Για κάποιο λόγο, κάποιος από την ηγεσία του Κομμουνιστικού κόμματος, αποφάσισε πως ο πιο επικίνδυνος εχθρός του καθεστώτος, είναι η Γυναίκα!
Ταυτόχρονα, το καθεστώς αποφάσισε πως είναι δυνατή η αναδιαπαιδαγώγηση των γυναικών και πως μοναδική μέθοδος αυτής της «νέας παιδαγωγικής» είναι οι φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Έτσι, η σοβιετική εξουσία κατηγοριοποίησε τις γυναίκες - εχθρούς ως εξής:
- Μέλος οικογένειας εχθρού του λαού
- Μέλος οικογένειας προδότη της πατρίδας
- Κοινωνικά επικίνδυνο στοιχείο
- Κοινωνικά επιζήμιο στοιχείο
- Σχέσεις ύποπτες για κατασκοπία
Αυτές ήταν οι βασικές κατηγορίες. Υπήρχαν και διάφορες υποκατηγορίες, ανάλογα με την διάθεση των ανακριτών.
Τις πιο επικίνδυνες κρατούμενες στις φυλακές και στα στρατόπεδα, τις βίαζαν, τις βασάνιζαν, τις ταπείνωναν, τις οδηγούσαν στην αυτοκτονία, ενώ τις πιο ανθεκτικές, απλά τις εκτελούσαν.
Για να λυγίσουν οι κρατούμενες και να μετατραπούν σε άβουλα όντα, επινοούσαν διάφορα βασανιστήρια, ενώ ιδιαίτερα εφευρετικοί ήταν στην εξόντωση των υπολοίπων.
Βασανιστήρια παιδιών - Από τα Απομνημονεύματα καθηγητή Ψυχιατρικής το 1949
(Καθηγητής Ι. Σ. «Αναγέννηση», Παρίσι, τετράδιο έκτο, Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1949, σελ. 142-149)
«... το δεύτερο περιστατικό ήταν μια δεσμοφύλακας γυναικείας φυλακής. Μου την σύστησε ο ανακριτής, ως εξής: «καλή εργαζόμενη, ξαφνικά όμως έχασε τα λογικά της και έριξε στο κεφάλι της καυτό νερό».
Μου έφεραν μία γεροδεμένη, απλή γυναίκα, 50 χρονών, η οποία με συγκλόνισε με το βλέμμα της: τα μάτια της πρόδιδαν την απόλυτη φρίκη, το δε πρόσωπό της, ήταν σαν πέτρινο.
Όταν μείναμε οι δυο μας, άρχισε ξαφνικά να μιλάει, αργά, μονότονα, σαν να μην είχε ψυχή: «δεν είμαι τρελή. Ήμουν μέλος του κόμματος, τώρα πια δεν θέλω να είμαι στο κόμμα». Μου διηγήθηκε ποια καταστάσεις υποχρεώθηκε να ζήσει το τελευταίο διάστημα. Ως δεσμοφύλακας της απομόνωσης στην γυναικεία φυλακή, άκουσε την συζήτηση δύο δεσμοφυλάκων, από τους οποίους ο ένας παινευόταν πως μπορεί να αναγκάσει οποιονδήποτε κρατούμενο να πει και να πει κάνει ό,τι θέλει. Ως απόδειξη της «παντοδυναμίας» του, διηγήθηκε πως κέρδισε το στοίχημα, υποχρεώνοντας μία μητέρα να σπάσει το δάχτυλα του ενός έτους μωρού της.
Το μυστικό ήταν απλό, ο ίδιος έσπαγε τα δάχτυλα του άλλου της παιδιού, ενός δεκάχρονου αγοριού, υποσχόμενος πως θα σταματήσει το βασανιστήριο, όταν η μητέρα σπάσει μόνο το μικρό δαχτυλάκι του μωρού. Η μητέρα ήταν δεμένη σε έναν κρίκο στον τοίχο. Όταν το δεκάχρονο αγοράκι φώναξε Ωι, μανούλα, δεν αντέχω άλλο», δεν άντεξε κι έσπασε. Στην συνέχεια, τρελάθηκε. Και σκότωσε το μωρό της. Το άρπαξε από τα ποδαράκια και χτύπησε δυνατά το κεφαλάκι του στον πέτρινο τοίχο....
«Αυτό, λοιπόν, μόλις το άκουσα», είπε τελειώνοντας την αφήγησή της η δεσμοφύλακας, «πήρα το καυτό νερό και το έχυσα στο κεφάλι μου... Ξέρετε, είμαι κι εγώ μητέρα. Έχω κι εγώ παιδιά. Και τα δικά μου είναι 10 χρονών και 1 έτους...»
Δεν θυμάμαι πως έφυγα από αυτή την πραγματογνωμοσύνη... Ήμουν σε άθλια κατάσταση. Βλέπετε, ο ψυχίατρος δεν έχει ατσάλινα νεύρα!...».
Βιασμοί κρατουμένων
( Μπορίς Στσιριάγιεφ Άσβηστη καντήλα)
Ο εξαναγκασμός των κρατούμενων γυναικών να συζούν με δεσμοφύλακες, φρουρούς και διοικητές, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στα Γκουλάγκ.
