Δυο κλασικές παγίδες είναι πάντα πιθανές για κάθε ανάλυση που επιχειρεί να εξηγήσει τα τρέχοντα. Η μια είναι η περιγραφική παγίδα, όπου ο παρατηρητής αναλίσκεται σε κατά το δυνατόν ακριβείς παρατηρήσεις. Η δεύτερη συνίσταται στην υπερβολικά σχηματική, ψευδο-θεωρητική παγίδα, απόρροια συνήθως κακοχωνεμένων ερμηνευτικών προσεγγίσεων που οι αναλυτές εισέπραξαν από δεύτερο χέρι και πασχίζουν να εφαρμόσουν.
Για παράδειγμα, την περίοδο που διανύουμε οι περιφερειακές ισορροπίες μετατοπίζονται αλλά – σε αντίθεση με πολλά που λέγονται – μετατοπίζονται αργά, με ασύμμετρους τρόπους και μάλλον προσεκτικά. Αυτό συμβαίνει εν μέρει λόγω της εξαιρετικά διστακτικής σύγκλησης στην οποία οδηγήθηκαν η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ, αρχικά λόγω της προσέγγισης της κυβέρνησης Ομπάμα στο Ιράν. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση Τράμπ από άλλη σκοπιά ευνόησε περαιτέρω αυτή την διστακτική σύγκλιση του Ριάντ και των συμμάχων του με το Ισραήλ. Ο Μπάϊντεν σήμερα φαίνεται να επιστρέφει εν μέρει σε αντιλήψεις της περιόδου Ομπάμα, με το Ιράν να αναμένει κάποια βελτίωση των σχέσεων με την Ουάσιγκτον και την Τουρκία να βλέπει πολύ θετικά μια τέτοια εξέλιξη. Ωστόσο ο θεμελιώδης για την περιοχή ανταγωνισμός Σαουδικής Αραβίας – Ιράν παραμένει σταθερά κυρίαρχος και δεν αλλάζει.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα σημαντικά ερωτήματα για την Ελλάδα διαμορφώνονται ως εξής: (α) πώς θα εξελιχθεί η νέα αμερικανική εξωτερική πολιτική για τα δικαιώματα και το κράτος δικαίου στη διεθνή σκηνή, (β) ποια καθεστώτα στην ευρύτερη περιοχή – από την Τουρκία μέχρι την Αίγυπτο – φαίνονται σταθερά και ποιά ενδέχεται να κινδυνεύσουν στο μεσοπρόθεσμο διάστημα και (γ) κατά πόσον η Άγκυρα επιτυγχάνει να χρησιμοποιεί τις σχέσεις της με το Κρεμλίνο για να επαναπροσδιορίσει τη θέση της απέναντι στη Δύση. Όπως ακριβώς εξηγούσα εδώ στο Liberal.gr το 2018, η προσέγγιση Ρωσίας – Τουρκίας εμπεριέχει και δομικά στοιχεία οπότε, παρά τις επιμέρους διενέξεις, είχε και εξακολουθεί να έχει μέλλον. Η Ρωσία επενδύει στις ρωγμές της ευρωατλαντικής συνεργασίας. Ευτυχώς η Ελλάδα δεν έπαιξε τελικά τον ρόλο του χρήσιμου ηλίθιου της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής.
Για την κυβέρνηση Μπάϊντεν, η Ρωσία του Πούτιν αναδεικνύεται ως μείζονος σημασίας πρόκληση για τη Δύση. Για το Κρεμλίνο, αυτός ο νέος κύκλος έντασης αποτελεί εξέλιξη μάλλον καλοδεχούμενη. Οι απελάσεις διπλωματών από την Μόσχα οδήγησαν σε κοινές δηλώσεις καταδίκης της Ρωσίας από την Γαλλία και την Γερμανία και μια – αυτή τη στιγμή – ενίσχυση του ευρωατλαντικού μετώπου.
Η έντονη κριτική που ασκείται από τη νέα κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον για τις κατάφωρες παραβιάσεις ατομικών δικαιωμάτων από το καθεστώς Πούτιν βρίσκει ανταπόκριση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε βαθμό που ο κ. Μπορέλ – μετά την ατυχέστατη παρουσία του στην Μόσχα – δήλωσε στο Ευρωκοινοβούλιο ότι θα ζητήσει από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία.
Ως προς την Τουρκία και τις όποιες ελληνικές και κυπριακές προσπάθειες για επιβολή κυρώσεων, είναι απίθανο στην ΕΕ οι δυνάμεις που τελικώς καθορίζουν τη συλλογική γραμμή να βάλουν στο ίδιο κάδρο Ρωσία και Τουρκία με επιβολή κάποιου είδους κυρώσεων και στις δυο. Κατά συνέπεια, όσο πλησιάζει το ενδεχόμενο κυρώσεων στην Ρωσία, τόσο απομακρύνεται το ούτως ή άλλως ασθενές ενδεχόμενο για κυρώσεις στην Τουρκία. Άλλωστε το Βερολίνο προωθεί συστηματικά την «θετική ατζέντα» απέναντι στην Άγκυρα. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει πως οι κυβερνήσεις σε Αθήνα και Λευκωσία δεν θα πρέπει να προσπαθήσουν και να επιμείνουν για τις κυρώσεις στην Τουρκία, εάν πρόκειται να συμφωνήσουν για κυρώσεις στην Ρωσία.
