Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση ασκεί οικονομική πολιτική διαχείρισης ήττας, δηλαδή κάνει στοχευμένες παροχές αφενός για να περιορίσει το εύρος της διαφαινόμενης εκλογικής συντριβής, αφετέρου για να δυσκολέψει την μακροοικονομική διαχείριση της επόμενης κυβέρνησης, τονίζει στο Liberal.gr ο Μιχάλης Αργυρού.
Σχολιάζοντας το επικείμενο μπαράζ παροχών, ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Cardiff, εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα είναι και φέτος το μεγάλο θύμα της ψηφοθηρικής πολιτικής υπερπλεονασμάτων, προβλέπει ότι το 2019 θα προστεθεί στη χαμένη για την ελληνική οικονομία, προηγούμενη τετραετία, χαρακτηρίζοντας την πολιτική ΣΥΡΙΖΑ ως κλασικό case study προς αποφυγή που πρέπει να διδάσκεται στους μελλοντικούς φοιτητές.
Χαρακτηρίζει την Ελλάδα ως περίπτωση sui generis, που "εξακολουθεί να κυβερνάται από μια οπισθοφυλακή ξεπερασμένου κρατισμού", αποδίδει την άνοδο στις μετοχές και στα ομόλογα στο γεγονός ότι η αγορά προεξοφλεί τη θετική προοπτική από την επερχόμενη πολιτική αλλαγή, ενώ πιστεύει ότι υπάρχει πλέον το έδαφος για μια μεταστροφή σε πιο φιλελεύθερες πολιτικές.
Το αποδίδει στην σκληρή εμπειρία της κρίσης που όπως λέει «έχει κάνει τον κόσμο σοφότερο και πιο δεκτικό στις μεταρρυθμίσεις που χρειαζόμαστε για να πετύχουμε οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή».
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Την τριετία 2016-2018, η κυβέρνηση μοίρασε 2,2 δισ. ευρώ κοινωνικό μέρισμα, αλλά τα υπερπλεονάσματα άγγιξαν τα 14 δισ. ευρώ. Αφαιρέθηκε δηλαδή χωρίς λόγο από την οικονομία ρευστότητα 12 δισ. ευρώ, προκειμένου η κυβέρνηση να εξυπηρετεί κάθε φορά τις πολιτικές της επιδιώξεις, με θύμα την ανάπτυξη. Δεδομένου ότι και φέτος ζούμε το ίδιο έργο, πιστεύετε ότι το 2019 θα είναι μια ακόμη χαμένη χρονιά;
Πράγματι, το 2019 έρχεται να προστεθεί στη χαμένη, για την ελληνική οικονομία, τετραετία 2015-2018.
Τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής δημοσιονομικής πολιτικής όλο αυτό το διάστημα είναι η υπερφορολόγηση, η περικοπή του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων και η διατήρηση των ληξιπροθέσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα. Η πολιτική αυτή, η οποία είναι σαφέστατα αντιαναπτυξιακή τόσο σε βραχυχρόνιο όσο και μακροχρόνιο ορίζοντα, δεν αποσκοπεί στην επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3.5%, αλλά στη δημιουργία υπερπλεονασμάτων τα οποία χρησιμοποιούνται με αμιγώς ψηφοθηρικά κριτήρια.
Η αποτυχία της πολιτικής αυτής είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού: Την τελευταία τετραετία, ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης, η Ελλάδα είναι ουραγός στον τομέα της ανάπτυξης και των επενδύσεων, πρωταθλήτρια φόρων και απλήρωτων φορολογικών υποχρεώσεων, ενώ παράλληλα το δημόσιο χρέος αυξάνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Δυστυχώς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αφήνει στην επόμενη κυβέρνηση μια πολύ κακή δημοσιονομική, αλλά και γενικότερη οικονομική, κληρονομιά. Αφήνει επίσης στους μελλοντικούς φοιτητές οικονομικών ένα κλασσικό case-study λανθασμένης δημοσιονομικής και γενικότερης οικονομικής πολιτικής, που δείχνει πως μια διαδικασία οικονομικής ανάκαμψης, όπως αυτής που θεμελιώθηκε στην Ελλάδα την περίοδο 2012-14, μπορεί να ανακοπεί και να αντιστραφεί από μια ιδεοληπτική και μυωπική οικονομική ηγεσία.
