Του Μανούσου Μαραγκουδάκη*
Σήμερα στην Βουλή ο Γιώργος Κατρούγκαλος, στην εισήγησή του περί του διαχωρισμού Κράτους Εκκλησίας, ανέφερε τη ρήση των καθηγητών Δημήτρη Τσάτσου και Κωσταντίνου Τσουκαλά ότι «ο Χριστιανός που φτιάχνει η Πολιτεία είναι ψεύτικος». Η φράση αυτή ήταν το τελικό συμπέρασμα της επιχειρηματολογίας τους περί της επιζήμιας σχέσης της Εκκλησίας με το Κράτος: «Από τη στιγμή που η Ελλάς των Χριστιανών Ελλήνων μπαίνει σε εισαγωγικά και αναδεικνύεται σε δεσμευτικό εθνόσημο παύει να εκφράζει απλώς την εξουσία παρελθούσα, παρούσα ή ίσως και μέλλουσα. Μία εκ του Συντάγματος κατοχυρωμένη πίστη απειλεί να καταλύσει τη δημοκρατία αλλά και να αλλοιώσει την πίστη. Ή πιο απλά ειπωμένο: Τον Χριστιανό δεν τον παράγει η δημοκρατική Πολιτεία αλλά ο ίδιος ο Χριστιανισμός καθώς λειτουργεί οργανωμένος ελεύθερα ως Εκκλησία σε μια οργανωμένη κοινωνία. Ο Χριστιανός που παράγει η Πολιτεία είναι ψεύτικος».
Δεν γνωρίζω κατά πόσο ισχύει αυτό το επιχείρημα, αλλά σίγουρα ισχύει το ακριβώς αντίθετο: Ο πολίτης που φτιάχνει η Εκκλησία είναι ένας κακός πολίτης. Εξηγώ: Η διείσδυση του Κράτους στα θέματα της Εκκλησίας, την οποία μέμφονται οι καθηγητές και ο Κατρούγκαλος μαζί, δεν αγγίζει την ίδια την λατρεία· ούτε τον πιστό ο οποίος συνεχίζει να συμμετέχει στην θεία λειτουργία, να παρακολουθεί το κήρυγμα του ιερέα, και να συμμετέχει στις φιλανθρωπικές δράσεις της ενορίας του. Αυτά παραμένουν εκπληκτικώς σταθερά μέσα στο πέρασμα του χρόνου – ειδικά αν τα συγκρίνουμε με τις αντίστοιχες Προτεσταντικές και Καθολικές λατρευτικές πρακτικές και την δραστική εξέλιξή τους.
Αυτή ακριβώς η ορθόδοξη λατρεία, ως νόημα λύτρωσης και ως τρόπος προσέγγισης του Θείου, όσο αληθινή κι αν είναι αυτή, και όσο Ορθόδοξος κι αν είναι ο Θεός, είναι καταστροφική όταν μεταγγίζεται στο πνεύμα ενός πολίτη μιας δημοκρατικής χώρας. Αυτό ισχύει πλήρως στην Ελλάδα, όπου από τις απαρχές του 20ου αιώνα, αν όχι νωρίτερα, η Πολιτεία ταυτίστηκε απόλυτα με την Ορθοδοξία, και ο ορθόδοξος χριστιανός με τον καλό Έλληνα πολίτη. Κι αν αυτό έχει πάψει να ισχύει με την ίδια ένταση σήμερα, ο τρόπος πρόσληψης του θρησκευτικού γεγονότος συνεχίζει με ακατάπαυτη ένταση να εννοεί και σημαίνει το πολιτικό φρόνημα, αν μη τι άλλο, γιατί δεν έχει αντικατασταθεί από κάτι άλλο.
Τι προτάσσει η Ορθόδοξη θρησκεία; Τι φέρνει πιο κοντά τον πιστό στην λύτρωση και την σωτηρία; Η υπερβατική επαφή με το Θείο, η παθιασμένη επιζήτηση της απόλυτης και άχρονης δικαιοσύνης, και η συναισθηματική πρόσληψη της μακαριότητας. Τι τον απομακρύνει; Η έγνοια για οτιδήποτε υλικό, οτιδήποτε ενδοκοσμικό, οτιδήποτε τον απομακρύνει από την ανενόχλητη επικοινωνία με το Θείο. Για τον Ορθόδοξο «τρόπο», η ενδοκοσμική δημιουργικότητα, ο μεθοδικός κοινωνικός βίος, η αυτοπειθαρχία δεν έχουν καμία σωτηριολογική αξία. Στην «καλύτερη» περίπτωση, η Ορθόδοξη πρακτική ενθαρρύνει την παθητική αποδοχή της καθεστηκυίας τάξης, είτε ως αποδεκτή από τον Θεό, είτε ως άνευ αξίας για την πραγματική (μεταθανάτιο) ζωή. Στην χειρότερη, την απορρίπτει πάραυτα.
