H συνείδηση λειτουργεί κατά κανόνα με χρονοκαθυστέρηση. Αργεί να αντιληφθεί τις αλλαγές που συντελούνται γύρω της. Αργεί ακόμα περισσότερο να τις νοηματοδοτήσει.
Γι αυτό και οι άνθρωποι χρειάζονται χρόνο για να συνειδητοποιήσουν μια νέα πραγματικότητα. Και πολύ περισσότερο για να προσαρμοστούν σε αυτήν. Έχουν μάθει να ζουν και να σκέφτονται με έναν τρόπο. Τους είναι πολύ δύσκολο να μάθουν και να ακολουθήσουν έναν άλλο.
Είναι ο λόγος για τον οποίο ένα και πλέον χρόνο μετά την εμφάνιση του Covid 19 ο δημόσιος διάλογος συνεχίζεται, ωσάν η πανδημία που ο κορονοϊός προκάλεσε να μη συνιστά ένα πλανητικό γεγονός που διαχωρίζει τον ιστορικό και πολιτικό χρόνο σε ένα «πριν», στο οποίο δεν πρόκειται ποτέ ξανά να υπάρξει επιστροφή, και σε ένα «μετά», που κανείς δεν μπορεί να μαντέψει τι θα φέρει πλην ίσως των νέων πανδημιών με τις οποίες οι άνθρωποι θα πρέπει πιθανότατα να μάθουν να ζουν, αν δε βρουν τον τρόπο να προλάβουν την πλήρη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντός τους.
Επειδή όμως το ένστικτο αυτοσυντήρησης των ανθρώπων λειτουργεί απείρως γρηγορότερα από τη συνείδησή τους, δεν αποκλείεται καθόλου η τραυματική εμπειρία που συνιστά για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες η εξ αιτίας της πανδημίας στέρηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών τους, να ενεργοποιήσει από μόνη της πολιτικά ανακλαστικά σαρωτικού χαρακτήρα που θα αλλάξουν όχι μόνον την ατζέντα των δημοσίων συζητήσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και τις προτεραιότητες της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι η ανατροπή που κάνουν σήμερα στη Γερμανία οι «Πράσινοι» τείνει να προσλάβει ιστορικές διαστάσεις. Έγραφα χθες ότι βρίσκονται στην κορυφή του κύματος που σήκωσε η αδυναμία των κυβερνώντων, αλλά και των λοιπών παραδοσιακών κομμάτων, να διαχειριστούν την πανδημία και, κυρίως, να απαντήσουν στο ερώτημα που θέτουν όλο και περισσότεροι πολίτες για το τι πρέπει να αλλάξει για να μην υποχρεωθούν ξανά να επιλέξουν τη ζωή ή την ανάπτυξη. Και ότι ούτως εχόντων των πραγμάτων δεν αποκλείεται να κάνουν την έκπληξη υποσκελίζοντας την επί δεκαέξι ολόκληρα χρόνια κυρίαρχη γερμανική χριστιανοδημοκρατία και κερδίζοντας τις εκλογές του προσεχούς Σεπτεμβρίου.
Μετά τη δημοσιοποίηση των χθεσινοβραδινών δημοσκοπήσεων το μόνον σίγουρο είναι ότι η νίκη των «Πρασίνων» δε θα αποτελέσει για κανέναν έκπληξη. Έχουν ήδη πάρει ένα άνετο και δύσκολα ανατρέψιμο προβάδισμα που είναι πλέον θέμα ελάχιστου χρόνου να μετατραπεί σε παράσταση νίκης. Εφόσον αυτό συμβεί, μοιραία θα επιδράσει ως πολλαπλασιαστής της εκλογικής δυναμικής των «Πρασίνων» με αποτέλεσμα όχι μόνον να επικρατήσουν, αλλά και να το πετύχουν εξασφαλίζοντας μια συντριπτική νίκη.
Η σαραντάχρονη Ανναλένα Μπέρμποκ, που μοιάζει πλέον να οδηγεί το κόμμα της σε έναν εκλογικό θρίαμβο, μπήκε στην πολιτική το 2005, τη χρονιά δηλαδή που η Μέρκελ εκλέχτηκε για πρώτη φορά Καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Αν τη διαδεχθεί δε θα πρόκειται για μια απλή αλλαγή φρουράς. Θα πρόκειται για αλλαγή γενιάς. Και το κυριότερο θα πρόκειται για αλλαγή πολιτικού παραδείγματος.
Μετά τη Γαλλία, η Γερμανία φαίνεται να βρίσκεται κοντά στη λύση του προβλήματος που αποτελεί για τις Ευρωπαϊκές Δημοκρατίες το γεγονός ότι στην πραγματικότητα οι αντιπροσωπευτικοί τους θεσμοί εκπροσωπούνται από κόμματα που, όπως έχει προσφυώς θυμίσει ο Ζοζέπ Μπορέλ, είναι δημιουργήματα του 19ου αιώνα, με προγράμματα του 20ού, που καλούνται να διαχειριστούν προβλήματα του 21ου.
Στην κατηγορία ανήκουν τόσο τα προερχόμενα από τη χριστιανοδημοκρατική, όσο και τα προερχόμενα από τη σοσιαλδημοκρατική μήτρα.
Όπως η LAREM του Μακρόν έτσι και οι «Πράσινοι» της Μπέρμπακ είναι τα πρώτα μεγάλα ευρωπαϊκά κόμματα εξουσίας που γεννήθηκαν στον 21ο αιώνα για να απαντήσουν σε θεματικές προκλήσεις του 21ου. Ουδόλως τους ενδιαφέρει αν με τις απαντήσεις τους ταυτίζονται με δεξιά, κεντρώα ή αριστερά ακροατήρια. Τους αρκεί να συμφωνούν με τους πολίτες που έχουν τα προβλήματα που θέτουν και συμφωνούν με τις λύσεις που προτείνουν. Αν αυτοί ανήκουν στον μεσαίο χώρο ή στα άκρα, τους είναι απολύτως αδιάφορο.
«Η δημοκρατία έχει ανάγκη ανανέωσης», δήλωσε η Ανναλένα Μπέρμποκ από το Βερολίνο μόλις συμφώνησε με τον συμπρόεδρο των Πρασίνων Ρόμπερτ Χάμπεκ να είναι αυτή η υποψήφια για την Καγκελαρία. «Εγώ θέλω να είμαι η υποψήφια της ανανέωσης όταν οι άλλοι είναι οι υποψήφιοι του statu quo».
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που οι "Πράσινοι" κέρδισαν πέντε μονάδες (28%) μέσα σε τρεις μέρες, ενώ οι χριστιανοδημοκράτες έχασαν έξι (21%) με τους σοσιαλδημοκράτες να καταποντίζονται στην τρίτη θέση (13%).
Το ερώτημα είναι πόσοι άλλοι μπορούν να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους...