Του Σάκη Μουμτζή
Αυτό που ζούμε αυτές τις ημέρες θα μπορούσαμε να το πούμε και «πολιτικό μπιζιμποντισμό». Μια άσκοπη κατανάλωση πολιτικής ενέργειας για την διαδοχική παραγωγή γεγονότων, με άγνωστο αποτέλεσμα.
Ήταν αναμενόμενο αυτό το φαινόμενο. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπολείπεται στις δημοσκοπήσεις με διαφορές—κατά γενικήν ομολογία –μη αναστρέψιμες. Είναι λογικό να προσπαθήσει να τις ψαλιδίσει, αλλάζοντας συνεχώς την πολιτική ατζέντα, μήπως τελικά μέσα από αυτήν την υπερπροσπάθεια πετύχει κάτι. Η στρατηγική της ηγετικής του ομάδας έχει τριπλό στόχο. Να αποτρέψει την αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας, να αποτρέψει η Νέα Δημοκρατία και το ΚΙΝΑΛ να συγκεντρώσουν τους 180 βουλευτές και να επιδιώξει το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ να κινηθεί στο 25% plus.
Επειδή στην πολιτική πάντα υπάρχει και ο αντίπαλος, σημασία έχει πώς θα αντιμετωπίσει αυτήν την φυσιολογική αντεπίθεση του ΣΥΡΙΖΑ το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με δεδομένο πως η εκάστοτε κυβέρνηση έχει το πλεονέκτημα της παραγωγής γεγονότων, τι θα κάνει η Νέα Δημοκρατία;
Αρχικά, η συνεχής αλλαγή της πολιτικής ατζέντας δεν σημαίνει πως λειτουργεί κάθε φορά θετικά για την κυβέρνηση. Ετσι η πρόθεση συμφωνίας με τον Ιερώνυμο φαίνεται πως τελικά θα δημιουργήσει αρνητικό ισοζύγιο, ενώ η αναθεώρηση του Συντάγματος θα δώσει την ευκαιρία στην Νέα Δημοκρατία να αναδείξει τις δικές της προτάσεις, με αιχμή του δόρατος την αναθεώρηση του άρθρου 16 για την Παιδεία. Τα όσα τραγικά διαδραματίζονται αυτές τις ημέρες στα Πανεπιστήμια βοηθούν την Νέα Δημοκρατία στο συγκεκριμένο ζήτημα, ενώ φαίνεται πως θα αποτελέσει μια από τις σημαίες του προεκλογικού της αγώνα.
Είναι τόσο εύκολα τα πράγματα για την Νέα Δημοκρατία; Φυσικά και δεν είναι. Άλλωστε η επανάπαυση είναι ο χειρότερος εχθρός της. Απλώς έχει όπλα να αντιμετωπίσει την αντεπίθεση του ΣΥΡΙΖΑ που έχει ημερομηνία λήξεως. Εκ των πραγμάτων και η παροχολογία θα σταματήσει και πάντα θα ελλοχεύει ο κίνδυνος του απρόβλεπτου γεγονότος, που είναι ο εφιάλτης κάθε κυβέρνησης.
Η Νέα Δημοκρατία αυτό που οφείλει να κάνει είναι, χωρίς ενοχικά σύνδρομα, να αναδεικνύει την φιλελεύθερη φυσιογνωμία της και να αντιληφθεί επιτέλους πως δεν δίνει εξετάσεις στην Αριστερά. Δεν μπορεί κάθε φορά, που τα φερέφωνα του ΣΥΡΙΖΑ την αποκαλούν είτε ακροδεξιά είτε «νεοφιλελεύθερη», αυτή να κλείνεται στο καβούκι της, ουσιαστικά απολογούμενη. Η Νέα Δημοκρατία ηγεμονεύει, πλήρως, στον κεντρώο –φιλελεύθερο χώρο και έχει εξασφαλισμένα τα νώτα της προς τα δεξιά.
Συγχρόνως, είναι η δεξαμενή ψήφων όλων αυτών που ιεραρχούν ως πρώτιστη επιλογή τους την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτοί είναι πάρα πολλοί, προερχόμενοι από διάφορους πολιτικούς χώρους. Πέραν του προβαδίσματος σε όλες τις δημοσκοπήσεις έχει μιαν αδιατάρακτη ενότητα, προφανώς και λόγω της προσμονής της εξουσίας. Έτσι, θα πρέπει να προβάλλει συνεχώς την εικόνα της ήρεμης δύναμης, που με αυτοπεποίθηση βαδίζει προς την νίκη.
Από την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητεί την νέα του φυσιογνωμία και ταλαντεύεται μεταξύ ριζοσπαστικής Αριστεράς και σοσιαλδημοκρατίας. Ένα κόμμα, και μάλιστα κυβερνητικό, που αναζητεί την ταυτότητα του βρίσκεται, εκ των πραγμάτων, σε μειονεκτική θέση, καθώς αυτή η αναζήτηση αποτυπώνεται στην κυβερνητική πρακτική του, προκαλώντας σύγχυση. Είναι δε ιστορικά διαπιστωμένο πως οι παροχές δεν έσωσαν καμιά κυβέρνηση.
Άρα εισερχόμαστε στην τελική ευθεία με την Νέα Δημοκρατία να διαθέτει ένα σαφές προβάδισμα, όχι μόνο δημοσκοπικό, αλλά κυρίως πολιτικό. Κρατώντας σταθερή πορεία και με επαγρύπνηση πάνω στο τιμόνι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.