Ο τρόπος της Δημοκρατίας

Ο τρόπος της Δημοκρατίας

Η πρωτόδικη διαδικασία για συγκεκριμένα εγκλήματα μελών της Χρυσής Αυγής, αλλά και για τον εν γένει τρόπο λειτουργίας της οργάνωσης, βαδίζει στο τέλος της. Με αποφάνσεις ξεκάθαρες, με διαδικασίες ακηλίδωτες και με μια γενική αίσθηση υπερίσχυσης της Δημοκρατίας.

Ας θυμηθούμε πώς κινήθηκε και από τι πέρασε η διαδικασία, από τη στιγμή που, με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, η Πολιτεία αποφάσισε να αναλάβει τις ευθύνες της.

Συγκρότηση πλήρους ανακριτικού φακέλου και άσκηση ποινικής δίωξης με συσχετισμό προσώπων, δομών και πράξεων.

Εξαντλητική ακροαματική διεκπεραίωση με πάνω από 300 μάρτυρες και δυνατότητα έκφρασης όλων των απόψεων.

Χαρακτηρισμός της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης υπό πολιτικό μανδύα και μη επιρροή του πολιτικού μανδύα στον ποινικό κολασμό. Διάκριση κατηγορουμένων αναλόγως των πράξεων στις οποίες συμμετείχαν, αλλά και αναλόγως της θέσης τους ως «διευθυντικών» ή απλών στελεχών της εγκληματικής οργάνωσης.

Επιβολή ποινών, για την καθεμία πράξη και σε κάθε πρόσωπο χωριστά –επίθεση κατά Αιγυπτίων ψαράδων, επίθεση κατά μελών ΠΑΜΕ, δολοφονία Φύσσα, διεύθυνση ή συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση- με ειδικά και όχι γενικά κριτήρια.

Αναγνώριση ελαφρυντικών εκεί που άρμοζαν (μεταμέλεια, απλή συνέργεια) και απόρριψη τους εκεί που δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του νόμου (πρότερος σύννομος βίος παρά την κατ’ εξακολούθηση συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, συνδρομή εξωτερικών παραγόντων όπως η μακρά διάρκεια της δίκης).

Απόρριψη ασύστατου αιτήματος εξαίρεσης μελών του Δικαστηρίου.

Κατανομή των ποινών ανάλογα με τη βαρύτητα των πράξεων –με τις ποινές να κινούνται στα ανώτατα όρια για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας και της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης.

Συγχωνεύσεις ποινών σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες -που είχαν, μεταξύ άλλων, ως αποτέλεσμα την επιβολή μεγαλύτερης κατά δυο μήνες ποινής σε ένα διευθυντικό μέλος της οργάνωσης σε σχέση με τον αρχηγό της.

Και, τις αμέσως επόμενες ημέρες, απόφανση περί ανασταλτικού αποτελέσματος, κλείσιμο της φάσης αυτής και έναρξη των προβλεπόμενων από το νόμο συνεπειών.

Αναμφίβολα το κομβικό σημείο της όλης διαδικασίας ήταν ο χαρακτηρισμός της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης. Εκεί πάτησαν όλα: η αποκαθήλωση του επιχειρήματος περί μεμονωμένων πράξεων που διεξάγονταν χωρίς κεντρικό σχεδιασμό και κάθε φορά από την αρχή, η σύνδεση των πράξεων με την οργανωτική δομή που βρισκόταν πίσω της, η απάντηση στο ερώτημα περί κινήτρων: τα θύματα υπήρξαν θύματα μόνο και μόνο γιατί ήταν ιδεολογικοί αντίπαλοι προς εξαφάνιση, στα μάτια των δραστών «υπάνθρωποι», όπως τους ονομάζει στη συγκλονιστική αγόρευση-βιβλίο του ο εκ των συνηγόρων Θανάσης Καμπαγιάννης.

Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» δεν είχε καμία επιρροή σε όλα τα παραπάνω, η ορθή, ωστόσο, ανάλυση και ερμηνεία των στοιχείων του φακέλου και όσων ήρθαν στο φως στο δικαστήριο συντέλεσαν, κόντρα στην εισαγγελική πρόταση, στην ανάδειξη της δικαστικής κρίσης ως λογικής, δίκαιας και, σε ένα βαθμό, καθαρτήριας.

Δεν πήγαν όλα τέλεια. Η μεγάλη καθυστέρηση οφείλεται και σε πρακτικές «δυσκολίες» που θα μπορούσαν, και θα έπρεπε, να είχαν λυθεί εγκαίρως: προβλήματα με την αίθουσα, ένας μόνο γραμματέας, δικονομικές κωλυσιεργίες που δεν βρέθηκε τρόπος να ξεπεραστούν, αδικαιολόγητες αγκυλώσεις του κρατικού μηχανισμού. Η εισαγγελική πρόταση σε σχέση με την εγκληματική οργάνωση βασιζόταν και σε νομικές παρανοήσεις αλλά και σε παραποιήσεις στοιχείων και καταθέσεων.

Η προσπάθεια εξαγωγής πολιτικού/κομματικού κέρδους, καθώς η διαδικασία όδευε προς το τέλος, υπήρξε, και παραμένει, πιο σοβαρό θεσμικό ατόπημα, κατά τη γνώμη μου, από μια επιχείρηση επηρεασμού του αποτελέσματος μέσα από δημόσιες εκδηλώσεις που δεν μπορούσε –και αντικειμενικά: οι δικαστές είχαν ήδη λάβει τις αποφάσεις τους- να ευοδωθεί.

Ούτε η Δημοκρατία έλυσε πλήρως και τελειωτικά τους λογαριασμούς της με το γονατισμένο σήμερα μόρφωμα. Στο ποινικό πεδίο υπάρχουν ακόμα στάδια, με πιθανότητα ανατροπών αλλά και ενδυνάμωσης του αποτελέσματος. Σε επίπεδο επιρροής, κάτι πρέπει να γίνει με την αποδειχθείσα διείσδυση της ιδεολογίας και της δράσης της Χρυσής Αυγής σε θυλάκους της Αστυνομίας. Στον πολιτικό στίβο, την απάντηση, που δεν θα είναι ποτέ οριστική αλλά θα χρειάζεται διαρκή επιβεβαίωση, ιδίως στους δύσκολους καιρούς, θα τη δώσει όχι ο διάχυτος «λαός» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της πρόσκαιρης συγκίνησης, αλλά ο λαός ως κοινωνία και ως εκλογικό σώμα.

Γι’ αυτό η συζήτηση για τα πολιτικά δικαιώματα έχει θεωρητική κυρίως σημασία και μπορεί, παρά τις νομοθετικές αστοχίες, να «εξουδετερωθεί» από τη λαϊκή ετυμηγορία. Πολλή φαντασία, που πρέπει πάντως να βρεθεί, απαιτεί η περίπτωση του καταδικασθέντα ευρωβουλευτή, ώστε, ακόμα κι αν δεν χάσει τυπικά την ιδιότητα, να μην μπορεί να ασκεί, και να αμείβεται, για έργο που εκθέτει και τη χώρα μας και την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη δημοκρατία.

Στο ανθρώπινο, το πιο σημαντικό ίσως πεδίο σε κάθε δίκη, και πάντως σίγουρα σε αυτή τη δίκη, ο Παύλος Φύσσας θα συνεχίσει να λείπει από την οικογένεια, τους φίλους του, τη μικρή κοινωνία της γειτονιάς του και τη μεγάλη μιας χώρας στην οποία έγινε μετά θάνατον σύμβολο. Οι δαρμένοι και κακοποιημένοι μετανάστες, συνδικαλιστές, ακτιβιστές, για τα εγκλήματα που δικάστηκαν αλλά και για όσα, και είναι πολλά, συνέβησαν χωρίς να φθάσουν στα δικαστήρια ή στο φως της ημέρας, δεν θα ξεχάσουν τον εφιάλτη της βίας και το ποδοπάτημα της αξιοπρέπειας τους. Αλλά όλοι αυτοί, και μαζί οι στενότεροι και ευρύτεροι κύκλοι που, είτε τους άγγιξε άμεσα είτε όχι η δράση της Χρυσής Αυγής, συνθέτουν μια χώρα, σε πείσμα των περιστάσεων, ακόμα όρθια, αναπνέουν λίγο καλύτερα –λίγο πιο ελεύθερα- μετά το αποτέλεσμα αυτής της δίκης.

Είναι λάθος να λέγεται ότι η Δημοκρατία δεν εκδικείται αυτούς που την πολεμούν ή την εξευτελίζουν. Απλώς τη ρεβάνς την παίρνει με τα δικά της όπλα –που είναι τα όπλα των θεσμών και όχι τα όπλα της βίας.