Οι μανάδες ζητάνε να ξανακλείσουν τα σχολεία. Είναι οι ίδιες που πριν είκοσι μέρες ζητούσαν επισταμένως να ανοίξουν. Οι μαγαζάτορες της εστίασης βγάζουν φρικιαστικά σποτάκια με κρεμάλες. Καταγγέλλουν το κλείσιμο των μαγαζιών τους, χωρίς να εξηγούν αν ζητάνε το άμεσο άνοιγμα τους ανεξαρτήτως επιδημιολογικής κατάστασης. Οι υγειονομικοί καταγγέλλουν όσους δημοσιογράφους μιλούν για το χαμηλό ποσοστό εμβολιασμών στα νοσοκομεία, ομολογούν όμως επισήμως (Γιαννάκος, ΠΟΕΔΗΝ) ότι μόλις το 50% ήταν θετικό στην πρώτη φάση.
Έχουμε χάσει τα αβγά και τα πασχάλια. Όλοι μαζί κι ο κάθε ένας μας χωριστά. Η ευκολότερη και συνηθέστερη κουβέντα που ακούει κανείς, είναι ότι «οι ιθύνοντες δεν ξέρουν τι κάνουν». Στους «ιθύνοντες» τσουβαλιάζονται οι επιτροπές, οι γιατροί, οι κυβερνητικοί, η πολιτική προστασία, η αστυνομικοί και όλοι όσοι εμπλέκονται έμμεσα ή άμεσα σ’ αυτή την ιστορία. Παραλλήλως, δεν ακούς καλή κουβέντα ούτε για τους αντιπολιτευόμενους, ούτε για τους αντιρρησίες, ούτε για τους ψεκασμένους, ούτε για τους λογής-λογής αντιστασιακούς.
Επικρατεί ένα πραγματικό χάος απόψεων και ιδεών. Ο καθένας κι απάνω του, όπως λέγαμε κάποτε. Δεν υφίσταται κοινή συνισταμένη, γι αυτό άλλωστε και δεν διαφαίνεται ο παραμικρός μετασχηματισμός της έκδηλης δυσαρέσκειας σε κάποιου είδους πολιτικό ρεύμα. Σπαρμένες διαμαρτυρίες βλέπουμε και ακούμε, τις οποίες ουδείς είναι ικανός να μαζέψει και να βάλει στο πολιτικό του τσεπάκι. Ο καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του με βάση τις ανάγκες και τις επιθυμίες του, έχοντας παράλληλα λυμένο το ζωνάρι του αν δει ανάγκες και επιθυμίες άλλων να ικανοποιούνται. Πρωτοφανής κατάσταση, εφιάλτης για αναλυτές, κοινωνιολόγους και πολιτικούς ινστρούχτορες.
Στο πίσω μέρος του μυαλού όλων μας φωλιάζει η βεβαιότητα ότι ζούμε ένα πρόβλημα δίχως λύση. Και στο μπροστινό μέρος του μυαλού μας καραδοκεί η προσδοκία ότι με λίγη μουρμούρα και διαμαρτυρία ενδέχεται να είμαστε οι λιγότερο χαμένοι της ιστορίας. Υπάρχει άλλωστε κι αυτή η κούραση από την κλεισούρα που ευνοεί το θυμικό μας και μετατρέπει την εκδήλωση αγανάκτησης σε ψυχοθεραπεία. Αυτό το «δεν ξέρουν τι κάνουν», δίχως όμως να προτείνουμε τι θα ‘πρεπε να κάνουν, καταλήγει το στερνό μας καταφύγιο μας. Μέσα σ’ αυτό θα περάσουμε το επόμενο δίμηνο-τρίμηνο. Θα κοιτάμε απ’ τα παραθυράκια του απομονωμένου δωματίου μας, θα κάνουμε κριτική σαν τους προπονητές της εξέδρας και θα τα επανεξετάσουμε όλα την ευλογημένη εκείνη ώρα που θα μας ανοίξουν τις πόρτες για να πάμε για μπύρες. Όσοι γλυτώσουμε, γιατί πολλοί απ’ αυτούς που διαμαρτύρονται είναι ήδη έτοιμοι για διασωλήνωση κι απλώς το αγνοούν…