Του Κώστα Μποτόπουλου
Για τον άνθρωπο που έσωσε το ευρώ, και παρεμπιπτόντως και την Ελλάδα, ο μεγαλύτερος τίτλος τιμής δεν είναι η αναγνώριση της προσφοράς του γενικά και αόριστα. Πιο σημαντική είναι η κατανόηση, από όσο το δυνατό περισσότερους Ευρωπαίους πολίτες και πάντως από την κοινότητα των «ειδικών», ότι οι βασικές αποφάσεις που πήρε και ο τρόπος που ερμήνευσε τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) δεν ήταν μόνο σκόπιμος από πολιτικής απόψεως αλλά και ορθός από επιστημονικής/οικονομικής. Αυτός, πιστεύω, ήταν ο στόχος της διάλεξης που έδωσε στην Ακαδημία Αθηνών, και γενικά της πρόσφατης παρουσίας του στην Ελλάδα, η οποία έκανε, όσους την παρακολουθήσαμε, συμμέτοχους σε μια στιγμή Ιστορίας.
Ο Μάριο Ντράγκι ανέλαβε τα ηνία της ΕΚΤ το 2011, στην πιο δύσκολη στιγμή του «ελληνικού προβλήματος», αμέσως μετά τη συνάντηση της Ντοβίλ ανάμεσα στον Σαρκοζί και τη Μέρκελ, που έστρεψε τις αγορές κατά της χώρας μας, όχι μόνο γιατί ξαφνικά αποδείχτηκε γυμνή, αλλά και γιατί οι μεγάλοι της Ευρώπης αποφάσισαν να μην την προστατέψουν. Ο προκάτοχός του, Ζαν-Κλοντ Τρισέ, είχε αποφύγει τις «μεγάλες κινήσεις», συμβάλλοντας και αυτός στην ελληνική απομόνωση και την επέκταση του συστημικού κινδύνου από μια χώρα σε ολόκληρη την ευρωζώνη, θέτοντας έτσι σε αμφιβολία την ίδια την επιβίωση του κοινού νομίσματος. Ο Ντράγκι αντιλήφθηκε αμέσως τις τρεις θεμελιώδεις παραμέτρους που καθόριζαν και το πρόβλημα και τη λύση του.
Πρώτον, το πιο κρίσιμο δεν ήταν τα οικονομικά μεγέθη, ούτε καν οι οικονομικές δομές, αλλά η εμπιστοσύνη που θα κατάφερνε, ή δεν θα κατάφερνε, να εμπνεύσει το ευρώ ως νόμισμα και ως πολιτικό σχέδιο. Δεύτερον, ως απότοκο του πρώτου, ο βασικός εγγυητής της σταθερότητας δεν μπορούσε να είναι άλλος από την ΕΚΤ και η ΕΚΤ δεν ήταν δυνατόν να φέρει εις πέρας μια τέτοια αποστολή στηριζόμενη μόνο σε συμβατικά εργαλεία νομισματικής πολιτικής και θέτοντας τη σταθερότητα των τιμών και την καταπολέμηση του πληθωρισμού εκτός συνολικού πλαισίου και υπεράνω του συστημικού κινδύνου.
Και τρίτον, ότι η οικονομική λοκομοτίβα της Ευρώπης, η Γερμανία, δεν επρόκειτο ποτέ να συναινέσει στην «ολιστική» αντιμετώπιση του Ντράγκι από τη στιγμή που αρνιόταν αυτή την ανάγνωση, όχι μόνο για θεωρητικούς ή ιστορικούς λόγους, αλλά γιατί έβλεπε ότι η κρίση τής πρόσφερε ευκαιρίες περαιτέρω ενίσχυσης της κυριαρχίας της - μιας κυριαρχίας που είχε καταστεί μονοκρατορία, λόγω της υποχώρησης της μόνης άλλης χώρας που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο, της Γαλλίας. Η σωτηρία του ευρώ και των χωρών που περισσότερο κλυδωνίστηκαν έπρεπε να περάσει μέσα από μια σύγκρουση - επιστημονική, αλλά και πολιτική, με την έννοια της επιβολής μιας θεώρησης πάνω σε μιαν άλλη.
