Του Τάσου Ι. Αβραντίνη *
Η μεγάλη φορολογία είναι επιζήμια για την οικονομία καθώς μειώνει το διαθέσιμο εισόδημα που απαιτείται για την παραγωγή πλούτου και εν τέλει τα φορολογικά έσοδα. Η κύρια επίπτωση του φόρου είναι όμως ο περιορισμός της ατομικής ελευθερίας.
Εξηγούμαι αμέσως, η εξακρίβωση του αντικειμένου πολλών φόρων δεν είναι εύκολη. Βασική αρχή μιας σύγχρονης φορολογικής πολιτικής πρέπει να είναι η ανταποδοτικότητα. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, όταν μάλιστα το προϊόν της φορολογίας κατασπαταλάται από έναν υδροκέφαλο δημόσιο τομέα που αυξάνει ανεξέλεγκτα τις μη πανδήμου συμφέροντος δαπάνες του εις βάρος των φορολογουμένων, οδηγούν σε αδικία.
Ο φορολογούμενος, όπως έχει αποδείξει η οικονομική επιστήμη, φερόμενος απολύτως ορθολογικά, αντιδρώντας στην εις βάρος του αδικία επιδιώκει την με κάθε νόμιμο ή μη νόμιμο τρόπο αποφυγή των φορολογικών του υποχρεώσεων. Το κράτος με τη σειρά του αντιδρά διά παντοίων μέτρων αμφίβολης ασφαλώς αποτελεσματικότητας, επιδιώκοντας τη μέγιστη δυνατή ανακάλυψη της φορολογητέας ύλης. Τα μέτρα αυτά, όπως οι ιεροεξεταστικοί φορολογικοί έλεγχοι, η κατάργηση του τραπεζικού απορρήτου, η ποινικοποίηση της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, οι απευθείας κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων, η απαγόρευση διάθεσης περιουσιακών στοιχείων του φορολογουμένου χωρίς αποδεικτικό φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας κ.ο.κ., περιορίζουν ευθέως την ατομική ελευθερία.
Ουδείς βεβαίως μπαίνει στον κόπο να αποτιμήσει τα αποτελέσματα αυτής της επέλασης του κράτους κατά της ατομικής ελευθερίας. Μήπως τουλάχιστον αυξήθηκε η φορολογική συμμόρφωση; Αντιθέτως, καθημερινά στα δικαστήρια της χώρας με συνοπτικές διαδικασίες, σε δίκες πραγματική παρωδία, καταδικάζονται με εξοντωτικές ποινές και σύρονται στις φυλακές πολίτες στιγματισμένοι ως «φοροφυγάδες», χωρίς να εξετάζεται καν ο δόλος τους γιατί το αδίκημα είναι τάχα αντικειμενικό. Ακόμη από τα επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ προκύπτει ότι ο αριθμός των πολιτών που χρωστούν στο ελληνικό Δημόσιο αγγίζει πλέον τα 3,75 εκατομμύρια, τα νέα ληξιπρόθεσμα χρέη ανήλθαν σε 3,6 δισ. ευρώ και τα συνολικά ληξιπρόθεσμα χωρίς τις προσαυξήσεις αγγίζουν τα 104 δισ. ευρώ.
Συνεπώς, η όλο και πιο αυστηρή νομοθεσία για τα πάσης φύσεως φορολογικά αδικήματα δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στην αρχή της γενικής προληπτικής λειτουργίας της ποινής. Η ποινή επιβάλλεται για να αποτρέψει τους πολίτες να διαπράξουν ένα αδίκημα, και στην περίπτωσή μας αυτό της φοροδιαφυγής. Όταν κατά χιλιάδες οι φορολογούμενοι αδιαφορούν για τις αυστηρότατες κυρώσεις, η φορολογική νομοθεσία έχει πολύ απλά αποτύχει να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της αποτυχίας της φορολογικής πολιτικής του κράτους είναι και η δραματική μείωση των δηλωθέντων εισοδημάτων των μεγαλύτερων υποζυγίων της φορολογικής αδικίας, δηλαδή των επιχειρηματιών και ελεύθερων επαγγελματιών.
Η κατηγορία αυτή των φορολογουμένων, η οποία έχει εξαιρεθεί κατά παράβαση κάθε έννοιας φορολογικής δικαιοσύνης από το «αφορολόγητο» όριο, ενώ το 2010 (πριν από την πρώτη φορολογική λαίλαπα Παπανδρέου - Παπακωνσταντίνου) δήλωνε εισόδημα 13,2 δισ. ευρώ, το 2017 δήλωσε μόλις 4,8 δισ. ευρώ, δηλαδή 64% λιγότερο εισόδημα όταν την ίδια περίοδο το δηλωθέν εισόδημα μειώθηκε κατά 25% (από 97,9 δισ. ευρώ σε 73,6 δισ. ευρώ.).
Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι πρωτεύει η επιδίωξη της αύξησης του εθνικού εισοδήματος. Αυτή μπορεί να γίνει μόνο με λιγότερους φόρους και σεβασμό των ατομικών ελευθεριών των φορολογουμένων.
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 2ης Αυγούστου 2019