«Είδικώτερον ως προς ό,τι αφορά τα κυπριακά θέματα είμαστε αποφασισμένοι να εξακολουθήσωμεν να σας βοηθώμεν καθ'όν τρόπον επράξαμεν μέχρι τούδε, αλλά να διαχωρίσωμεν και δημοσία την γραμμήν μας αν επιδιωχθεί μονομερής κατάργησις των Συμφωνιών ή μέρους αυτών… Πράγματι η Ελλάς εν ουδεμιά περιπτώσει επιτρέπεται να δεχθή την δημιουργίαν προηγουμένου καθ' ό είς των συμβαλλομένων δύναται μονομερώς να καταγγέλλη ή ν' αγνοή ενοχλητικάς δι' αυτόν διατάξεις διεθνών πράξεων τας οποίας ο συμβαλλόμενος ούτος ανέλαβεν να σεβασθή».
Έτσι απάντησε, στις 19 Απριλίου 1963, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Ε. Αβέρωφ στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο όταν πληροφορήθηκε τις προθέσεις του να τροποποιήσει μονομερώς το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Μακάριος μπροστά στην αυστηρή επιστολή τού Ε. Αβέρωφ έκανε πίσω, προς το παρόν, όπως φάνηκε στη συνέχεια. Μετά από έξι μήνες και, εκμεταλλευόμενος το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, ανέθεσε σε επιτροπή υπό τον Γλ. Κληρίδη τη σύνταξη των προτάσεων του για την τροποποίηση των 13 σημείων του Κυπριακού Συντάγματος. Στις 30 Νοεμβρίου 1963 οι προτάσεις αυτές υποβλήθηκαν στον αντιπρόεδρο Κιουτσούκ. Και από εκεί αρχίζει το νέο δράμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είναι αλήθεια πως ο Μακάριος ποτέ δεν πίστεψε στις συνθήκες της Ζυρίχης (11/2/1959) και του Λονδίνου (19/2/1959). Τις υπέγραψε υπό καθεστώς αφόρητων πιέσεων. Κι όμως, αυτές οι δύο συνθήκες –δεδομένων των συνθηκών– ήταν από τις θετικότερες στιγμές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Γέννησαν την Κυπριακή Δημοκρατία ακυρώνοντας το διχοτομικό σχέδιο Μακμίλαν, έφεραν την ειρήνη στη Μεγαλόνησο και αποσυμπίεσαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. «Δεν πέτυχαν το επιθυμητό, αλλά το λιγότερο κακό από τα εφικτά».
Ας σημειωθεί πως παράλληλα με την απόπειρα μονομερούς αναθεώρησης του Συντάγματος από την Ελληνοκυπριακή πλευρά, έτρεχε και η οργάνωση στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά των Τουρκοκυπρίων από τις ένοπλες ομάδες Ελληνοκυπρίων οπλαρχηγών με βάση το σχέδιο «Ακρίτας».
Το Σύνταγμα της Κύπρου αναμφίβολα έδινε υπερβολικά προνόμια στους Τουρκοκύπριους, η ανατροπή των οποίων δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει αποδεκτή τόσο από αυτούς όσο και από την Τουρκία. Όμως το Σύνταγμα της Κύπρου, αναγνωρίζοντας την αναμφισβήτητη δεσπόζουσα θέση της Ελληνοκυπριακής πλευράς, ουσιαστικά την καθιστούσε υπεύθυνη, μέσω του διαλόγου και των διαπραγματεύσεων, να αμβλύνει τις δυσλειτουργίες που παρατηρήθηκαν από την εφαρμογή συγκεκριμένων άρθρων του. Και όχι να επιδιώξει την ουσιώδη μεταβολή του Συντάγματος του 1960, καταστρέφοντας τις κοινοτικές ισορροπίες που αυτό κατοχύρωνε.
Οι κρημνοβασίες του Μακαρίου δυστυχώς συνεχίσθηκαν και το 1964. Ως γνωστόν, η προεδρία Λ. Τζόνσον είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επίλυση του Κυπριακού. Δεν ήταν μόνον η επιστολή που απέστειλε ο ίδιος ο Λ. Τζόνσον στον Ισμέτ Ινονού (5/6/1964) ματαιώνοντας έτσι την επικείμενη τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ήταν κυρίως η ανάθεση των διαπραγματεύσεων στον πρώην υπουργό Εξωτερικών Ντην Άτσεσον το καλοκαίρι του 1964. Οι προτάσεις του –ιδιαίτερα θετικές για τον Ελληνισμό– δεν έγιναν δεκτές στα τέλη Αυγούστου από τον Μακάριο, εξοργίζοντας τον Έλληνα πρωθυπουργό και σηματοδοτώντας συγχρόνως την οριστική απόσυρση των ΗΠΑ από την προσπάθεια εξεύρεσης λύσης.
Σήμερα είναι καιρός, με την απόσταση των γεγονότων, να επανεκτιμήσουμε τον ρόλο του Μακάριου, αποδίδοντας του το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί για την κυπριακή τραγωδία. Και είναι ιδιαίτερα σημαντικό.