- Σύμφωνα με πληροφορίες η κυβέρνηση εξετάζει να ανακοινώσει πακέτο φοροελαφρύνσεων που για φέτος θα αγγίζει το 1 δισ. ευρώ. Τελικά "λεφτά υπάρχουν"; Βλέπετε κίνδυνο δημοσιονομικού εκτροχιασμού;
Είναι προφανές ότι λεφτά δεν υπάρχουν, γιατί αν υπήρχαν το κοινωνικό κράτος δεν θα παρουσίαζε την εικόνα κατάρρευσης που παρουσιάζει σήμερα και το Δημόσιο δεν θα ήταν ο μεγαλύτερος οφειλέτης που υπάρχει στην Ελλάδα.
Βέβαια, η υπερφορολόγηση στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, δημιουργεί μια προσωρινή υπερβάλλουσα (σε σχέση με τους στόχους του προγράμματος) ρευστότητα, η οποία σκοπίμως δημιουργείται, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ψηφοθηρικά.
Αυτό που παρακολουθούμε σήμερα στην Ελλάδα είναι το φαινόμενο που στην οικονομική βιβλιογραφία ονομάζεται πολιτικός οικονομικός κύκλος: Ενόψει εκλογών μια απερχόμενη κυβέρνηση κάνει στοχευμένες προεκλογικές παροχές, αφενός μεν για να μειώσει το εύρος της διαφαινόμενης ήττας της στις επόμενες εκλογές, αφετέρου δε για να δυσκολέψει την μακροοικονομική διαχείριση της επόμενης κυβέρνησης, αποσκοπώντας να της δημιουργήσει πολιτικό κόστος στις μεθεπόμενες εκλογές.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση ασκεί οικονομική πολιτική διαχείρισης ήττας και συνειδητά δημιουργεί λογαριασμούς που δεν επιβαρύνουν μόνο την επόμενη κυβέρνηση αλλά, τελικά, τον Έλληνα φορολογούμενο.
- Τα παραπάνω, μαζί με το γεγονός ότι η διεθνής εικόνα της Ελλάδας, είναι μιας χώρας μακριά από την μέση ευρωπαϊκή κανονικότητα, πόσο επηρεάζουν τους επενδυτές ; Συνεχίζει να χαρακτηρίζεται διεθνώς ως sui generis, που προκαλεί την καχυποψία;
Η γνώμη μου είναι ότι η Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό συνεχίζει να αντιμετωπίζεται από τις διεθνείς αγορές ως περίπτωση sui generis την οποία οι επενδυτές αντιμετωπίζουν με καχυποψία. Αυτό είναι προφανές και στο πολύ υψηλό, σε σχέση με τις χώρες της υπόλοιπης ευρωπαϊκής περιφέρειας, κόστος δανεισμού του Δημοσίου και στις εξαιρετικά χαμηλές άμεσες επενδύσεις φυσικού κεφαλαίου.
Η οικονομική έρευνα έχει πολλαπλά καταδείξει ότι όταν μια χώρα δέχεται ένα πλήγμα οικονομικής και θεσμικής αξιοπιστίας όπως αυτό που υπέστη η Ελλάδα το πρώτο εξάμηνο του 2015, η εμπιστοσύνη των επενδυτών δεν μπορεί να επιστρέψει γρήγορα.
Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στην περίπτωση της Ελλάδας η οποία εξακολουθεί να κυβερνάται από μια οπισθοφυλακή ξεπερασμένου κρατισμού, που όχι μόνο δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει θέσεις εργασίας αλλά ακυρώνει και τις ήδη δρομολογημένες (η επένδυση του Ελληνικού αποτελεί κορυφαίο παράδειγμα).
Βέβαια, η προοπτική της επερχόμενης πολιτικής αλλαγής έχει βελτιώσει τις επιδόσεις των ελληνικών αξιών, όπως αυτή αποτυπώνεται στα δημόσια και εταιρικά ομόλογα καθώς και το χρηματιστήριο.
