Οι ελίτ και το σκότος

Οι ελίτ και το σκότος

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Και ποιος δεν θαύμασε τον όμορφο νεαρό από το Μάλι, που αναρριχήθηκε σαν σκιά και σαν όνειρο σε εκείνη την πολυκατοικία και έσωσε το παιδάκι: μία σκηνή βγαλμένη, λες, κατευθείαν από ένα κόμικς με περιπέτειες υπερηρώων. Και πόσο δίκαιη και συγκινητική η επίσης άμεση αντίδραση του Προέδρου Μακρόν, που, χωρίς χρονοτριβή, προσέφερε στον εικοσιδυάχρονο μετανάστη τη γαλλική υπηκοότητα και, μαζί, ένα διορισμό στο Πυροσβεστικό Σώμα. Τα αξίζει και τα δύο —και με το παραπάνω— ο Μαμουντού Γκασαμά, του πρέπουν όλες οι τιμές. Γενναίος, αλτρουιστής, πραγματικός ήρωας, και μαζί ένα παλικάρι που πάλεψε να μεταμορφώσει το σώμα του από μία κοινή, μέσης τάξεως περιουσία, όπως αυτή που έχουμε όλοι, σε κάτι θαυμαστό και ζηλευτό — ένα σώμα της ελίτ, και των ολίγων.

Την ίδια στιγμή, φαντάζεται κανείς πόσο δυσκολεύει η τύχη όλων των υπολοίπων, που ξέρουν ότι δεν έχουν τις δικές του υπερδυνάμεις: δεν είναι τόσο γυμνασμένοι, δεν είναι με τίποτε τόσο γενναίοι και, ναι, δεν είναι τόσο αλτρουιστές. Είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι που η τύχη δεν τους φέρθηκε καλά μέχρι τώρα. Άνθρωποι που ζητούν μια δεύτερη ή μια τρίτη ή μια κάπως καλύτερη ευκαιρία, μα που έχουν ελάχιστες πιθανότητες να τους δοθεί. Η Ευρώπη αναζητεί μετανάστες για να σώσει το Ασφαλιστικό της, αλλά παράλληλα φωνάζει πως δεν μπορεί και δεν γίνεται να αλλοιωθεί. Άρα; Δεν ξέρω. Ίσως απλώς πρέπει κανείς να ξεχωρίσει από τη μάζα για να ελπίζει. Πρέπει να φτάσει να ανήκει σε μια κάποια ελίτ.

Αλλαγή σκηνικού. Βλέπουμε εδώ στην πολυκατοικία τον γιο ενός από τους θυρωρούς του συγκροτήματος, όταν έρχεται κάποια απογεύματα να τον βοηθήσει στη δουλειά ή απλώς να περάσει λίγη ώρα κοντά του. Είναι μικρότερος αυτός από τον Γκασαμά, μαθητής λυκείου ακόμα. Ένα επίσης όμορφο και ήσυχο παιδί. Και επίσης μετανάστης: Ρώσος. Τον λένε Σάσα. Τις προάλλες, καθισμένος πίσω από τη ρεσεψιόν, διάβαζε την «Καρδιά του σκότους» του Κόνραντ, σε μια παλιά αγγλική έκδοση. Ο Κόνραντ μού άρεσε και μένα όταν ήμουν παιδί, και σχεδόν συγκινήθηκα όταν τον είδα έτσι απορροφημένο από το βιβλίο — ένα ιδιαίτερο βιβλίο βέβαια, και κάπως ζοφερό, και ίσως και πράγματι δύσκολο λόγω θέματος. Είχαμε δει άλλες φορές το παλικάρι αυτό να κουβαλά αναψοκοκκινισμένο τον σάκο του με τη στολή, τα παπούτσια και τα μπαστούνια του χόκεϊ: παίζει σε μία σχολική ομάδα. Του πήγαινε πολύ. Αλλά το βιβλίο;

Το βιβλίο, μάθαμε αργότερα, ήταν για μια σχολική εργασία. Το παιδί αυτό, ο Σάσα, ανήκει πλέον σε μία ελίτ. Το σχολείο του είναι εξαιρετικά απαιτητικό, και οι απόφοιτοί του έχουν μεγάλα εφόδια ήδη από τα δεκαοχτώ τους. Ο Σάσα θα πρέπει να γράψει ένα εκτεταμένο δοκίμιο για τον Κόνραντ, και για μία σειρά άλλους κλασικούς συγγραφείς και μυθιστορήματα, πριν (και για να) πάρει το απολυτήριό του. Δεν αρκούν αυτά φυσικά για να πετύχεις στη ζωή σου — και τι αρκεί άλλωστε, θα πει κάποιος; Αλλά σε βάζουν να ξεκινήσεις αυτό τον αγώνα δρόμου (μετά πολλών εμποδίων) που είναι η ζωή, από πολύ προνομιακή θέση. Από εξαιρετικά προνομιακή θέση. Είσαι ήδη μπροστά από τους άλλους όταν ξεκινάς: βλέπουν την πλάτη σου.

Δυστυχώς, από την άλλη, δεν είναι πολλοί εκείνοι που μπορούν να καταλάβουν πλήρως τι σημαίνει να είσαι σε θέση να αναλύσεις εις βάθος είκοσι, τριάντα, άντε δέκα βασικά βιβλία πριν τελειώσεις το σχολείο. Πόσο δυναμώνουν όλα όσα σε διαμορφώνουν. Τι γυμναστική είναι για τον νου. Και πόσο σε ξεχωρίζουν από τη μάζα που στην καλύτερη περίπτωση ξέρει καλά να ξεχωρίζει και να επιβραβεύει τις ποιότητες των διαφόρων παικτών στα λογής ριάλιτι της τηλεόρασης.

Μαθαίνοντας για τον δεκαεφτάχρονο Σάσα, θυμήθηκα βέβαια όλη τη συζήτηση που κάναμε παλιά —σχεδόν σε μια άλλη ζωή, κι ας μην πέρασαν πάνω από πέντ'-έξι χρόνια όλα κι όλα αφότου ουσιαστικά τελείωσε— για τη θεσμοθέτηση και στην Ελλάδα των κουπονιών εκπαίδευσης στο δημόσιο σχολείο, που δεν θα στοίχιζε μεν τίποτε περισσότερο στο κράτος από όσο στοιχίζει σήμερα, αλλά θα παρείχε απολύτως ίσες ευκαιρίες και μία μεγάλη γκάμα επιλογών στην εκπαίδευση για όλους τους μαθητές, και θα μεταμόρφωνε άρδην —επιτέλους!— ένα συνολικά αποτυχημένο σύστημα που παράγει κουρασμένα, άβουλα και γέρικα παιδιά με συντρίμμια γνώσεων μέσα τους. Μία συζήτηση που, με την εκ των υστέρων γνώση και βλέποντας πλέον πόσο βάναυσα έχει χτυπήσει (και) την εκπαίδευση αυτή η κυβέρνηση, και μάλιστα σε κάθε της βαθμίδα, φαντάζει σαν βραδινό κουβεντολόι αφελών προσκόπων γύρω από τη φωτιά…

Ο Σάσα είναι γερός, δυνατός, και (ας υποθέσουμε) γενναίος και αλτρουιστής. Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να κάνει μία σπουδαία πράξη στη ζωή του, τέτοια που να συγκινούσε όσους την πληροφορούνταν. Μπορεί όμως και όχι. Όμως σίγουρα μπορεί σήμερα να κάθεται σε μια γωνιά και να απορροφιέται από τον Κόνραντ. Να μένει καθηλωμένος εκεί, και να σαγηνεύεται από το θρόισμα των σελίδων του βιβλίου του, όπως αυτές γυρίζουν ξεδιπλώνοντας την ιστορία που κρατούν μέσα τους. Αυτή τη δεξιότητα, που πλέον την έχουν ελάχιστοι σε τέτοιες ηλικίες, μέλη όλοι τους μίας ελίτ, τη διδάχτηκε. Αύριο, θα ξεχωρίζει ανάμεσα από χιλιάδες άλλους στην αγορά εργασίας. Θα ανήκει σε ένα πραγματικά ξεχωριστό σώμα εκλεκτών, και θα διαφεντεύει τις τύχες του — και ίσως και τις τύχες του κόσμου. Ίσως ακόμη και τις τύχες πολλών δικών μας παιδιών, αυτών με τα ριάλιτι, όταν θα ψάχνουν για δουλειά, όταν θα ζητούν μια δεύτερη ή μια τρίτη ή μια κάπως καλύτερη ευκαιρία.

Και, ναι: θα ξεχωρίζει εν πολλοίς και στην «αγορά συναισθημάτων»: τα βιβλία, ξέρετε, το έχουν αυτό, κι ας το ξεχνάμε στις προσθέσεις μας και στους υπολογισμούς μας — δεν σε ανεβάζουν ψηλότερα μόνο στη σκάλα του μυαλού, αλλά και της καρδιάς. Και να με συμπαθάτε που το λέω έτσι γλυκερά. Καμιά φορά, μόνο έτσι πρέπει να λέγονται μερικά πράγματα.

Κι εμείς; Εμείς τίποτα. Εμείς βρισκόμαστε στην καρδιά του σκότους.