Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Η αλήθεια είναι πως από μία συγκεκριμένη αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ παίζεται ωραία μπαλίτσα. Και δεν μιλάμε εδώ για τη ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ, που κάνουν σωστά και μετρημένα ό,τι πρέπει να κάνουν, ουσιαστικά παρακολουθώντας τα κυβερνώντα κόμματα να φυλλορροούν και περιμένοντας υπομονετικά και την τυπική έναρξη της προεκλογικής περιόδου.
Λέω για μια άλλη αντιπολίτευση. Μια αντιπολίτευση που έχει κατέβει στο γήπεδο με στόχο να παίξει, όχι απαραιτήτως όμορφα, αλλά με φαντεζί τρόπο, με τακουνάκια, «ποδιές» και σομπρέρο, τις ενέργειες δηλαδή εκείνες που, μπορεί μεν να μην έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα, να μη σπρώχνουν το τόπι στο πλεχτό, αλλά που κάνουν τον κόσμο στις κερκίδες να σφυρίζει από θαυμασμό. Και, ορισμένως, τον προκαλούν να συμμετέχει.
Η αρχή έγινε με το πρώτο άρθρο του Νίκου Μαραντζίδη στο Protagon («Το ζήτημα είναι (μόνο) να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ;»), ακολούθησε το περίφημο, του ιδίου, «Ο ιστορικός συμβιβασμός του ΣΥΡΙΖΑ και τα ατελέσφορα μέτωπα», στην «Καθημερινή», για να έρθουν οι δηλώσεις του περί… διολίσθησης της ΝΔ στη βαθιά Δεξιά (sic), στο Ραδιόφωνο 24/7.
Ακολούθησαν μάλλον και άλλα κείμενα του μικρού το δέμας στοχαστή, που όμως δεν ήταν τόσο πιασιάρικα, ή απλώς επαναλάμβαναν —εξ ου και κούρασαν κάπως— μονότονα την ίδια θέση: ο ΣΥΡΙΖΑ τείνει να γίνει ένα νορμάλ σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, «ένα κόμμα του ευρωπαϊκού πραγματισμού, της Κεντροαριστεράς και όχι της ριζοσπαστικής Αριστεράς», οπότε να το επόμενο βήμα, να η λύση στα προβλήματα του χώρου (συνεκδοχικά και της χώρας), να τι πρέπει να στηρίξουμε και να ψηφίσουμε εμείς οι προοδευτικοί/-κές.
Έκτοτε, και καθώς ο συμπαθής καθηγητής, σοφά σκεπτόμενος, χάθηκε για λίγο —δεν είναι και εύκολο να υποστηρίζεις τέτοιες θέσεις, όταν ΟΛΑ δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση: ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει πεισματικά στον γενέθλιο τόπο της ριζοσπαστικής Αριστεράς γιατί δεν μπορεί και ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ να γίνει οτιδήποτε άλλο, παραμένει ένα εθνικολαϊκιστικό κόμμα-τσίρκο, ένα θαύμα οπορτουνισμού, ένα βαριετέ αναποτελεσματικών παραδοξοτήτων και κλεπτοκρατίας, ένα πράγμα που χαρακτηρίζουν κυρίως οι Πολάκηδες, οι Κουρουμπλήδες, οι Αυλωνίτου και οι Καρανίκες του, συν κάτι σταλινικούς της συμφοράς—, καθώς λοιπόν ο Μαραντζίδης αποφάσισε να χαμηλώσει το κεφάλι για να μην πολυφαίνεται, ανέλαβαν διάφοροι άλλοι τον λόγο, αν και όχι —ομολογουμένως— με την ίδια χάρη… για να τα κάψει όλα, φευ, η ανθρωποφάγα φωτιά στο Μάτι και να σταματήσουν τη ρητορική περί «σοσιαλδημοκρατικοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν να μας συντροφέψει όλο το καλοκαίρι.