Αυτός ακριβώς είναι ο διανοητικός και ψυχικός προσανατολισμός που, σε ένα εκκοσμικευμένο πλαίσιο, δεν επιτρέπει την συγκρότηση μιας σύγχρονης και εύρωστης φιλελεύθερης δημοκρατίας. Μία φιλελεύθερη δημοκρατία αναγκαστικά βασίζεται στον μεθοδικό, δημιουργικό, και έμπιστο ενδοκοσμικό βίο. Βασίζεται στην πεποίθηση ότι ο κόσμος που δημιουργούμε όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά έχει αυταξία και γι' αυτό πρέπει να τυγχάνει σεβασμού και αναγνώρισης. Μία φιλελεύθερη δημοκρατία δίνει, πρέπει να δίνει, αξία στο ενδόκοσμο και να αδιαφορεί για το επέκεινα. Είναι οι δημοκρατικοί θεσμοί και η αφοσίωση σε αυτούς και στην καθημερινή πραγμάτωσή τους, και όχι τα δημοκρατικά συναισθήματα ή τα δημοκρατικά μεταφυσικά οράματα, που αποτελούν δημοκρατία.
Στην Ελλάδα, η συνύφανση και η σύνδεση της ορθόδοξης θρησκείας (θρησκευτικές τελετές) με την πολιτική θρησκεία (πολιτειακές τελετές) συνέδεσαν πνευματικά και συναισθηματικά τον πιστό με τον πολίτη δημιουργώντας την εντύπωση ότι η ασχολία με την πολιτική και την δημοκρατία δεν διαφέρει με την ασχολία της σωτηρίας της ψυχής μας. Ο Μίκης Θεοδωράκης, πριν μερικά χρόνια, το δήλωσε αφοριστικά: «Επανάσταση είναι Ανάσταση».
Δεν χρειάζεται να είσαι πιστός χριστιανός για να πιστεύεις σε κάτι τέτοιο. Καθώς λείπει ένας αυτόνομος εκκοσμικευμένος τελετουργικός λόγος που να τονίζει την αξία της ενδοκοσμικής ζωής, ο θρησκευτικός τρόπος έχει διαχυθεί αποφασιστικά και στην κοσμική νοοτροπία. Απόδειξη ότι σε πλήρη ομόνοια και ομοθυμία, θρησκευτικός και κοσμικός λόγος απορρίπτουν από κοινού την σύγχρονη εποχή, και θρηνούν για τον περασμένο κόσμο της παράδοσης και την χαμένη αυθεντική λαϊκή ψυχή. Δεν έχουμε παρά να συγκρίνουμε το δελτίου Τύπου της Δεύτερης τακτικής Συνεδρίας της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (3/10/2018), με την κυρίαρχη μουσική σκηνή στον τόπο μας. Η Νατάσα Μποφίλου (Βαβέλ), ο Τζίμυς Πανούσης (Νεοέλληνας), οι αδελφοί Κατσιμίχα (Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον), ο Διονύσης Σαββόπουλος (Κωλοέλληνες), οι Active Member (Μέρες παράξενες, Θαυμάσιες Μέρες) δεν αποτελούν παρά τυπικά παραδείγματα της επιρροής αυτής της αντι-κοσμικής, αντι-ενδόκοσμης, φοβικής νοοτροπίας στην νεοελληνική ψυχή: Ο σύγχρονος κόσμος είναι ανούσιος, ψεύτικος, απατηλός. Όσο για την λαϊκότερη σκηνή, το παράπονο, το μοιραίο, η ανωριμότητα, και η ματαιότητα περισσεύουν. Ο κόσμος είναι «ντουνιάς», και ο ντουνιάς είναι πάθη που πνίγουν τον αγαθό αλλά τελικά αδύναμο ανθρωπάκο.
Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι ουδεμία ελληνική τηλεοπτική σειρά ασχολείται με κάποιον σύγχρονο θεσμό, παρά μόνο με την παραδοσιακή οικογένεια και τα άτυπα παρεάκια, και τις περιπέτειές τους σε έναν επικίνδυνο και παράξενο σύγχρονο κόσμο. Αυτοί αποτελούν το νόημα της ζωής· όχι οι εντάσεις που ο άνθρωπος πρέπει να λύσει μέσα σε ένα σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον. Έτσι, η ζωή εντός ενός νοσοκομείου, πανεπιστημίου, κόμματος, υπουργείου, ιδρύματος, ουδόλως απασχολούν τους Έλληνες δημιουργούς. Η ζωή είναι αλλού.
Είναι ποτέ δυνατό να δημιουργήσουμε έναν σύγχρονο πολίτη σε ένα τέτοιο απαξιωτικό για τον σύγχρονο κόσμο ηθικό σύμπαν; Όχι. Μόνον νιχιλιστές και εγωιστές μπορεί να δημιουργήσει σε ποσότητες η κυρίαρχη ελληνική κουλτούρα, ανθρώπους που εγγίζουν τον κόσμο απαξιωτικά και ως εκ τούτου αρπακτικά. «Αφού ο κόσμος δεν έχει αξία, ορμώ και ό,τι αρπάξω».
Αυτό που ονομάζουμε «Ελληνικός λαϊκισμός» δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτός ο αντι-θεσμικός, αντι-ορθολογικός, αντι-πολιτικός θρησκευτικός προσανατολισμός σε εκκοσμικευμένη έξαρση. Όπως ο Ορθόδοξος τρόπος δεν αναγνωρίζει διαπροσωπική επικοινωνία και εμπιστοσύνη παρά μόνο διά μέσου του (νοητού) Χριστού, έτσι και εμείς ενωνόμαστε, όχι σε αυτεξούσιες ατομικές-πολιτικές συνδέσεις, αλλά μόνον δια μέσου ενός ζητήματος που μας ενώνει έμμεσα και συναισθηματικά, και μας δονεί αντιθεσμικά και συγκρουσιακά: η Μακεδονία, οι μετανάστες, το Μάτι, ο Ζακ, ο Κατσίφας, τα μνημόνια, το Πολυτεχνείο, κ.ο.κ. προσεγγίζονται ως ευκαιρίες σύγκρουσης του καλού και του κακού και όχι ως ευκαιρίες να διορθώσουμε τους θεσμούς μας και να φτιάξουμε μια πιο ολοκληρωμένη, πιο ευγενική, πολιτεία. Αφού εμείς έχουμε το απόλυτο δίκιο, οι απέναντι πρέπει να είναι το απόλυτο Κακό.
Η Εκκλησία έφτιαξε στην Ελλάδα έναν κακό πολίτη. Άθελά της. Καιρός να το αλλάξουμε. Όμως ο διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας είναι μόνον το πρώτο βήμα· τo δεύτερο και αποφασιστικό βήμα θα πρέπει να είναι η κατασκευή μίας εκκοσμικευμένης-φιλελεύθερης πολιτικής θρησκείας που θα δίνει αξία στην ενδοκοσμική δημιουργία, την συνεργατικότητα, και την ευγενική συνύπαρξη. Θα δίνει αξία όχι στην «Δημοκρατία» γενικά και αόριστα, αλλά στην Δημοκρατία Μας. Μόνον τότε θα νοιώσουν οι καταληψίες, οι μπαχαλάκηδες, και οι διεφθαρμένους αξιωματούχοι ότι οι πράξεις τους είναι αδιαμφισβήτητα αντιδημοκρατικές. Και μόνο τότε θα γίνει αδιαμφισβήτητα φανερό ποιοι πιστεύουν στην δημοκρατία και ποιοι όχι. Μέχρι τότε, δημοκρατία θα είναι αυτό που εγώ νοιώθω βαθιά μέσα μου ότι είναι δημοκρατία. Και όσοι δεν συμφωνούν μαζί μου είναι αδιαμφισβήτητα φασίστες.
*Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Διευθυντής του Διεθνούς Θερινού Σχολείου Cultural Trauma και Επισκέπτης Καθηγητής Yale University