Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Συνομιλούμε με επαγγελματίες που έφυγαν από την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της Κρίσης, άλλους λιγότερο και άλλους περισσότερο γνωστούς. Σήμερα, έχουμε τη χαρά να απαντά στις ερωτήσεις μας ο Κωστής Πρασσάς, που στα 43 του χρόνια μετεγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη. Τον ευχαριστώ θερμά για όσα μάς εμπιστεύτηκε, όπως ευχαριστώ και εσάς για τις κοινοποιήσεις αυτής της συνέντευξης.
* * *
— Αγαπητέ κύριε Πρασσά, πείτε μας αρχικά: τι δουλειά κάνατε στην Ελλάδα πριν αποφασίσετε να πάτε στην Ισπανία, και επί πόσα χρόνια;
Κ.Π.: Από το 2000, όταν τέλειωσα τις σπουδές μου στη Μεγάλη Βρετανία και επέστρεψα στην Ελλάδα, εργαζόμουν ως ελεύθερος επαγγελματίας Μηχανολόγος Μηχανικός σε διάφορους τομείς, όπως βιομηχανικός σχεδιασμός, ασφάλεια και υγεία εργαζομένων, γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών και διαχείριση ποιότητας. Η τελευταία θέση εργασίας μου ήταν στην εταιρία για την οποία εργάζομαι τώρα στη Μαδρίτη, αλλά μέχρι πέρσι εργαζόμουν από απόσταση στην Ελλάδα και με κάποιον τρόπο «πάντρευα» έτσι την εμπειρία μου στα γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών και τη διαχείριση ποιότητας.
— Πόσο «εύκολη» ή επιβεβλημένη υπόθεση ήταν για εσάς;
Κ.Π.: Η πρόταση έγινε από την εταιρία με μία προσφορά «που δεν μπορούσα να αρνηθώ». Σημαντική ιεραρχική και μισθολογική αναβάθμιση, bonus διαφόρων ειδών, διευκόλυνση και πληρωμένα έξοδα μετακόμισης-εγκατάστασης κλπ. Ήταν πρόταση και όχι τελεσίγραφο για τη διατήρηση της θέσης μου, αν και κατά κάποιον τρόπο ήταν ξεκάθαρο πως η αποδοχή οδηγούσε σε ένα πολύ ενδιαφέρον μονοπάτι καριέρας, εξέλιξης και αναγνώρισης των ικανοτήτων μου, ενώ η απόρριψη σε μία μόνιμη στασιμότητα και περιθωριοποίηση που ενδεχομένως σε δεύτερο χρόνο να είχε αρνητικές συνέπειες. Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν ήταν «εύκολη» αλλά και ταυτόχρονα επιβεβλημένη. Η βασική και μοναδική δυσκολία ήταν ότι για την ώρα ή σύντροφός μου και η κόρη μου θα έμεναν πίσω λόγω διαφόρων συνθηκών.
— Μιλήστε μας για τις «δευτερεύουσες» σκέψεις που κάνατε μέχρι να καταλήξετε στην απόφασή σας να φύγετε.
Κ.Π.: Μετά από αρκετά χρόνια επαγγελματικής σταδιοδρομίας κατάλαβα πως στην Ελλάδα η επαγγελματική εξέλιξη δεν είναι ούτε δεδομένη ούτε εύκολη υπόθεση, ανεξάρτητα από τις ικανότητες που έχει κάποιος. Υπάρχει μία συντηρητική εργασιακή κουλτούρα όπου οι θέσεις εργασίας αντιμετωπίζονται και κρίνονται με προσωπικές αντιλήψεις και όχι αντικειμενικές ή τεχνοκρατικές. Η αξιοκρατία σπανίζει, κυρίως επειδή οι προσωπικές γνωριμίες και νοοτροπίες επισκιάζουν τις πραγματικές ικανότητες που μπορεί να έχει κάποιος. Τα «πηγαδάκια» δίνουν και παίρνουν, ενώ η εξέλιξη ενός επαγγελματία συνήθως έχει ένα «ταβάνι» που ορίζεται είτε από την υποκειμενική αντίληψη ενός διευθυντή είτε από τις διάφορες συντεχνίες και τα λόμπι ενός κλάδου.
Αυτά φυσικά υπάρχουν σε όλες τις χώρες, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό και χωρίς το «ταβάνι» να είναι τόσο εμφανές. Η ψυχολογία ενός νέου, δραστήριου, υπεύθυνου και ικανού ανθρώπου σύντομα καταρρακώνεται όταν βλέπει πως τόσο μισθολογικά όσο και ιεραρχικά δεν μπορεί να ξεπεράσει ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο.
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στήριξε έμπρακτα αυτή την αντίληψη. Έκλεισε ακόμα περισσότερο την αγορά, δαιμονοποίησε την αριστεία και την ατομική προσπάθεια, απέτρεψε ξένους επενδυτές με «ξένες» αντιλήψεις και αναβάθμισε την αξία του επιδόματος. Της ψυχοσύνθεσης, δηλαδή, ενός φτωχού ανθρώπου που εξαρτάται από άλλους για να έχει τα απολύτως απαραίτητα. Το κλείσιμο της αγοράς προς αυτή την κατεύθυνση έκανε και εμένα προσωπικά να θέλω να αναζητήσω κάτι πολύ καλύτερο. Να μην ανεχτώ «ταβάνια» ταπείνωσης και χαμηλών μισθών εκμετάλλευσης, αλλά να βγω σε έναν αξιοκρατικό «στίβο» και να δοκιμάσω την πραγματική αξία των ικανοτήτων μου.
— Μάλιστα. Οπότε κινητοποιηθήκατε και φύγατε. Πόσο εύκολο ή δύσκολο αποδείχτηκε αυτό;
Κ.Π.: Όπως είπα και πριν, η εταιρία μού προσέφερε ένα πλήρες πακέτο μετεγκατάστασης, το οποίο περιλάμβανε υποστήριξη στην αναζήτηση κατοικίας, αλλά και στις απαραίτητες γραφειοκρατικές διαδικασίες για τη μετέγκαταστασή μου στην Ισπανία. Έχοντας ζήσει μόνος εκτός Ελλάδας για έξι σχεδόν χρόνια για τις σπουδές μου, ήταν μία κίνηση που δεν με άγχωνε και δεν με τρόμαζε ιδιαίτερα.
— Πώς ήταν τα πράγματα εκεί τον πρώτο καιρό; Πέραν τής δουλειάς σας, εννοώ. Και πώς εξελίχθηκε η σχέση σας με το νέο περιβάλλον από την πρώτη σας ημέρα μέχρι σήμερα;
Κ.Π.: Σπουδαίο ρόλο έπαιξε και πάλι ο εργοδότης μου. Εξαρχής είχε οριστεί ένας συνάδελφος που θα με βοηθούσε για οποιοδήποτε προσωπικό και μη επαγγελματικό θέμα. Η γλώσσα ήταν —και παραμένει— σημαντικό πρόβλημα. Στη Μαδρίτη ο κόσμος δεν μιλά αγγλικά, οπότε καθημερινές διαπροσωπικές συναλλαγές είχαν δυσκολίες που δεν μπορεί να φανταστεί κάποιος. Προσπαθήστε για παράδειγμα, ενώ έχετε παραλάβει τις νέες ισπανικές πινακίδες, να πάτε σε ένα συνεργείο και να ζητήσετε να σας τις αλλάξουν. Χωρίς έναν φίλο που ήξερε ισπανικά, θα ήταν αδύνατο — έως και αξιόποινο ίσως!
Από εκεί και πέρα, αμέσως φάνηκαν τα πλεονεκτήματα της μετακόμισης σε μία σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη. Μεγάλα πεζοδρόμια, πάρκα, ποδηλατόδρομοι, προσβασιμότητα για τα ΑΜΕΑ, ψηφιακές τεχνολογίες για διευκόλυνση της καθημερινότητας, ευγενικοί άνθρωποι, πολυπολιτισμικότητα, υπεύθυνη οδήγηση, διαβάσεις πεζών, καθημερινά δρώμενα, ζωντανή ατμόσφαιρα κλπ. Όλα αυτά από τον πρώτο καιρό δουλεύουν σαν ένα αγχολυτικό χάπι για την άγνωστη κοινωνία στην οποία καλείσαι να ενταχθείς. Και, μέσα σε πολύ λίγο χρόνο, αναγνωρίζεις ξεκάθαρα και άλλα πράγματα που σε έκαναν να φύγεις από την Ελλάδα πιο εύκολα.
— Επιγραμματικά, ποιες είναι οι πέντε μείζονες διαφορές που εντοπίζετε ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Ισπανία αναφορικά με έναν επαγγελματία σαν εσάς;
Κ.Π.: Ήδη ανέφερα την αξιοκρατία και τις ευκαιρίες εξέλιξης, μολονότι δεν θα ήθελα να είμαι απόλυτος καθώς εργάζομαι σε μία πολυεθνική εταιρία που θέτει τις δικές της προδιαγραφές και την κουλτούρα εργασίας. Αν και, κρίνοντας από τους Ισπανούς συνάδελφους, είναι κάτι που συναντάται πιο ευρέως από ό,τι στην Ελλάδα. Ένα άλλο σημείο είναι η πιο ελεύθερη οικονομία, άρα και η πιο ανοιχτή αγορά. Περισσότεροι κλάδοι και μεγαλύτερος ανταγωνισμός σε πολλές θέσεις εργασίας, διασφαλίζουν καλύτερους μισθούς.
Η ισπανική κοινωνία, λόγω και του πρόσφατου παρελθόντος της, έχει επίσης ισχυρά σοσιαλιστικά ρεύματα τα οποία όμως έχουν εκσυγχρονιστεί, με αποτέλεσμα τα τελευταία 30 χρόνια να έχει κάνει πολύ δυνατή στροφή προς την οικονομική ανάπτυξη, απαγκιστρωμένη από πολιτικά ταμπού που είναι ακόμα υπαρκτά στην Ελλάδα. Η Μαδρίτη τα τελευταία χρόνια έχει αποτελέσει πόλο έλξης πολλών ξένων εταιριών και επενδύσεων, προσφέροντας θέσεις εργασίας όχι μόνο στους Ισπανούς, αλλά και σε αλλοδαπούς που εργάζονται σε αυτές τις εταιρίες. Υπάρχουν εμπορικά και οικονομικά πάρκα που συνεχώς μεγαλώνουν, ενώ η οικονομική ανάπτυξη είναι εμφανής σε διάφορα επίπεδα.
— Τι θα συμβουλεύατε σήμερα κάποιον Έλληνα, ανεξαρτήτως ηλικίας, που σκέφτεται το ενδεχόμενο να μετεγκατασταθεί σε μία άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Κ.Π.: Οι καιροί έχουν αλλάξει και διαρκώς αλλάζουν με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς από όσους μπορεί να διαχειριστεί κάποιος εύκολα στην επαγγελματική του ζωή. Πέρα από τις νομοθετικές διευκολύνσεις για την ελεύθερη μετακίνηση και εργασία εντός της ΕΕ, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ως ελληνική κοινωνία ότι η παγκοσμιοποιημένη οικονομία και η τεχνολογική ανάπτυξη υποβαθμίζουν κάποιους κλάδους, αλλά αναβαθμίζουν και δημιουργούν καινούργιους. Την τελευταία δεκαετία είναι πλέον πολύ συνηθισμένο για έναν επαγγελματία, όχι μόνο να αλλάζει γεωγραφική τοποθεσία, αλλά και τίτλο εργασίας. Οι εποχές που κάποιος σπούδαζε κάτι, σε όλη τη ζωή του εξειδικευόταν σε αυτό και έβγαινε στη σύνταξη με «περγαμηνές» εμπειρίας σε ένα και μόνο αντικείμενο έχουν περάσει. Φυσικά και χρειάζονται οι εξειδικευμένοι, αλλά η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την ικανότητα προσαρμογής που έχει κάποιος. Οι ρυθμοί ανάπτυξης και αλλαγής είναι πλέον αρκετά υψηλοί και δυστυχώς στην Ελλάδα έχουμε μείνει στάσιμοι, προβάλλοντας σθεναρή αντίσταση σε νέες αντιλήψεις και νοοτροπίες ζωής και εργασίας.
Μην παρεξηγηθώ. Οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν είναι ο Παράδεισος, ούτε οι κοινωνίες τους λειτουργούν τέλεια. Κάθε χώρα έχει την ιδιαιτερότητά της, αλλά σε επαγγελματικό επίπεδο σίγουρα υπάρχουν πολλές περισσότερες ευκαιρίες. Ανάλογα με τη χώρα, ένας μετανάστης εντάσσεται πολύ πιο εύκολα ή πιο δύσκολα. Υπάρχουν αρκετές παράμετροι που πρέπει να σκεφτεί κάποιος, ανάλογα με το μέρος όπου θέλει να πάει. Σε κάθε περίπτωση, χώρες με υψηλούς μισθούς και σύγχρονα περιβάλλοντα εργασίας συνεπάγονται σίγουρα και αυξημένες απαιτήσεις και ρυθμούς εργασίας με τους οποίους κάποιοι μπορεί να αισθάνονται άβολα. Η αποζημίωση όμως, εκτός από τις υψηλότερες αποδοχές και την καλύτερη ποιότητα ζωής, είναι ο σωστός επαγγελματισμός που κάνει την εργασία πολύ πιο οργανωμένη, δομημένη και παραγωγική. Από εκεί και πέρα, όπως είχε πει παλιότερα και ένας φίλος που μένει πλέον μόνιμα στη Σουηδία: «Η Ελλάδα είναι εξαιρετικός προορισμός για διακοπές ή τριήμερα και μόλις δυο-τρεις ώρες από οπουδήποτε στην Ευρώπη».
— Πόσο σάς λείπει η Ελλάδα; Υπάρχουν στιγμές που σας περνά από το μυαλό ότι κακώς φύγατε τελικά;
Κ.Π.: Η δική μου περίπτωση είναι ιδιαίτερη, καθώς, όπως προείπα, η οικογένειά μου παρέμεινε στην Ελλάδα. Αν και έχω τη δυνατότητα να τους επισκέπτομαι πολύ συχνά, συνεχώς κάνω σκέψεις αν τελικά αυτό είναι καλό για εμάς, κυρίως για την κόρη μου που είναι ακόμα μικρή και, όπως λέει και η ίδια: «Οι Ισπανοί μού έκαναν εκβιασμό»! Πέρα από αυτό, υπάρχουν και στιγμές που κάνω πιο κλισέ σκέψεις, όπως να μου λείπει ένα καφεδάκι στην παραλία ή ένα τσίπουρο με μεζέ στον ήλιο — ευτυχώς αυτά «δεν μας τα πήραν»! Όπως και να το κάνεις, με τον τόπο και την κοινωνία όπου έχεις μεγαλώσει αναπτύσσεις ιδιαίτερους δεσμούς.
Μου λείπουν κυρίως μία χούφτα άνθρωποι, οι χαλαροί ρυθμοί της επαρχιακής πόλης όπου έμενα, η αμεσότητα και η άνεση της μητρικής γλώσσας στην καθημερινότητα και αυτά τα «μικρά» που είπα πιο πάνω. Το «κακώς έφυγα» έχει να κάνει καθαρά και αποκλειστικά με προσωπικούς λόγους όσον αφορά την οικογένειά μου, αλλά επειδή δεν είμαι μοιρολάτρης θεωρώ ότι δεν υπάρχουν άλυτα προβλήματα και αυτά λύνονται καθώς προκύπτουν. Για την ώρα, νιώθω ότι έκανα πολύ καλά και εκμεταλλεύτηκα μία ευκαιρία που δεν παρουσιάζεται πολλές φορές στη ζωή κάποιου.
— Παρ' όλα αυτά, έχετε σκεφτεί το ενδεχόμενο να επιστρέφατε κάποια στιγμή; Και, αν ναι, υπό ποίες προϋποθέσεις;
Κ.Π.: Νομίζω απάντησα σε αυτό στην προηγούμενη ερώτηση. Εάν προέκυπτε κάποιο σοβαρό, άλυτο θέμα με την οικογένειά μου, εάν αυτή δεν με ακολουθούσε είτε στη Μαδρίτη, είτε κάπου αλλού εκτός Ελλάδας και για οποιονδήποτε σοβαρό λόγο έπρεπε να είμαστε μαζί, θα σκεφτόμουν σοβαρά το ενδεχόμενο να επιστρέψω. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος δεν θα ήταν ούτε νοσταλγικός, ούτε «εθνικός».
— Αγαπητέ κύριε Πρασσά, σας ευχαριστώ πολύ!