Είναι βεβαίως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η νέα κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον, ασκεί κριτική στο καθεστώς Ερντογάν όχι μόνο σε σχέση με τους S-400 και την επιλεκτική συνεργασία του με το καθεστώς Πούτιν, αλλά – επιτέλους – με αναφορά και στις εντεινόμενες αυταρχικές πρακτικές της Άγκυρας. Το 2021-22, για λόγους που έχω εξηγήσει διεξοδικά κατά καιρούς σε άρθρα, θα σφραγίσει την σχέση της Τουρκίας με τη Δύση, με πιθανότερο το σενάριο ακόμη μεγαλύτερης απομάκρυνσης και, τελικά, ρήξης.
Μια γενική στροφή των ΗΠΑ;
Αλλά τα αυταρχικά καθεστώτα του Πούτιν και του Ερντογάν δεν ήταν μόνα σε αυτό το πλαίσιο κριτικής και προειδοποιήσεων. Σε ένα βαθμό, παρόμοια αντιμετώπιση από τη νέα κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον έχει και η Σαουδαραβική απολυταρχία, της οποίας οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Υεμένη δεν υποστηρίζονται πια από τις ΗΠΑ. Παράλληλα, η συζήτηση έχει ξεκινήσει για το εάν θα έπρεπε να προχωρήσουν οι πωλήσεις (που συμφωνήθηκαν επί Τραμπ) οπλικών συστημάτων αξίας 36 δισεκατομμυρίων δολλαρίων σε ένα τόσο καταπιεστικό καθεστώς. Ενώ σε αμερικανικές πιέσεις φαίνεται να οφείλεται και η απελευθέρωση της ακτιβίστριας Loujain al-Hathloul στο Ριάντ.
Περί τίνος πρόκειται, τελικά; Πρόκειται για προσπάθεια αποφυγής της ρωσικής επιρροής, για την ανάδειξη μιας καθαρής φιλελεύθερης θέσης απέναντι στη σκιά του αναδυόμενου κινεζικού υποδείγματος, για την προάσπιση ενός αξιακού πυρήνα απέναντι σε φίλους και εχθρούς ή για την επιστροφή σε μια εργαλειακή αξιοποίηση δικαιωματιστικών κριτηρίων και ανθρωπιστικών επεμβάσεων; Πρόκειται – αυτή τη στιγμή – για ένα αβέβαιο μείγμα. Για ένα διάστημα, ας πούμε – σχηματικά – μεταξύ 1993 και 2009, η φιλελευθεροποίηση των κριτηρίων βάσει των οποίων αξιολογούνταν οι αποφάσεις περί εξωτερικής πολιτικής υπήρξε αδιαμφισβήτητη, παρότι οι στόχοι τους οποίους κλήθηκε να υπηρετήσει αυτή η φιλελευθεροποίηση ήταν πολλοί και διάφοροι.
Η επίκληση του προφανούς, ότι δηλαδή τα ανθρώπινα δικαιώματα συχνά χρησιμοποιούνται στην εξωτερική πολιτική και με τρόπους που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των κρατικών ηγεσιών, δεν μας απαλλάσσει από την ανάγκη αποτίμησης της σημασίας των συνεπειών που προκύπτουν από την αναγωγή των δικαιωμάτων σε γενικές αρχές πολιτικής. H πολύτιμη ιδέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων ως κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας αποτελεί έναν από τους πυλώνες του πολιτισμού μας.
Στο πρακτικό όμως επίπεδο, εδώ αναφερόμαστε σε δυο διακριτές πιθανότητες. Η υπεράσπιση αξιών στο εσωτερικό μιας συμμαχίας ή μιας ένωσης κρατών και στην περίμετρό της (συνεργαζόμενα ή/και υποψήφια προς ένταξη κράτη) δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την προβολή και – κυρίως – την πρακτική υποστήριξη αξιακών προτιμήσεων σε πλανητικό επίπεδο. Πρέπει να μάθουμε καλά τα μαθήματα από την «Αραβική Άνοιξη».
Βάσει εμπειριών όπως αυτή του γιουγκοσλαβικού πολέμου και των ανθρωπιστικών επεμβάσεων επί Κλίντον, η Ρωσία θεωρεί ότι έχει λόγους να αμφιβάλλει για τα πραγματικά κίνητρα των αξιακά προσανατολισμένων πολιτικών της Δύσης. Βάσει εμπειριών όπως αυτή της Κριμαίας και της γενικότερα αδυσώπητης εμμονής για κυριαρχία, η Δύση θεωρεί ότι έχει λόγους να αμφισβητεί τις δυνατότητες ειρηνικής συνύπαρξης με το Κρεμλίνο έξω από ένα πλαίσιο συνεχούς και πολυεπίπεδης αποτροπής.
Αλλά «η Δύση» είναι μια αφαίρεση ενώ το πλέγμα αυταρχικής εξουσίας στο Κρεμλίνο έχει συγκεκριμένη υλική υπόσταση, μέσα και σκοπούς. Το ερώτημα για την προεδρία Μπάϊντεν είναι κατά πόσον οι πολιτικές της τα επόμενα χρόνια θα ενισχύσουν τα συνεκτικά στοιχεία των ευρωατλαντικών σχέσεων και θα βοηθήσουν στη διαμόρφωση ενός πλαισίου μέσα στο οποίο διαφορές, συγκλίσεις και αποκλίσεις θα τυγχάνουν εποικοδομητικής διαχείρισης.
* Ο κ. Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