Από εκεί προέκυψε το περίφημο «whatever it takes» του 2012 που επέβαλε, ουσιαστικά, την ΕΚΤ ως οιονεί «τελικό δανειστή» -ρόλο που δεν της απονέμουν οι Συνθήκες- υπό τη μορφή «τελικού εγγυητή» έναντι των αγορών, ρόλο τον οποίο κατέστησε αναγκαίο η κρίση. Για τον ίδιο λόγο συγκροτήθηκε, από το 2014 και μετά, το «πακέτο Ντράγκι»: μείωση επιτοκίων, ποσοτική χαλάρωση (Quantitative Easing - QE), εφεύρεση μη συμβατικών σταθεροποιητικών εργαλείων (όπως τα λεγόμενα TLTROs), που τελικά δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν ποτέ.
Αυτή η συστημική ανάγκη προκάλεσε, όταν τα σύννεφα άρχισαν να ξαναμαζεύονται πάνω από την ευρωζώνη, κυρίως λόγω της εγκληματικής επιπολαιότητας του Τραμπ, την επέκταση, πριν από δεκαπέντε μέρες, της ποσοτικής χαλάρωσης, την οποία ίσως μπορέσει να εκμεταλλευθεί και η Ελλάδα, και την πτώση των επιτοκίων κάτω από το μηδέν, που πιέζει τις τράπεζες και τις ασφαλιστικές εταιρείες αλλά επιτρέπει να υπάρχει ρευστότητα στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Όπως είπε στη εκδήλωση της Ακαδημίας ο «Έλληνας Ντράγκι», ο Λουκάς Παπαδήμος, ο Ιταλός κεντρικός τραπεζίτης κινήθηκε πάντα εντός του νόμιμου πλαισίου της ΕΚΤ, έστω και στα ακραία όριά του. Κι όπως είπε, και απέδειξε, ο ίδιος ο Ντράγκι, τις κινήσεις του δεν τις υπαγόρευσαν προσωπικές τάσεις ή προσκόλληση σε δόγματα, αλλά οι ανάγκες της συγκυρίας και τα διδάγματα της επιστήμης: όσο περισσότερο συντονισμένες είναι οι οικονομίες εντός μιας οικονομικής ζώνης, τόσο πιο πολύ και πιο ανώδυνα απορροφώνται οι κραδασμοί από συστημικά σοκ, όπως η κρίση του 2010.
Κι όσο πιο πολύ μοιράζονται τα βάρη, βοηθούν οι πιο εύρωστοι παίκτες τους εκάστοτε πιο αδύναμους, προσαρμόζεται το μίγμα νομισματικής πολιτικής και πείθει ένας κοινός θεσμός ως εγγυητής, τόσο λιγότερες δυνατότητες έχει η κρίση να σαρώσει στο πέρασμά της όχι μόνο μεμονωμένες οικονομίες, αλλά και το συνολικό ευρωπαϊκό σχέδιο. Δεν είναι ο Ντράγκι, αλλά η κρίση, η απόδειξη διά της ζωής, που κατέστησε αναγκαίο έναν αναπροσανατολισμό της ευρωζώνης προς μια στενότερη, πολιτικότερη και, στο βάθος, δημοσιονομική ένωση.
Μιλώντας ανοιχτά, στο τέλος της θητείας του και με αίσθηση δικαίωσης, για μια πορεία που έχει χαραχθεί και δεν μπορεί να αλλάξει, ο Ντράγκι θέλησε ίσως να ξορκίσει τις τρεις -ανοιχτές ακόμα- πληγές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: τον φανατισμό, την εθνικιστική οπτική και την υποχώρηση της λογικής.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 4 Οκτωβρίου