Για κάποιο λόγο, κάποιος από την ηγεσία του Κομμουνιστικού κόμματος, αποφάσισε πως ο πιο επικίνδυνος εχθρός του καθεστώτος, είναι η Γυναίκα!
Ταυτόχρονα, το καθεστώς αποφάσισε πως είναι δυνατή η αναδιαπαιδαγώγηση των γυναικών και πως μοναδική μέθοδος αυτής της «νέας παιδαγωγικής» είναι οι φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Έτσι, η σοβιετική εξουσία κατηγοριοποίησε τις γυναίκες - εχθρούς ως εξής:
- Μέλος οικογένειας εχθρού του λαού
- Μέλος οικογένειας προδότη της πατρίδας
- Κοινωνικά επικίνδυνο στοιχείο
- Κοινωνικά επιζήμιο στοιχείο
- Σχέσεις ύποπτες για κατασκοπία
Αυτές ήταν οι βασικές κατηγορίες. Υπήρχαν και διάφορες υποκατηγορίες, ανάλογα με την διάθεση των ανακριτών.
Τις πιο επικίνδυνες κρατούμενες στις φυλακές και στα στρατόπεδα, τις βίαζαν, τις βασάνιζαν, τις ταπείνωναν, τις οδηγούσαν στην αυτοκτονία, ενώ τις πιο ανθεκτικές, απλά τις εκτελούσαν.
Για να λυγίσουν οι κρατούμενες και να μετατραπούν σε άβουλα όντα, επινοούσαν διάφορα βασανιστήρια, ενώ ιδιαίτερα εφευρετικοί ήταν στην εξόντωση των υπολοίπων.
Η καυτή και παγωμένη απομόνωση
(Από τα Απομνημονεύματα της κρατούμενης στα Γκουλάγκ Α. Μ. Γκαράσεβαγια).
«... Εξαιτίας του χαρακτήρα μου, συχνά μ’ έκλειναν στην απομόνωση. Μία φορά, όντας στην απομόνωση, ξύπνησα από την φασαρία που ακουγόταν στον διάδρομο. Η πόρτα του κελιού της απομόνωσης ήταν δίπλα στην πόρτα της σκάλας, ενώ απέναντι ήταν το δωμάτιο των δεσμοφυλάκων. Εκείνη την νύχτα ακούγονταν διαρκώς θόρυβοι στον διάδρομο. Οι δεσμοφύλακες είχαν ξεχάσει τις εντολές για ησυχία, τις οποίες φρόντιζαν να τηρούνται όλο το εικοσιτετράωρο, όταν όλες οι προσταγές δίνονταν ψιθυριστά και κανείς δεν μιλούσε φυσιολογικά. Εκείνη την στιγμή ακούγονταν διαρκώς πόρτες να ανοιγοκλείνουν, κάποιοι έτρεχαν και, τελικά, ένας φώναξε εκνευρισμένος: «Διέταξαν, διέταξαν...» Δεν άκουσα παρακάτω. Τα βήματα, ως συνήθως, δεν ακούγονταν. Στην συνέχεια, κάτω, ακούστηκε ο θόρυβος της βαριάς πόρτας που έκλεινε. Σιωπή και... δύο πυροβολισμοί... Όταν ήμουν στον θάλαμο, μας πήγαιναν κάτω στα λουτρά και μου έδειξαν εκείνη την πόρτα, βαριά, σιδερένια και είπαν πως πίσω από αυτήν εκτελούν. Ήταν εκπληκτικό το πόσοι το γνώριζαν αυτά, αν και ήθελαν να το κρατήσουν κρυφό...
... Ακριβώς κάτω από το ταβάνι στους διαδρόμους, περνούσαν κάτι τεράστιες σωλήνες ενώ πάνω από την πόρτα του κελιού ήταν κάγκελα, μέσα από τα οποία περνούσε ο ζεστός αέρας. Στα κάγκελα αυτά υπήρχε ένα κινούμενο χώρισμα, ώστε οι κρατούμενοι να μπορούν να ρυθμίζουν την θερμοκρασία, το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να χτυπήσουν και να καλέσουν τον δεσμοφύλακα. Όταν όμως έπρεπε να τιμωρηθεί κάποιος κρατούμενος, καμία παράκληση δεν ήταν αρκετή: στο κελί έμπαινε είτε πολύ καυτός, είτε εντελώς παγωμένος αέρας...
... Με έκλεισαν στην καυτή και παγωμένη απομόνωση, κάθε άλλο γιατί δεν απαντούσα στις ερωτήσεις κατά την διάρκεια των ανακρίσεων. Απαντούσα, έλεγα πως είχαν όντως τα πράγματα και όχι αυτά που ήθελε να ακούσει ο ανακριτής, και μάλιστα, κάθε φορά που έβλεπε πως είχα δίκιο, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Στην απομόνωση με έστελνε ο διοικητής της φυλακής, ένας Λιθουανός, με τον οποίο τρέφαμε αμοιβαία αισθήματα μίσους.
