Την προηγούμενη εβδομάδα το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF) έδωσε στη δημοσιότητα τη 15η ετήσια έκθεσή του για τις ανισότητες μεταξύ των δύο φύλων.
Τα αποτελέσματα για το 2021 είναι αποκαρδιωτικά σε παγκόσμιο επίπεδο και ιδιαίτερα για τη χώρα μας η οποία κατακρημνίστηκε κατά 14 θέσεις σε σχέση με την περσινή ετήσια έκθεση. Το γεγονός είδαμε να το σχολιάζουν μόνο στελέχη του ΚΙΝΑΛ και συγκεκριμένα η Ζέφη Δημαδάμα που είναι και η Αντιπρόεδρος Γυναικών του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η σιωπή και η αδιαφορία γυναικείων οργανώσεων που κατά δήλωσή τους δραστηριοποιούνται στην ενδυνάμωση της παρουσίας των γυναικών στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας μας ήταν και παραμένει εκκωφαντική.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη φετινή έκθεση του WEF η πανδημική κρίση πήγε πίσω κατά μια ολόκληρη γενιά το στόχο της εξάλειψης των διαφορών μεταξύ ανδρών και γυναικών και θα χρειαστούν 36 χρόνια για να εξαλειφθούν οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων, τόσο σε οικονομικό και σε πολιτικό επίπεδο, όσο και στην πρόσβαση στην εκπαίδευση, ακόμα και στις υπηρεσίες υγείας.
Κατά τον τελευταίο χρόνο, της πανδημίας, οι γυναίκες έχασαν σε συντριπτικά μεγαλύτερα ποσοστά τις θέσεις εργασίας τους συγκριτικά με τους άνδρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εργασίας (ΙLO), το ποσοστό των γυναικών παγκοσμίως που έχασε τη δουλειά του το 2020 φτάνει το 5%, έναντι 3,9% για τους άνδρες.
Το γεγονός ότι οι γυναίκες εργάζονται σε μεγαλύτερα ποσοστά στα τουριστικά επαγγέλματα και στην εστίαση είναι μία από τις βασικές αιτίες για την εκτόξευση της ανεργίας τους.
Η τάση αυτή βέβαια δεν είχε διαφύγει της προσοχής του ελληνικού Υπουργείου Εργασίας και συγκεκριμένα της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Δύο Φύλων.
Σύμφωνα με το 26ο Ενημερωτικό Σημείωμα που είχε δοθεί στη δημοσιότητα το Νοέμβριο του 2020 ήδη γίνεται λόγος για «εκθήλυνση της φτώχειας.
Ενώ τα μέτρα που ελήφθησαν για τη στήριξη της εργασίας ήταν κατά γενική ομολογία επιτυχημένα η ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στη χώρα μας μεγάλωσε. Η ανεργία των γυναικών αυξήθηκε τόσο σε απόλυτα νούμερα, όσο και σε σχέση με τους άνδρες. Τα ποσοστά αυτά θα ήταν μεγαλύτερα αν πολλές γυναίκες δεν αποφάσιζαν να βγουν εντελώς από την αγορά εργασίας για να ασχοληθούν με την οικογενειακή μέριμνα.
Δηλαδή, σε μια χώρα που η συμμετοχή των γυναικών στην εργασία είναι ήδη χαμηλή τον τελευταίο χρόνο μειώθηκε ακόμα περισσότερο εξαιτίας της πανδημίας.
Πιο πολύ από τα γεγονότα αυτά καθ’αυτά που ακολουθούν παγκόσμιες τάσεις που είθισται να επιδεινώνουν τα προβλήματα σε εθνικό επίπεδο, μας θορυβεί ότι το ζήτημα δεν κατέχει κεντρική θέση στο δημόσιο διάλογο. Λες και όλα αυτά αφορούν κάποια άλλη χώρα και όχι το μισό του πληθυσμού.
Εξ ίσου αποκαρδιωτική η αδιαφορία των γυναικείων οργανώσεων νέας κοπής που περί άλλων τυρβάζουν. Τελικά δεν είναι τυχαίο που οι επωνυμίες τους και η επικοινωνία τους γίνεται σε άλλη γλώσσα από την Ελληνική.
Η κυβέρνηση σίγουρα δείχνει πρόθυμη να ενισχύσει την ένταξη των γυναικών στην εργασία και το κάνει σε αρκετά επίπεδα. Και στο πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0» έχουν περιληφθεί κάποιες δράσεις για τις οποίες αναμένουμε να ενημερωθούμε αναλυτικότερα τους επόμενους μήνες.
Όμως καμία κυβέρνηση, όσο αγαθή και πρόθυμη και να είναι δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί σε προσδοκίες και υποχρεώσεις, αν δεν έχει από πάνω της άγρυπνο και αυστηρό το μάτι της κοινωνίας, των οργανώσεων των πολιτών και βέβαια του Τύπου.
Ήρθε η ώρα να ξυπνήσουμε όλοι και κυρίως όλες. Το γυναικείο ζήτημα είναι ένα βαθιά πολιτικό ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπίζεται με όρους πολεμικής σύγκρουσης και όχι ως ευκαιρία για σαχλά event και δημόσιες σχέσεις με την κυβέρνηση και τις εξουσίες.