Σήμερα παρατηρούμε την ακριβώς αντίθετη εικόνα σε σχέση με το δεύτερο εξάμηνο του 2014. Τότε όλοι οι μακροοικονομικοί δείκτες ήταν σε τροχιά βελτίωσης αλλά οι ελληνικές αξίες έπεφταν, καθώς η αγορά προεξοφλούσε την οικονομική οπισθοδρόμηση που διαφαινόταν από την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση της χώρας.
Σήμερα, όλοι οι μακροοικονομικοί δείκτες βρίσκονται σε στασιμότητα ή χειροτέρευση (βλ. δημογραφικές εξελίξεις, επενδύσεις, παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα) αλλά οι ελληνικές αξίες ανεβαίνουν γιατί η αγορά προεξοφλεί μια οικονομική επανεκκίνηση της χώρας, υπό μια πολιτική ηγεσία φιλική προς την οικονομική και θεσμική σύγκλιση της χώρας προς την ευρωπαϊκή κανονικότητα.
-Παλαιότερα είχατε σχολιάσει ότι η σημερινή Ελλάδα σας θυμίζει Βρετανία της δεκαετίας του 1970, ότι όπως και εδώ, έτσι και εκεί, ήταν κατεπείγουσα η ανάγκη για βαθιές μεταρρυθμίσεις καθώς το κρατικίστικο μοντέλο έπνεε τα λοίσθια. Είναι αυτή η εικόνα, δηλαδή μιας χώρας που προχωρά με πολύ αργά βήματα, την οποία είδε η S&P και γι' αυτό δεν αναβάθμισε την ελληνική οικονομία;
Βεβαίως. Τόσο οι επενδυτές όσο και οι επενδυτικοί οίκοι όπως οι S&P κατανοούν το προφανές.
Όσο μια χώρα κυβερνάται από μια πολιτική ηγεσία που ομνύει πίστη στα κρατικίστικα μοντέλα της δεκαετίας του 1970, και πολύ περισσότερο όταν η ηγεσία αυτή δηλώνει θαυμασμό σε καθεστώτα τύπου Μαδούρο και Κάστρο, η οικονομική ανάπτυξη της χώρας αυτής θα έχει χαμηλή ή μηδενική οροφή. Η θέση της S&P και των επενδυτών αντανακλά το κεντρικό σημείο της θεμελιώδους σημασίας για τα σύγχρονα οικονομικά θεωρίας των D. Acemoglu και J. Robinson, όπως αυτή εκφράζεται στο πασίγνωστο πλέον βιβλίο τους υπό τον τίτλο “Why Nations Fail?”.
Η θεωρία των Acemoglu και Robinson αναδεικνύει το πολιτικό και οικονομικό θεσμικό πλαίσιο ως το βασικό προσδιοριστικό παράγοντα για τη μακροχρόνια οικονομική ευημερία και την κοινωνική συνοχή μιας χώρας.
Η κεντρική ιδέα είναι ότι η επίτευξη αυτών των ζητουμένων προϋποθέτει την ύπαρξη θεσμών που δίνουν κίνητρα στους ανθρώπους και τις επιχειρήσεις να δημιουργούν πλούτο, ο οποίος προστατεύεται από ένα κράτος δικαίου, το οποίο με τη σειρά του χαρακτηρίζεται από διάκριση των εξουσιών και εγγυάται ότι δεν είναι δυνατή η μονοπώληση εξουσίας από μειοψηφικές ομάδες συμφερόντων.
Σήμερα, ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια φορολογίας, έχει τον χαμηλότερο δείκτη οικονομικής ελευθερίας, το μεγαλύτερο βαθμό κρατικής παρέμβασης στην οικονομική ζωή, το λιγότερο αποτελεσματικό σύστημα δικαιοσύνης, το μοναδικό στο κόσμο κρατικό μονοπώλιο στο σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τις χειρότερες στην Ευρωζώνη θεσμικές επιδόσεις.
