Του Κώστα Μήλα*
Στο τέλος της παρούσας εβδομάδας, το spread μεταξύ των 10-ετών ελληνικών ομολόγων και των αντίστοιχων γερμανικών έφτασε κάποια στιγμή να υποχωρεί στο 3,65%. Πρόκειται για μία μικρή αποκλιμάκωση σε σύγκριση με τον Αύγουστο του 2018 οπότε και βγήκαμε από τα Μνημόνια (sic). Πράγματι, τότε η απόδοση του 10ετούς κινούνταν στο 3,89%.
Με άλλα λόγια, το επενδυτικό ρίσκο των ελληνικών κρατικών ομολόγων (αφού ληφθούν υπόψιν οι εξελίξεις στην μεταβολή των «σίγουρων» γερμανικών ομολόγων) σαφέστατα και βαίνει μειούμενο αλλά δυστυχώς με αργό ρυθμό. Οι διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές φαίνονται διαθέσιμες να «ψηφίσουν» τα ελληνικά ομόλογα αλλά με εξαιρετικά συντηρητικό τρόπο. Γιατί λοιπόν παρατηρείται μικρή, μέχρι και σήμερα, αποκλιμάκωση και τι θα οδηγούσε στην επιτάχυνσή της;
Ξεκινώ με την παρατήρηση ότι η Ελλάδα έχει δεσμευθεί σε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και κοντά στο 2% του ΑΕΠ από το 2023 μέχρι και τις αρχές του 2060. Το 3,5% αποτελεί εξαιρετικά μεγάλο και ταυτόχρονα αυστηρό πλεόνασμα το οποίο έχει κάποια λογική, λόγω του οικονομικού μας... παρελθόντος. Ο λόγος είναι εξαιρετικά απλός: Παρ'' ότι εξήλθαμε των μνημονίων, ο θεσμοί εξακολουθούν να μην μας εμπιστεύονται σε μακροχρόνιο διάστημα 40 ετών και βάλε. Η δέσμευση του 3,5% λειτουργεί τόσο θετικά, όσο και αρνητικά για τις χρηματοοικονομικές αγορές.
Από την μία πλευρά, η τήρηση του 3,5% (και κατόπιν του 2%) καθησυχάζει τους επενδυτές ότι καταρχήν η σημερινή κυβέρνηση, και εν συνεχεία οι όποιες μελλοντικές, δεν θα οδηγήσουν τη χώρα σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό, ήτοι σε υψηλά αντιπαραγωγικά ελλείμματα και εξαιρετικά δυσβάσταχτο χρέος.
Από την άλλη πλευρά, όμως, το 3,5% λειτουργεί και ως τροχοπέδη στην πολιτική μείωσης της φορολογίας η οποία θα βοηθούσε στην επιτάχυνση της ανάπτυξης από το 2,2% που η εκτιμά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Ε.Ε.) για την Ελλάδα το 2019, σε κάτι υψηλότερο. Κάτι που σε μεγάλο βαθμό εξηγεί γιατί η μέχρι σήμερα αποκλιμάκωση του spread είναι εξαιρετικά αργή.
Αντίρροπα στην περαιτέρω αποκλιμάκωση του ελληνικού spread κινούνται προς το παρόν οι εξελίξεις στο θέμα των τραπεζών και ειδικότερα στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Οι επενδυτές τηρούν στάση αναμονής ως προς τις συζητήσεις μεταξύ κυβέρνησης, τραπεζών και θεσμών, δίχως να φαίνονται ακόμα διατεθειμένοι να «ψηφίσουν» ελληνικά ομόλογα την στιγμή κατά την οποία, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν στο δυσθεώρητο 44,14% του συνόλου των δανείων, σε σύγκριση με το «μηδαμινό» 3,7% στην Ε.Ε.
Με απλά λόγια: εάν και εφόσον οι ελληνικές τράπεζες απαλλαγούν, σε μεγάλο βαθμό, από το «βαρίδι» των παραπάνω δανείων, τότε και μόνον τότε, οι διεθνείς επενδυτές θα «ψηφίσουν» Ελλάδα αφού, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και λόγω των επενδύσεων τους, θα πρέπει να κάνουν business με τις ελληνικές τράπεζες!
Αποτελεί κοινό μυστικό ότι οι (διεθνείς) επενδυτές απεχθάνονται το πολιτικό ρίσκο των εκλογικών αναμετρήσεων. Όχι όμως και τώρα, όπου οι δημοσκοπήσεις δείχνουν με σαφήνεια τον νικητή των εκλογών του 2019. Πολλώ μάλλον όταν με γυμνό οφθαλμό διαφαίνεται ότι η κυβέρνηση των 145 του ΣΥΡΙΖΑ συν τους 6 «πρόθυμους κομιστές λευκής επιταγής» πνέει τα λοίσθια.
Εκτίμηση του γράφοντος αποτελεί ότι η συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στο CNBC δίνει «σήμα» εν αναμονή Πρωθυπουργού ο οποίος πιστεύει σε πολιτικές βελτίωσης της ποιότητας των θεσμών και κανονισμών οι οποίες παροτρύνουν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα έτσι ώστε να δοθεί η πολυπόθητη ώθηση στην οικονομία μας.
Και τούτο επειδή η επιμονή στις διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες στοχεύουν στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, θα πολλαπλασιάσουν τα οφέλη μίας γενναίας μείωσης του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων από το 29% σήμερα στο 20% εντός διετίας στο οποίο στοχεύει ο κ. Μητσοτάκης. Κάτι που σίγουρα θα αποτιμήσουν θετικά οι διεθνείς αγορές.
ΥΓ : Ο κ. Τσακαλώτος, λόγω έστω ενός σαρδάμ, είπε στο CNBC ότι είναι πολύ πιθανόν να έχουμε κυβέρνηση ΝΔ. Νομίζω ότι είναι προτιμότερο να παραδεχθούν το σαρδάμ αντί να βγαίνει μετά το υπουργείο Οικονομικών και να διαψεύδει αυτό που ο έχων στοιχειώδη γνώση Αγγλικής καταλαβαίνει...
*Ο κ. Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής και Πρόεδρος του Ερευνητικού Τομέα στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool