«Να γινόμουν για μία μέρα πρωθυπουργός!» μια αποστροφή του λόγου που μεταχειρίζεται συχνά ο Έλληνας αν και η σχέση του με το κράτος, στο βαθμό που δεν είναι εχθρική, τουλάχιστον διακρίνεται από καχυποψία. Ποιο είναι, λοιπόν, το κράτος που θέλει διακαώς να κυβερνήσει;
Στο νέο του βιβλίο (Φάσεις και αντιφάσεις του ελληνικού κράτους στον 20ο αιώνα, 1910-2001, εκδ. Εστία) ο Καθηγητής Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος δίνει ένα καθαρό βλέμμα στην σύγχρονη ιστορία μας, διαγράφοντας μια γραμμή που πατά στέρεα στο ερευνητικό πεδίο, όσο και στο δοκίμιο, με επιμέρους ιστορίες και ενδεικτικά επεισόδια που το καθιστούν βασικό ανάγνωσμα ιστορικής αυτογνωσίας.
Μέσα από τις σελίδες του συνειδητοποιεί κανείς ότι πριν την περιπέτεια που αποκαλούμε οικονομική κρίση, η Ελλάδα έχει ζήσει και μεγάλες στιγμές. Ως την κρίση είχαμε ένα διάλειμμα ειρήνης και δημοκρατίας σαράντα πέντε ετών, μοναδικό στην ιστορία του ελληνικού κράτους με μια περίοδο οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας, έστω δανεικής. Τί μας περιμένει στην άλλη άκρη της ιστορικής περιπέτειας, άδηλον. Λίγες μέρες πριν την παρουσίαση του βιβλίου στην Ελληνοαμερικανική Ένωση (Τετάρτη 4/12, στις 20.00), ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος σκιαγραφεί στο Liberal μια «αλληλοπροσωπογραφία» του κράτους και του πολίτη.
Συνέντευξη στον Γιώργο Μυλωνά:
- Εκ Διός άρξασθε: πόσο κόστισε στον νέο Ελληνισμό η αποτυχία μας να καταλάβουμε τον Καποδίστρια;
Το βιβλίο μου περιορίζεται στην περιδιάβαση του ελληνικού 20ού αιώνα, όταν δηλαδή προχωρά ταχύτερα ο εκσυγχρονισμός του κράτους μας και συντονίζεται στις μεταρρυθμίσεις του πιο στενά με τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Παρά ταύτα, έχετε δίκιο ότι εξ αρχής η εκσυγχρονιστική παράταξη και οι φορείς της συναντούν εμπόδια και αντιστάσεις στο εσωτερικό. Είναι όμως φυσικό. Η πολιτική παράδοση της οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι ο φατριασμός και ο τοπικισμός (κι αυτό δεν είναι κάποιου τύπου μομφή, απλώς έτσι είναι), ενώ η κρατική οργάνωση ενός εθνικού κράτους απαιτεί συγκεντρωτισμό και κεντρική διαχείριση, εξ ου και ο Καποδίστριας αντιμετωπίζεται με τόση επιθετικότητα. Πάντως, εγώ δεν θέλω να δω την ελληνική ιστορία ως μια αέναη αντιπαράθεση καλών (εκσυγχρονιστών) και κακών (παραδοσιοκρατών), όπου συνήθως κερδίζουν οι “κακοί”. Πρώτα και κύρια διότι δεν κερδίζουν πάντα οι “κακοί”, αν κρίνουμε από την τεράστια πρόοδό μας τα διακόσια χρόνια της ανεξαρτησίας μας. Το αντίθετο μάλλον. Επιπλέον, διότι όπως προσπαθώ να εξηγήσω, ακόμη και οι εκσυγχρονιστές γειώνουν αναγκαστικά τα (συνήθως ξενόφερτα) μεταρρυθμιστικά τους σχέδια στις ελληνικές ιδιαιτερότητες και τα μπολιάζουν και με τις ιδέες των παραδοσιοκρατών. Η πραγματικότητα των μεταρρυθμίσεων είναι γκρίζα, και όχι άσπρο-μαύρο, και μεταξύ μας, δεν υπάρχει άλλος τρόπος αν θέλουμε κάτι να πετύχει και να βρει κοινωνική αποδοχή.
- «Το κράτος είναι ο μόνος τρομοκράτης», επιβιώνει όχι μόνο στους τοίχους, αλλά εξακολουθεί να φωλιάζει στη νεοελληνική ψυχή. Γιατί ο Έλληνας δε νιώθει άνετα με αυτό το κοστούμι;
Η ελληνική κοινωνία έχει γενικότερο έλλειμμα εμπιστοσύνης προς το μη οικείο, ιδίως σε αυτό που κατοικεί εκτός οικογένειας, άρα και προς τους κρατικούς θεσμούς. Είναι μάλλον αυτό ίδιον των πρώην αγροτικών κοινωνιών οι οποίες πέρασαν στην μετα-αγροτική φάση με πολύ απότομο και κάποτε βίαιο τρόπο. Χαρακτηρίζονται από χαμηλό κοινωνικό κεφάλαιο και είναι καχύποπτες και φοβικές. Οι Έλληνες, ειδικά, έχουν αναπτύξει με τα χρόνια μια εργαλειακή σχέση με το κράτος. Από τη μία το επικαλούνται με το παραμικρό, ακόμη και για πράγματα για τα οποία δεν είναι αρμόδιο, και πάντως μόνο σε αυτό αισθάνονται εργασιακή ασφάλεια, εξ ου και ακόμη αποτελεί τον προνομιακό εργοδότη στην χώρα. Στα χρόνια της μεταπολίτευσης μάλιστα μετατράπηκε στον κατεξοχήν προσοδοθηρικό μηχανισμό τμημάτων της κοινωνίας. Από την άλλη βέβαια, οι ίδιοι το βρίζουν και το περιφρονούν όταν τους θέτει κανόνες και υποχρεώσεις. Έτσι ζούμε την εξής σχιζοφρένεια: απαιτούμε περισσότερες προσλήψεις από το κράτος αλλά φοροδιαφεύγουμε μαζικά, συνεπώς καθιστούμε ανεπαρκείς τους πόρους του. Δείτε την παράνοιά μας. Μέσα στην ίδια οικογένεια, ο ένας είναι δημόσιος υπάλληλος και διεκδικεί καλύτερο μισθό, και την ίδια ώρα το άλλο μέλος εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας συμμετέχοντας όσο μπορεί στην γκρίζα παραοικονομία! Γι΄ αυτό και οι όποιες μεταρρυθμίσεις συναντούν χαμηλή νομιμοποίηση διότι η ελληνική οικογένεια αναπτύσσει τις δικές της στρατηγικές επιβίωσης οι οποίες μπορεί μεν να είναι ορθολογικές για την ίδια, οδηγούν όμως στον πλήρη ανορθολογισμό στο συλλογικό επίπεδο.
- Κατά τη μεταπολίτευση, ενώ ενισχύεται ο κρατισμός από το ΠΑΣΟΚ, ο φιλελεύθερος Μητσοτάκης (ο πρεσβύτερος) δεν κατορθώνει να τον περιορίσει, τουλάχιστον στο μέτρο που ήθελε, και ο νεότερος Καραμανλής τον ενισχύει.