Οι γυναίκες στο στρατόπεδο Κεμσκ, όχι μόνο ετοίμαζαν το φαγητό και καθάριζαν τις μπότες του διοικητή Τιστιακόφ, αλλά τον έπλεναν κιόλας. Για τον λόγο αυτό, συνήθως, επέλεγαν τις πιο νεαρές και ελκυστικές... Γενικά, οι γυναίκες στα νησιά Σολοφκί χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες: «ένα ρούβλι», «μισό ρούβλι», «πέντε καπίκια». Αν κάποιος από την διοίκηση του στρατοπέδου ζητούσε μία νεαρή, συμπαθητική κρατούμενη από τις νεοαφιχθείσες, έλεγε στον φρουρό: «Φέρε μου ένα ρούβλι»...
Κάθε μέλος της ΤΣΕ.ΚΑ στα νησιά Σολοβκί είχε ταυτόχρονα από τρεις έως πέντε παλλακίδες. Ο Τοπορόφ, τον οποίο τον 1924 διόρισαν βοηθό του διοικητή στο Κεμσκ, υπεύθυνο για τα οικονομικό, είχε ολόκληρο χαρέμι, το οποίο διαρκώς ανανεωνόταν ανάλογα με τα γούστα και τις εντολές του. Από τους κρατούμενες, καθημερινά, επέλεγαν 25 γυναίκες για την εξυπηρέτηση των αντρών της 95ης Μεραρχίας του Κόκκινου στρατού, η οποία ήταν υπεύθυνη για την φύλαξη του στρατοπέδου. Έλεγαν πως οι στρατιώτες ήταν τόσο τεμπέληδες που οι κρατούμενες αναγκάζονταν να στρώσουν τα κρεβάτια τους..
Η γυναίκα που αρνιόταν να γίνει παλλακίδα, αυτομάτως στερούνταν το «βελτιωμένο» συσσίτιο. Αυτή ήταν η αιτία για πολλούς θανάτους από δυστροφία ή φυματίωση.
Στα νησιά Σολοβκί τέτοια περιστατικά ήταν πολύ συχνά. Δεν έφτανε το ψωμί για όλο τον χειμώνα. Μέχρι να ξαναρχίσει η περίοδος της ναυσιπλοΐας και δεν έρχονταν νέες προμήθειες, το έτσι κι αλλιώς φτωχό συσσίτιο περιοριζόταν στο μισό....».
Η εκδίκηση για την απόρριψη
(Μαλσάκοβ Σοζέρκο, Τα νησιά της κόλασης. Η σοβιετική φυλακή στον Μεγάλο Βορρά)
«... Μία φορά, στα νησιά Σολοφκί, ήρθε μία πολύ ελκυστική κοπέλα, η οποία ήταν δεν ήταν δεκαεπτά χρονών. Για κακή της τύχη, την πρόσεξε ο Τοπορόφ. Η κοπέλα, όμως, είχε το σθένος να αντισταθεί στον εκβιασμό του. Για να την εκδικηθεί ο Τοπορό διέταξε να την φέρουν στο διοικητήριο και της απηύθυνε κατηγορίες για «απόκρυψη αντεπαναστατικών εγγράφων», την πρόσταξε να γδυθεί εντελώς και μπροστά στους φρουρούς, ψαχούλεψε εκείνα τα σημεία του σώματός της, όπου, όπως έλεγε, ήταν οι καλύτεροι κρυψώνες εγγράφων...
Μία ημέρα του Φεβρουαρίου, μπήκαν στο παράπηγμα των γυναικών μερικοί μεθυσμένοι φρουροί με επικεφαλής το στέλεχος της ΤΣΕ.ΚΑ Ποπόφ. Χωρίς περιστροφές τράβηξε την κουβέρτα μίας κρατούμενης, η οποία κάποτε ανήκε στην καλή κοινωνία, την τράβηξε από το κρεβάτι και την βίασαν με την σειρά, όλοι όσοι είχαν έρθει...»
Η απομόνωση
(από τα Απομνημονεύματα της Ο. Λ. Αντάμοβα-Σλιόζμπεργκ)
«Την Άννια την καταδίκασαν για κατασκοπία... Η δυσαρέσκειά της δεν είχε όρια. Αντιστεκόταν σε όλα: επιδεικτικά δεν σηκωνόταν, όταν έμπαινε η διοίκηση, μιλούσε δυνατά, άνοιγε χωρίς άδεια το παραθυράκι. Φυσικά, την έκλεισαν στην απομόνωση. Οι συνθήκες στην απομόνωση είχαν ως εξής: το κελί δεν είχε παράθυρο∙ η τροφή ήταν 400 γραμμάρια ψωμί την ημέρα και δύο κύπελλα καυτού νερού∙ έφερναν το ξυλοκρέβατο μόνο για 6 ώρες, τις υπόλοιπες έπρεπε να στέκεσαι ή να περπατάς στο δύο τετραγωνικών μέτρων χώρο ή να κάθεσαι στο πλημμυρισμένο με νερό πάτωμα. Η ποινή στην απομόνωση ήταν από 4 μέχρι 20 μέρες. Θα πρέπει να είναι εκνευρίσει πολύ τον διοικητή, γιατί αμέσως διέταξε να κλείσουν την φτωχή κοπέλα για 20 μέρες στην απομόνωση. Για πρώτη φορά στην ζωή μου στα στρατόπεδα άκουσα για τέτοια ποινή. Συνήθως, ακόμη και μετά από 5 ημέρες, επέστρεφαν άρρωστοι.
Μετά από αυτό, η Άννια έζησε κοντά μας ένα μήνα. Η κατάσταση της χειροτέρευε διαρκώς. Μία νύχτα, άρχισε τις αιμοπτύσεις. Την πήγαν στον νοσοκομείο. Πέθανε ύστερα από δύο ημέρες. Ήταν μόλις 21 έτους...».
Στο επόμενο η συνέχεια