Έχει φανεί, ότι διαμορφώνονται δυο βασικά μέτωπα στο εσωτερικό των κύκλων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αλλά και ανάμεσα στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Οι διαφορές των κυβερνήσεων στα θέμα των ασκούμενων οικονομικών πολιτικών, είναι ελάσσονος σημασίας. Εκείνες που έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, είναι οι διαφωνίες στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, σχετικά με την πορεία των επιτοκίων και τη συνέχιση ή μη, της νομισματικής χαλάρωσης.
Στο προχθεσινό του άρθρο, με τίτλο «Τα περιστέρια του Νότου κερδίζουν τη μάχη στην ΕΚΤ απέναντι στα γεράκια του Βορρά», ο Κωνσταντίνος Μαριόλης, ανέλυσε με τον πιο διεξοδικό τρόπο, τους συσχετισμούς στο εσωτερικό της ΕΚΤ και τις πολιτικές που πρεσβεύουν οι δύο αντίπαλες «πλευρές».
Σύμφωνα με τα δεδομένα του άρθρου, οι οπαδοί της συνέχισης της νομισματικής χαλάρωσης, αποτελούν την πλειοψηφία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας εφησυχάζει. Δεν πρέπει επίσης να μας εφησυχάζει και η δήλωση της Κριστίν Λαγκάρντ ότι ο πληθωρισμός είναι παροδικός, ότι δεν αναμένεται αύξηση επιτοκίων μέχρι το 2023 και ότι η επόμενη αναθεώρηση της νομισματικής πολιτικής θα γίνει το 2024.
Διότι αφ’ ενός, ουδείς μπορεί να είναι απόλυτος για τη μορφή του πληθωρισμού που κτυπάει την πόρτα μας, όπως είχαμε αναπτύξει στο άρθρο «Πληθωρισμός: Εκρηκτικό κοκτέιλ από το ράλι στην ενέργεια και τις ελλείψεις προϊόντων», και αφ’ ετέρου, η ΕΚΤ έχει εκφράσει δια στόματος της προέδρου της, τη σαφή επιθυμία να ξεμπερδεύει με τις λεγόμενες «εταιρείες ζόμπι».
Τι είναι οι εταιρείες ζόμπι; Είναι οι εταιρείες που βρίσκονται σε καθεστώς τραπεζικής τεχνητής αναπνοής, που δεν ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους απέναντι στις χρηματοδοτήσεις που έχουν δεχθεί και λαθροβιούν εις βάρος άλλων επιχειρήσεων που ενώ πληρούν τα κριτήρια για τραπεζική χρηματοδότηση, δεν μπορούν να δανειοδοτηθούν, αφού οι εταιρείες ζόμπι έχουν δεσμεύσει τα τραπεζικά δάνεια. Είναι εταιρείες που δεν παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα και δεν προσφέρουν ανταγωνιστικές υπηρεσίες. Δρουν και επιβιώνουν με κεφάλαια τρίτων, όπως είναι τα τραπεζικά δάνεια, οι προκαταβολές πελατών και οι μην καταβαλλόμενες υποχρεώσεις προς τους προμηθευτές, προς τα ασφαλιστικά ταμεία και προς τις φορολογικές αρχές.
Οι εταιρείες ζόμπι όχι μόνο δημιουργούν προβλήματα στο οικοσύστημα των τραπεζικών χρηματοδοτήσεων, αλλά ειδικά στη χώρα μας με το αναχρονιστικό και αναποτελεσματικό πτωχευτικό πλαίσιο, βάλουν ευθέως κατά των βιώσιμων επιχειρήσεων, στρεβλώνοντας τον ανταγωνισμό. Τι ακριβώς κάνουν οι εταιρείες ζόμπι;
Κατά πρώτον, απομυζούν την οικονομία. Κατά δεύτερον, στρεβλώνουν τα επίπεδα των επιτοκίων, λόγω του αυξημένου ρίσκου. Κατά τρίτον, «εκβιάζουν» τις τράπεζες να τις κρατούν ζωντανές, για να μην πτωχεύσουν και «κοκκινίσουν» τα δάνεια τους. Και κατά τέταρτον, μη εξυπηρετώντας τα δάνεια τους, ανταγωνίζονται με άνισους όρους τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, αφού έχουν μηδενικά χρηματοοικονομικά έξοδα.
Ευλόγως θα περίμενε κανείς, ότι κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης που συμβάδισε με την αντίστοιχη υγειονομική, θα υπήρχε ένα κύμα πτωχεύσεων των εταιρειών ζόμπι στη χώρα μας. Όμως σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στο Q3 του 2021 μόλις 4 (ολογράφως: τέσσερις) επιχειρήσεις πτώχευσαν. Σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία, οι πτωχεύσεις στην ΕΕ αυξήθηκαν κατά σχεδόν 25%.
Πού οφείλεται αυτή η ακραία απόκλιση; Μα στα γενναία μέτρα ενίσχυσης των επιχειρήσεων που εντάχθηκαν στην κατηγορία των «πληττόμενων» και στις περιόδους χάριτος στην εξυπηρέτηση των δανειακών, ασφαλιστικών και φορολογικών τους υποχρεώσεων.
Όμως τώρα, που οι πολιτικές ενίσχυσης και τα μέτρα στήριξης, αποτελούν πλέον παρελθόν και οι επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν τη νέα πραγματικότητα, η παράταση ζωής των εταιρειών ζόμπι φτάνει στο τέλος της. Η θετική πλευρά είναι, ότι εκ των πραγμάτων θα καθαρίσει το τοπίο της πραγματικής οικονομίας, με αποτέλεσμα η αγορά να γίνει πιο υγιής, πιο ανταγωνιστική και να υπάρξει μια σειρά ευκαιριών για νέους επιχειρηματίες.
Στην αρνητική πλευρά, το κύμα των πτωχεύσεων θα πιέσει τους δείκτες της ανεργίας προς τα πάνω και θα αυξήσει τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων.
Για να αντιληφθούμε καλύτερα το μέγεθος του προβλήματος αρκεί να ανατρέξουμε στα τελευταία στοιχεία της ΓΣΕΒΕΕ. Σύμφωνα με αυτά, το 42% των πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει ταμειακά διαθέσιμα το πολύ για ένα μήνα, το 21% των επιχειρήσεων δεν έχει καθόλου ρευστότητα και το 36,7% των επιχειρήσεων εκφράζει το φόβο για το ενδεχόμενο διακοπής της δραστηριότητας του, το επόμενο χρονικό διάστημα.