Θυμηθείτε πόση αντίσταση γνώρισαν οι μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη του 1990-93, ειδικά από τις συντεχνίες και τα συνδικάτα, με αποκορύφωμα τα γνωστά έκτροπα των “Σταμουλοκολλάδων” για τα δημόσια λεωφορεία. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι στον κρατισμό συναντιούνται στην Ελλάδα τόσο ένα μεγάλο μέρος της Δεξιάς όσο και σύσσωμη η Αριστερά. Έχει φύγει πλέον από το επίπεδο της πολιτικής ιδεολογίας και συνομιλεί με ανθρωπολογικά δεδομένα, θα έλεγα. Το κράτος είναι η ιερή αγελάδα που όλοι θέλουν να απομυζήσουν. Περισσότερο από πατέρα είναι μητρικός κόλπος που μας κρατά ασφαλείς από τους εξωτερικούς κινδύνους, για να το πω με ψυχαναλυτικούς όρους. Αυτή η παθολογική μας εξάρτηση έχει οδηγήσει σε μια θολή διάκριση κράτους και κοινωνίας, και αυτό είναι πηγή συλλογικών κακών. Όταν ο εν γένει δημόσιος τομέας ελέγχεται σε τόσο μεγάλο βαθμό από τις διάφορες ομάδες συμφερόντων και υπάρχει πρωτίστως για αυτές, τότε χάνει την ιδιότητά του ως υπερασπιστής του δημόσιου συμφέροντος και λειτουργεί υπέρ ημετέρων. Αυτό είναι που δίνει και μονίμως την αίσθηση ενός άδικου κράτους. Αλλά τι να φταίει το ίδιο το “κράτος” έτσι όπως το καταντήσαμε;
- Ήταν ανέκαθεν έτσι;
Στο βιβλίο προσπαθώ να δείξω ότι δεν ήταν πάντα και παντού αναποτελεσματικό και ανορθολογικό το ελληνικό κράτος. Τόσο στην βενιζελική εποχή όσο και στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο κατάφερε να φέρει εις πέρας πολύ σύνθετα προγράμματα π.χ αποκατάστασης των προσφύγων, μεγάλων πολεμικών επιχειρήσεων, εκσυγχρονισμού της διοίκησης ή της εκπαίδευσης, αναπτυξιακά σχέδια κλπ. Δεν θα μπορούσαμε σήμερα να εξακολουθούμε (παρά την κρίση) να ανήκουμε στα πιο προηγμένα έθνη του πλανήτη αν δεν είχαν γίνει όλα αυτά. Και ήταν το αποτέλεσμα της αποτελεσματικής συνεργασίας ελίτ, διοίκησης και κοινωνίας -φυσικά και της άφθονης κατά καιρούς ξένης στήριξης. Δεν ισχύει με άλλα λόγια ότι το ελληνικό κράτος φέρει εκ γενετής παθογένειες, νομίζω απλώς ότι αυτές επιτάθηκαν κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες της ευμάρειας, παραδόξως.
- Πάντως, αμφιθυμική δείχνει η στάση του Έλληνα και έναντι της Ευρώπης. Στο βιβλίο σας τελειώνετε με ένα μεγάλο Έλληνα ευρωπαϊστή, τον Γιάγκο Πεσμαζόγλου. Παρά την άνοδο του εθνολαϊκισμού μετά το δημοψήφισμα του ''15, δεν έχουν αναδειχθεί τέτοιες φυσιογνωμίες σήμερα. Πού οφείλεται αυτό;
Η σχέση αυτή είναι αμφιθυμική από την πρώτη στιγμή της εθνικής επανάστασης του ''21, κι έχει έκτοτε περάσει από πολλές φάσεις αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να γίνει ισότιμη, με ευθύνη και των δύο πλευρών, για να είμαστε δίκαιοι. Κοιτάξτε, είμαστε ένα έθνος που για να υπάρξει, να αποκτήσει διακριτή και ισχυρή ταυτότητα και να σταθεί αυτόνομα στο νέο ανταγωνιστικό κόσμο των εθνικών κρατών που ξημέρωνε από το 19ο αιώνα και μετά ήταν φυσικό να κάνει χρήση της βαριάς κληρονομιάς της αρχαίας Ελλάδας, κι ας μην υπήρχε καμιά ιστορική συνέχεια. Τι άλλο του έμενε, εδώ που τα λέμε; Το θέμα είναι ότι έτσι το έβλεπαν και οι ξένοι που αναζητούσαν την αναβίωση του αρχαιοελληνικού κλέους μέσω του νεοκλασικισμού. Όμως αυτό το αλληλοκαθρέφτισμα του βλέμματος ήταν προβληματικό διότι σκόνταφτε πάνω στην πραγματικότητα. Ο καθρέφτης αυτός ήταν μονίμως παραμορφωτικός.