Μέχρι που, όταν έκατσε η στάχτη, και έπιασε να κρυώνει, πήρε τη σκυτάλη η καλής παιδείας υπάλληλος του Παππά, με το διαβόητο πλέον κείμενο στην Athens Voice, ένα clickbait άρθρο-παρωδία που έκανε μεν να σκάσει κάπως το χείλι μας (όπως συμβαίνει με όλα τα αυτογκόλ — πόσο δε μάλλον όταν μπήκε και ο άντρας στη μέση για να την… υπερασπίσει από τα χάχανα του κόσμου, προκαλώντας ακόμη περισσότερα), αλλά που καλό θα ήταν επίσης να το σκεφτούμε, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα —και τα μελλούμενα—, και λίγο παραπάνω.
Την αρχή αυτού του συλλογισμού θα καταθέσω εγώ σήμερα — καλύτεροι και επαρκέστεροι αναλυτές από εμένα μπορούν να το προχωρήσουν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα ηττηθεί στις εκλογές, είτε αυτές γίνουν την Κυριακή που μας έρχεται, είτε σε έξι μήνες, είτε σε ένα χρόνο. Θα ηττηθεί, δε, και στις επόμενες εκλογές, που —δόξα τω Θεώ— δεν θα γίνουν με το αντιδημοκρατικό σύστημα της απλής αναλογικής, που θα έκανε την πτωχευμένη Ελλάδα να μοιάζει με πτωχευμένη Σικελία. Οπότε, έχει —και το ξέρει— οχτώ χρόνια μπροστά του για να αναδιοργανωθεί. Αλλά να αναδιοργανωθεί πώς; Και με ποιους; Και να ασκήσει ΠΙΑ τι είδους αντιπολίτευση, όταν ακόμη και οι γάτες του δρόμου ξέρουν ότι έχει ποδοπατήσει, και κάψει, διά παντός, όλα όσα υποτίθεται ότι πρέσβευε — και γελάνε ειρωνικά;
Ναι: ποιο είναι το μέλλον του;…
Με αρχηγό τον Τσίπρα, έναν άνθρωπο φύσει περιορισμένο, κανένα. Απολύτως κανένα. Με τους καμένους συνεργάτες του της Αριστεράς και της Προόδου επίσης δεν έχει τίποτε να ελπίζει. Με τα SOSte_to_Nero και κάτι τέτοια αμεσοδημοκρατικά χρυσαυγίζοντα «κινήματα» δεν μπορεί να πάει πουθενά. Με την επιστροφή των αριστερών συνιστωσών, της Ρόζας ας πούμε, θα γελούσαμε φυσικά πολύ — αλλά δεν θα γελούσαν τα ίδια τα στελέχη του. Οπότε;
Οπότε, ναι, σε έναν (έτι) ισχυρό κομματικό μηχανισμό όπως είναι αναμφισβήτητα ο ΣΥΡΙΖΑ, που θα καταφέρει να συγκρατήσει με νύχια και με δόντια ένα ποσοστό κάπου κοντά στο 15%, πάνω από ΚΚΕ και ΧΑ ασφαλώς αλλά εφιαλτικά κοντά στα ποσοστά τού παλιού ΠΑΣΟΚ, υπάρχει πολύ ψωμί για ανθρώπους που βλέπουν ότι το κόμμα θα μπορούσε μελλοντικά να παίξει τον δεύτερο πόλο του αιωνίου δικομματικού πολιτικού παιχνιδιού στην Ελλάδα (και όχι μόνο στην Ελλάδα, δηλαδή: σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο). Γιατί σήμερα δεν παίζει αυτόν τον ρόλο.
Ο λαϊκιστικός ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει προσωρινώς σφήνα ανάμεσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, τα δύο παραδοσιακά κόμματα, της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς —τα μόνα προοδευτικά κόμματα: το τονίζω, κι ας έχει ριζικά εξευτελιστεί ο όρος από όσους τον καπηλεύονται—, ακολουθώντας την «ιστορική» διαδρομή και των υπόλοιπων αντιευρωπαϊκών εθνικολαϊκιστικών κομμάτων της ηπείρου, των νεοπαγών «τρίτων πόλων» που γέννησε η δεκαετής διεθνής κρίση, νεο-Ακροδεξιών στην πλειονότητά τους (από την οποία νέα Ακροδεξιά σε ελάχιστα διαφέρει, ή μάλλον στο εξής ένα: στο μεταναστευτικό — οι ακροδεξιοί έχουν θέσεις, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πλέον καμία), αλλά με ορμή που ξεπέρασε ακόμη και τις πιο παράτολμες ονειρώξεις των στελεχών του.
