίνει πάλι της μόδας στην Ευρώπη ο Καλλιτέχνης της Πείνας.