- Τι ήμασταν τότε;
Δεν ήμασταν παρά απλώς ένα μετα-οθωμανικό έθνος, πολύ προχωρημένο μεν σε σχέση με τις υπόλοιπες εθνοθρησκευτικές ομάδες της οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά με τις πολιτισμικές αναφορές του οθωμανικού παρελθόντος. Αυτές οι δύο αναφορές δύσκολα ταίριαζαν, όπως όταν ένα φαντασμένο Υπερεγώ πέφτει θύμα ενός αδύναμου Εγώ. Ωστόσο, οι ηγετικές ομάδες της επανάστασης, μέσα από μεγάλες συγκρούσεις βέβαια, έκαναν την επιλογή τους, και αυτή κοιτούσε σαφώς προς τη Δύση και τα κρατικά και κυβερνητικά της πρότυπα. Εδώ έγκειται, παρεμπιπτόντως, και η σημασία των ελίτ, να κάνουν αυτό που πρέπει και να μην είναι κοντόφθαλμες. Έτσι, τα πρότυπα ήρθαν όλα από τη Δύση αλλά με την προσαρμογή τους να υπακούει πάντα στις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Αυτό δημιουργούσε συνεχώς τριβές και ρήξεις με τις εκάστοτε προστάτιδες ξένες δυνάμεις οι οποίες μέσα από την πολιτισμική και στρατιωτική υπεροχή τους απογοητεύονταν από το αγαπημένο τους “παιδί,” και μερικές φορές παρενέβαιναν άγαρμπα ή και βίαια για να το νουθετήσουν. Το βιβλίο μου όμως ξεκινάει με ένα μότο του παλιού ιστορικού, Ουίλιαμ Μακνήλ, ότι ο δρόμος προς τη νεωτερικότητα δεν είναι ένας και μόνος. Εμείς, λοιπόν, διανύσαμε τον δικό μας, και παρά τις αντιφάσεις μας, ήταν συνολικά επιτυχημένος και πάντως φιλοδυτικός παρά την υπαρκτή αμφιθυμία
- Ο ρόλος των ξένων δυνάμεων ποιος ήταν;
Ας έχουμε υπόψη μας, σε σχέση με τα προηγούμενα που είπαμε, ότι υπήρχαν διαρκώς τα γεωπολιτικά δεδομένα που λόγω της άστατης περιοχής μας άλλαζαν πολύ συχνά θέτοντας επίσης συχνά την χώρα στο επίκεντρο των μεγάλων διεθνοπολιτικών ανταγωνισμών, τόσο τον 19ο αιώνα όσο και τον 20ό και 21ο. Δεν μπορείς δυστυχώς ή ευτυχώς να ξεφύγεις απολύτως από τον ντετερμινισμό της γεωγραφίας. Ο Μαρκ Μαζάουερ έχει υποστηρίξει ότι ήταν πάμπολλες οι φορές στην ιστορία μας που το ελληνικό κράτος βρέθηκε να πρωτοπορεί στις διεθνείς εξελίξεις, εξ ανάγκης και ερήμην του κάποτε. Αλλά εγώ αυτό το βλέπω ως ακόμη ένα επιχείρημα υπέρ του νεωτερικού χαρακτήρα του κράτους μας το οποίο εκ των πραγμάτων συμμετείχε ενίοτε ως πρωταγωνιστής σε όλα τα σύγχρονα μεγάλα διακυβεύματα του δυτικού κόσμου. Δεν είμαστε πάντα τελευταίοι, μερικές φορές τυχαίνει να βιώνουμε πρώτοι τις κατά καιρούς αντιφάσεις της νεωτερικότητας, και η πρόσφατη κρίση και η προσοχή που συγκέντρωσε η Ελλάδα παγκοσμίως, ήταν ακόμη μια τέτοια περίπτωση στην ιστορία μας.
- Αναφερθήκατε στο ρόλο των ελίτ. Υπάρχει η ανάγκη μια νέας ελίτ στον τόπο;
Κοιτάξτε, αυτά δεν γίνονται κατά παραγγελία ούτε στην τύχη όμως. Θέλω να σταθώ σε αυτό το θέμα. Οι σύγχρονες ελίτ δεν είναι ταξικές αλλά προκύπτουν μέσα από τους θεσμούς, και το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ένας βασικός τέτοιος μηχανισμός, αρκεί να προάγει την αριστεία, και να μην αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες. Ιδίως όμως η μέση εκπαίδευσή μας είναι σε κακά χάλια, νομίζω ουδέποτε στο παρελθόν ήταν τόσο προβληματική. Κατόπιν τούτου, τα πανεπιστήμια λίγα μπορούν να κάνουν για να διορθώσουν την κατάσταση, αφήστε που κι αυτά αντί να συζητούν τα μεγάλα ζητήματα του μέλλοντος αναλώνονται σε αρχαϊκούς καβγάδες πχ στο αν πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθεροι οι ναρκέμποροι και οι τρομοκράτες στους χώρους τους. Λες και υπάρχει ερώτημα... Διάβαζα σε μια πρόσφατη έρευνα της ΔιαΝΕΟσις ότι οι μαθητές των ιδιωτικών σχολείων στην Ελλάδα καταγράφουν σαφώς καλύτερες επιδόσεις στα τέστ της PISA. Εν συνεχεία, οι πιο εύρωστοι οικονομικά συνεχίζουν τις σπουδές τους σε ξένα πανεπιστήμια, ακόμη και σε αυτά της Κύπρου. Βλέπετε πόσο ταξική έχει γίνει η εκπαίδευσή μας, κι εμείς νομίζουμε το εντελώς αντίθετο; Αυτό οδηγεί εντέλει σε υπονόμευση της αριστείας η οποία κανονικά πρέπει να αντλεί ανθρώπινο κεφάλαιο ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης. Αν οι ΗΠΑ έγιναν πρωτοπόρες παγκοσμίως στον 20ό αιώνα το οφείλουν σε μεγάλο βαθμό στα θαυμαστά και ξακουστά πανεπιστημιακά τους ιδρύματα, τα οποία διαμορφώνουν τις νέες ελίτ και μάλιστα προερχόμενες αυτές από όλο τον κόσμο και με καθαρά κριτήρια αριστείας (σπουδάζουν εκεί με υποτροφίες). Αν οδηγήσετε στην ενδοχώρα της Αμερικής, ξαφνικά στο πουθενά, μπορεί να βρεθείτε πχ σε μια από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες των ανθρωπιστικών επιστημών του πλανήτη. Αναρωτιέσαι, μα τι δουλειά έχει εδώ αυτό; Κι όμως, ακριβώς αυτή η επένδυση στη γνώση είναι που έχει κάνει την χώρα πρωτοπόρο παγκοσμίως. Στην Γαλλία πάλι είναι ο ι λεγόμενες Μεγάλες Σχολές που κάνουν αυτή τη δουλειά, από τις εξετάσεις των οποίων περνούν μόνο οι καλύτεροι, και πολλοί εξ αυτών στελεχώνουν κατόπιν το κράτος. Οι οικονομίες της γνώσης στηρίζονται σε ένα και μόνο πράγμα: στο καταρτισμένο ανθρώπινο κεφάλαιο. Αντιθέτως, εμείς αφού το μορφώσουμε, το καλύτερο μεταναστεύει έξω, και αξιοποιείται από άλλα κράτη. Δεν μπορώ να το διανοηθώ αυτό το έγκλημα. Αυτός είναι και ο λόγος που στο βιβλίο αφιερώνω ειδικό κεφάλαιο στην ιστορία τού εκσυγχρονισμού της ελληνικής εκπαίδευσης, και στο εκκρεμές της που ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις και την αδράνεια.
- Για να μην βαλτώσουμε στην αδράνεια, βλέπουμε ότι ο παλιός κόσμος τελειώνει και μπαίνουμε στην ψηφιακή εποχή. Αναγκαστικά θα έχουμε ριζικές ανατροπές στην κοινωνία, και νέες πολιτικές. Τι πιστεύετε ότι πρέπει να σώσουμε από τη μέχρι τώρα εμπειρία μας από τη νεοελληνική ιστορία;
Η ελληνική κοινωνία υπήρξε στο παρελθόν μια πολύ δυναμική κοινωνία. Στην οθωμανική αυτοκρατορία ήταν η πιο δραστήρια εθνοθρησκευτική ομάδα στο εμπόριο, στη ναυτιλία, στα γράμματα. Είναι από εκείνες τις κοινωνίες που επένδυε πάντοτε και σταθερά στις σπουδές των παιδιών της ως προϋπόθεση ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, και συνεχίζει να το κάνει παρότι οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η πρόοδος την συντηρητικοποίησε, και φοβάται πλέον να πάρει τα ρίσκα που έπαιρνε στο παρελθόν για να προκόψει. Το ερώτημα σήμερα είναι σε ποια αντικείμενα πρέπει να επενδύσει, και αυτό είναι ένα ερώτημα που πρέπει να απασχολήσει πρωτίστως την πολιτεία και τα πανεπιστήμιά μας. Πρώτα και κύρια, πρέπει να συνδεθεί στενότερα η πανεπιστημιακή μόρφωση με την επαγγελματική κατάρτιση. Υπάρχουν στην Ελλάδα εργασιακοί κλάδοι που ζητούν καταρτισμένο προσωπικό και δεν βρίσκουν αυτό που θέλουν παρά την υψηλή ανεργία. Πρέπει επίσης το δημόσιο να αποκτήσει καλύτερο προσωπικό διότι το κράτος θα συνεχίσει να είναι ο εποπτεύων του εκσυγχρονισμού. Αλλά όλα θα παιχτούν στην καινοτομία και στην εξωστρέφεια της οικονομίας. Δεν νοείται να εξακολουθήσουμε να κάνουμε ό,τι κάναμε, διότι αυτό κατέρρευσε... Η 4η τεχνολογική επανάσταση θα αλλάξει συθέμελα την κοινωνική και οικονομική μας οργάνωση όπως έκαναν και οι προηγούμενες τρεις. Εμείς δηλαδή θα συνεχίσουμε να παρακαλάμε για μια θέση δημοσίου υπαλλήλου; Πρέπει να συζητήσουμε χωρίς ταμπού για το μέλλον μας. Είμαστε μια εκδυτικισμένη κοινωνία με σημαντικά πλεονεκτήματα όπως το ανθρώπινο κεφάλαιο ή το συγκλονιστικό φυσικό μας περιβάλλον, ας τα αξιοποιήσουμε δημιουργικά, μην φοβόμαστε.
- Οπότε, πρέπει να αισιοδοξούμε, εντέλει;
Θα σας έλεγα ότι είναι υποχρέωσή μας. Πρέπει να πω ότι μου κάνει εντύπωση το εξής. Βλέπω για παράδειγμα την έλξη που ασκεί ακόμη και σήμερα ο εμφύλιος πόλεμος και τα δράματά του στους νεότερους ανθρώπους, που δεν τον έζησαν καν, και ομολογουμένως απορώ με αυτή την τάση. Αντίθετα, ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος του 1940, που είναι ένας θρίαμβος από πολλές απόψεις για την Ελλάδα, βρίσκει λίγους ερευνητές. Τι μας ωφελεί αυτή η συνεχής κλάψα για φρικτές ιστορίες που συνέβησαν πριν σχεδόν 80 χρόνια; Έχουμε ροπή στη δραματοποίηση, και αυτήν την επιτείνουν οι διανοούμενοι και οι συγγραφείς μας. Κι όμως, έχουμε τόσες ωραίες ιστορίες να αφηγηθούμε για εκείνους που οικοδόμησαν την Ελλάδα και την έκαναν αυτό που είναι σήμερα, μεταξύ των πιο προηγμένων κρατών του κόσμου. Μεγάλες προσωπικότητες του δημόσιου βίου ή καταπληκτικά επεισόδια της εθνικής μας ιστορίας που εντυπωσιάζουν αναφορικά με την κοινωνική και οικονομική μας πρόοδο. Δεν μας αξίζει αυτή η εθνική μίρλα, είναι μια φθηνή πόζα που κάνει κακό στην αυτοπεποίθησή μας και την εικόνα του συλλογικού εαυτού μας. Όχι άλλος γραφικός ναρκισισμός, όχι όμως και άλλη αυτομαστίγωση.
* Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Γραμματέας Σύνταξης της Νέας Εστίας και τακτικός αρθρογράφος της Καθημερινής. Το βιβλίο του «Φάσεις και αντιφάσεις του ελληνικού κράτους στον 20ο αιώνα, 1910-2001» θα παρουσιαστεί στην Ελληνοαμερικανική Ένωση (Μασσαλίας 22) την Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου στις 20.00 από τους Ευάγγελο Βενιζέλο, Κωνσταντίνα Μπότσιου, Παναγή Παναγιωτόπουλο και συντονιστή τον Γιάννη Παλαιολόγο.