(Μία ορμή που το φάντασμά της θα προσπαθήσουν να αναστήσουν, το κατά δύναμιν, και στις προσεχείς εκλογές, διά του εξής αφηγήματος: «Οι πρώην ψευτοφιλελεύθεροι-ψευτοεκσυγχρονιστές-ψευτοευρωπαϊστές τού Μένουμε Ευρώπη απεδείχθησαν αήθεις και υποχείρια του Μητσοτάκη, οπόταν πάμε να στηρίξουμε Τσίπρα που έπαθε και έμαθε να εκτιμά την Ευρώπη»).
Αυτό λοιπόν, τον μηχανισμό που κάπως θα αντέξει, θέλει να εκμεταλλευτεί η συγκεκριμένη αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ που λέγαμε στην αρχή (υπάρχουν και άλλες — του Τσακαλώτου, για παράδειγμα), σε αυτό ποντάρει — και αυτό ελπίζει. Δεν τίθεται δηλαδή θέμα ανταλλαγής δέκα άρθρων και μίας καριέρας με μία εκλόγιμη θέση στο ευρωψηφοδέλτιο ή στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, ή με πέντε δεκάρες. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, προς Θεού.
Γίνεται πολύ πιο συστηματική και πιο φαντεζί δουλίτσα εδώ, και πιο υπόγεια και υποτίθεται έξυπνη, τόσο εκτός του κόμματος, από αρθρογράφους, δημοσιογράφους, ιδιοκτήτες εντύπων και σάιτ (όχι όμως πλέον μόνο τής λούμπεν γειτονιάς του διαδικτύου), από πανεπιστημιακούς, πρώην πολιτευτές, πρώην βουλευτές και λοιπούς (αν θέλαμε να βρούμε μόνο ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών στον δημόσιο λόγο που εκφέρουν, θα λέγαμε ότι πέρασαν ταυτόχρονα από την κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ στη νιρβάνα των «ίσων αποστάσεων» και στη ζεν κατάσταση του «ήξεις, αφήξεις», και πλέον στη φανερά φιλοσυριζαϊκή στάση με μια εσάνς καφέ-μπαρ τής Κολοκοτρώνη), όσο και από ανθρώπους μέσα στο κόμμα, που ξέρουν τι τους επιφυλάσσει το όχι μακρινό μέλλον έτσι και δεν σχηματίσουν από τώρα συμμαχίες με εξωγενείς «προσωπικότητες», που θα βοηθήσουν, μόνες αυτές, εκ μετεγγραφής, να αυτο-εκπληρωθεί η προφητεία περί δήθεν «σοσιαλδημοκρατικοποίησης».
Και οι αντι-Κεντροδεξιοί και αντι-Κεντροαριστεροί φίλοι μας (και αυτό το δεύτερο είναι πιο βαθύ, και να με συμπαθάτε) και τα σκεπτόμενα, και σχετικώς νεαρά, στελέχη του κόμματος έχουν δίκιο και καλά κάνουν. Και κάνουν καλά γιατί δεν υπάρχει κάτι άλλο να γίνει από τον διπλής ενεργείας διεμβολισμό τού ΣΥΡΙΖΑ τον οποίο και επιχειρούν, τον εκ των έσω αλλά με μετεγγραφές και βοήθειες από φίλιες εξωτερικές δυνάμεις — διεμβολισμός που γίνεται ανεπαισθήτως… ή περίπου.
Και με τη θορυβώδη χρήση, προσώρας, των χρήσιμων για αυτό τον σκοπό τσικό. Η μόνη άλλη λύση είναι να ξαναρχίσουν τα «Go back, Madame Merkel» και τα Προγράμματα Θεσσαλονίκης, ή να ξαναφωνάξουν τη Ρόζα πίσω. Όμως οι Παππάς και Σία θα προτιμήσουν αντ' αυτών τους Μαραντζίδηδες — και τον Θεοδωράκη.