Όλα ξεκίνησαν από το πρώτο πρωί, με την επιθεώρηση. Μας έβαλαν στην σειρά ανά δυάδες και μέσα από τους διαδρόμους μας οδήγησαν στις τουαλέτες. Εκεί, έμαθα πως τις τουαλέτες τις καθαρίζουν οι κρατούμενες με την σειρά. Αυτό μ’ έκανε να θυμώσω γιατί ήξερα πως οι πολιτικοί κρατούμενοι είχαν απαλλαγεί από τον καθαρισμό των τουαλετών. Παρά το γεγονός πως προσπάθησα να πείσω τις συγκρατούμενές μου πως πρόκειται για εξευτελισμό, πως πρέπει να αρνηθούμε, να διαμαρτυρηθούμε, δεν συμφώνησαν μαζί μου κι έτσι διαμαρτυρήθηκα μόνη μου όταν ο διοικητής έκανε επιθεώρηση των κελιών. Αμέσως μ’ έστειλε στην απομόνωση. Ο διοικητής επιθεωρούσε τα κελιά μία φορά την εβδομάδα και μόλις εμφανιζόταν, έπρεπε όλες οι κρατούμενες να σηκωθούν όρθιες. Εγώ, επιδεικτικά, έμεινα καθισμένη στον πάγκο και έτσι μ’ έστειλε για άλλη μία φορά στην απομόνωση.
Υπήρχε και ένα άλλο κελί απομόνωσης το οποίο δεν ήταν ούτε παγωμένο, ούτε καυτό, μα μικρό και στενό, στο οποίο ο αέρας έμπαινε από το ματάκι της πόρτας κι έτσι ο κρατούμενος μετά από λίγο άρχιζε να μην μπορεί να αναπνέει και βρισκόταν στα πρόθυρα της λιποθυμίας...
... Για τις διαμαρτυρίες μου απέναντι στον τρόπο λειτουργίας πολύ συχνά με έστελναν σε ένα κελί, όπου ήμουν μόνη μου και έστελναν καυτό αέρα, που έφτανε τους 50 βαθμούς. Την ζέστη την άντεχα σχετικά εύκολα, δεν με επηρέαζε. Πολύ χειρότερα ήταν όταν με μετέφεραν στο παγωμένο κελί. Ήταν ένας στενός χώρος μήκους δύο μέτρων και στον ένα τοίχο ήταν καρφωμένη μία σανίδα πλάτους 10-15 εκατοστών. Ο κρατούμενος μπορούσε μόνο να στέκεται όρθιος ή να κάθεται σε αυτή την σανίδα, ακουμπώντας την πλάτη στον τοίχο, ο οποίος ήταν παγωμένος, γιατί εκείνη την χρονιά η θερμοκρασία έπεφτε στους -30 βαθμούς. Μπορούσαν, άλλωστε, να παγώσουν τεχνητά το κελί όσο ήθελαν.
Θα πρέπει να προσθέσω πως στην άκρη του πάγκου ήταν πολλά ποντίκια, τα οποία είχαν ρίξει επίτηδες μέσα στο κελί. Δεν με ανησυχούσαν όμως, γιατί ήταν μικρά και, επιπλέον, τα τύφλωνε το δυνατό φως από την ηλεκτρική λάμπα, που δεν έσβηνε ποτέ. Το πάτωμα σε αυτό το κελί ήταν φτιαγμένο από φελλούς...».
Ο εξευτελισμός της προσωπικότητας
(Η αφήγηση της Μ. Β. Φέλντμαν, όπως την κατέγραψε ο Μπορίς Σιριάγιεφ στο κείμενό του «Κυρία των τιμών τριών αυτοκρατορισσών»).
«... Η ζωή στο παράπηγμα των γυναικών ήταν πολύ πιο δύσκολη απ’ ότι στο «κρεμλίνο». Οι ένοικοί του, διαφορετικές ως προς τον ψυχικό τους κόσμο, τον πολιτιστικό τους επίπεδο, τις συνήθειες, τις ανάγκες, ζούσαν όλες μαζί, χωρίς την δυνατότητα να δημιουργήσουν κοινές ομάδες, όπως συνέβαινε στο κρεμλίνο. Ο αριθμός των ποινικών ήταν πολύ μεγαλύτερος από εκείνον των πολιτικών και κυριαρχούσαν απόλυτα. Τσατσάδες, πόρνες, εμπόρισσες κοκαΐνης, λαθρέμποροι και... ανάμεσά τους αριστοκράτισσες, σύζυγοι ευγενών, κυρίες των τιμών...
Οι γυναίκες είναι λιγότερο ικανές από τους άντρες για φυσιολογική συμβίωση. Η ζωή στο παράπηγμα των γυναικών ήταν κόλαση και σε αυτή την κόλαση αναγκάστηκε να ζήσει μία κυρίων των τιμών τριών αυτοκρατορισσών, μία βαρόνη ηλικίας εξήντα πέντε ετών, η οποία είχε ένα επίθετο γνωστό σε όλη την Ρωσία.