Παράλληλα κυβερνάται από μια πολιτική ηγεσία που πιστεύει ότι ««Μια από τις μεγάλες παθογένειες είναι η αυτονόμηση ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης και η κατάχρηση του ρόλου τους (δηλώσεις αν. Υπουργού Βερναρδάκη στη Βουλή)» και «Πήραμε την Κυβέρνηση αλλά όχι την εξουσία» (δηλώσεις αν. Υπουργού Παπαγγελόπουλου στην συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ).
Με ένα τέτοιο θεσμικό τοπίο και με μια κυβέρνηση εκτός τόπου και χρόνου, η χώρα δεν μπορεί να επιτύχει ούτε οικονομική ανάπτυξη ούτε κοινωνική συνοχή.
-Πιστεύετε ότι υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα το έδαφος για μια μεταστροφή προς την ιδεολογία της κεντροδεξιάς, και προς πιο φιλελεύθερες πολιτικές;
Ναι, και το πιστεύω για δύο λόγους.
Πρώτον, γιατί το ελληνικό ιστορικό και πολιτιστικό υπόβαθρο είναι κατεξοχήν ευνοϊκό για την ύπαρξη ενός φιλελεύθερου οικονομικό συστήματος. Ο Έλληνας είναι παραδοσιακά ανεξάρτητος μικροκαλλιεργητής ή αυτοαπασχολούμενος, ιδιοκτήτης ατομικής περιουσίας και σκεπτικός έναντι οποιασδήποτε έκφρασης κεντρικής εξουσίας. Ένας τέτοιος τύπος homo-economicus εξορισμού δε θέλει υψηλή φορολογία και υψηλή κρατική επέμβαση στην οικονομική του ζωή.
Δεύτερον, γιατί η εμπειρία της κρίσης έχει μάλλον πείσει τον μέσο Έλληνα ότι η επιστροφή στο προ-κρίσης οικονομικό καθεστώς δεν είναι εφικτή. Ο μέσος ψηφοφόρος πίστεψε δύο φορές το αντίθετο, τη μια με το «λεφτά υπάρχουν» του κ. Παπανδρέου και την άλλη με το «θα σκίσουμε τα Μνημόνια με ένα νόμο και ένα άρθρο» του κ. Τσίπρα, και δύο φορές βρέθηκε σε χειρότερη θέση από πριν.
Η σκληρή εμπειρία της κρίσης νομίζω ότι έχει κάνει τον κόσμο σοφότερο και πιο δεκτικό στις μεταρρυθμίσεις που χρειαζόμαστε για να πετύχουμε οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή.
Η κυβέρνηση το αντιλαμβάνεται αυτό και ενόψει εκλογών, θυμάται τώρα τη μεσαία τάξη και δηλώνει την ανάγκη μείωσης της υπερ-φορολόγησης στην οποία την υπέβαλλε. Με βάση τα πεπραγμένα της κυβέρνησης η αξιοπιστία των δηλώσεων αυτών είναι ανεπαρκής, σε κάθε περίπτωση όμως, αποτελούν δείγματα μιας θεμελιώδους αλλαγής στο ελληνικό πολιτικό περιβάλλον: Το κεντρικό οικονομικό διακύβευμα σε επίπεδο κοινωνίας, δεν είναι πλέον ποιος μπορεί να προστατεύσει καλύτερα το κρατικίστικο μοντέλο, γιατί ο κόσμος καταλαβαίνει ότι αυτό χρεοκόπησε οριστικά – το ερώτημα είναι ποιος μπορεί να εγγυηθεί περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες δουλειές στο σύνολο της οικονομίας, και ποιος μπορεί να εγγυηθεί καλύτερο κοινωνικό κράτος με χαμηλότερη φορολογία. Και στα ερωτήματα αυτά, το πλεονέκτημα της κεντροδεξιάς είναι αναμφισβήτητο.
* Μιχάλης Αργυρού, αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Cardiff, μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωσταντίνος Καραμανλής και αναπληρωτής γραμματέας Στρατηγικού Σχεδιασμού και Επικοινωνίας της ΝΔ.