Μεγάλη αλήθεια είπε ο Ντοστογιέφσκι: «Ο απλός λαός που πηγαίνει στο κάτεργο, καταλήγει στην δική του κοινωνία, η οποία, ίσως, να είναι πιο εξελιγμένη. Ο μορφωμένος άνθρωπος που υπόκειται βάσει των νόμων την ίδια τιμωρία με αυτούς, χάνει πολύ περισσότερα. Πρέπει να καταπιέσει όλες του τις ανάγκες, όλες του τις συνήθειες∙ πρέπει να ζήσει σε ένα περιβάλλον που δεν του φτάνει, πρέπει να μάθει να αναπνέει έναν άλλο αέρα... Συχνά η κοινή για όλους τιμωρία, είναι γι’ αυτόν δέκα φορές πιο βασανιστική. Αυτή είναι η αλήθεια». (Σημειώσεις από το Σπίτι των πεθαμένων).
Τέτοια ακριβώς ήταν η βαριά τιμωρία για εκείνη την γηραιά κυρία, μοναδικό έγκλημα της οποίας ήταν πως γεννήθηκε σε αριστοκρατική και όχι προλεταριακή οικογένεια.
Αν για την Κοραμπλίχα, ιδιοκτήτρια ενός πορνείου στο λιμάνι της Κροστάνδης η καθημερινή ζωή στο παράπηγμα των γυναικών ήταν ένα συνηθισμένο, οικείο περιβάλλον, φανταστείτε τι θα ήταν για μία κυρία από το Σμόλνι, η οποία ανήκε σε κύκλους που βρίσκονταν κοντά στον θρόνο. Πόσο πιο δύσκολος θα ήταν για εκείνη κάθε χρόνος, κάθε μέρα, κάθε ώρα στην φυλακή.
Ένα διαρκές βασανιστήριο που δεν σταματούσε ούτε την ημέρα ούτε την νύχτα. Η ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ. το γνώριζε αυτό και με ξεκάθαρο σαδισμό έβαζε στις αριστοκράτισσες μία σε κάθε θάλαμο...
Η ζωή της βαρόνης στην Πετρούπολη, την είχε βοηθήσει να αποκτήσει ελάχιστες δεξιότητες που θα μπορούσαν να ελαφρύνουν την ζωή της στα νησιά Σολοφκί. Έτσι έδειχναν τα πράγματα. Ήταν, όμως, επιφανειακή αυτή η εικόνα. Στην πραγματικότητα, η βαρόνη κυρία των τιμών επέδειξε μία πραγματική αξιοπρέπεια, η οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπεια και μία άκρως, ορισμένες δε φορές, απίστευτη αυτοκυριαρχία και βαθιά συνείδηση του χρέους της.
Η βαρόνη, σαν βρέθηκε στο παράπηγμα, αντιμετωπίστηκε όχι απλώς αρνητικά, μα εχθρικά και πολύ σκληρά. Οι άλλες κρατούμενες την μισούσαν για το παρελθόν της. Οι γυναίκες δεν ξέρουν να ελέγχουν τον εαυτό τους, όταν κυριεύονται από κάποιο συναίσθημα, ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο. Η αδύναμη, λεπτοκαμωμένη γριούλα ήταν μισητή όχι γι’ αυτό που ήταν τώρα, αλλά ως φορέας εκείνης της ψευδαίσθησης, η οποία γοήτευσε και ήταν το όνειρο, όλων εκείνων που την μισούσαν τώρα.
Το κομψό, εκλεπτυσμένο παρελθόν, φαινόταν σε κάθε κίνηση της γριάς κυρίας των τιμών, σε κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα της. Δεν θα μπορούσε να το κρύψει, ακόμη κι αν προσπαθούσε, μα δεν το ήθελε. Παρέμενε αριστοκράτισσα με την πραγματική σημασία αυτής της λέξης∙ στο παράπηγμα των γυναικών στα νησιά Σολοφκί, μέσα στην βρωμιά των χυδαίων βρισιών, στο χάος του συνωστισμού, παρέμενε εκείνη που ήταν στο παλάτι. Δεν αποθάρρυνε, ούτε αποστρεφόταν τις άλλες, στην συμπεριφορά της δεν υπήρχε καμία σκιά έπαρσης, η οποία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ψευτοαριστοκρατισμού. Από την στιγμή που έγινε κρατούμενη, δέχτηκε την μοίρα της, το μοιραίο, ως τον σταυρό που πρέπει να κουβαλήσει χωρίς δειλία, παράπονο και οίκτο προς τον εαυτό της, χωρίς στεναχώρια και δάκρυα, χωρίς να κοιτάζει στο παρελθόν.
Αμέσως μόλις έφτασε η βαρόνη, όπως ήταν φυσικό, την έστειλαν στην πλινθοποιία. Μπορείτε να φανταστείτε πόσο δύσκολη της ήταν, στην έβδομη δεκαετία της ζωής της, να κουβαλάει μεγάλα βάρη. Οι «συναδέλφισσες» της χαίρονταν.
- Βαρόνη! Κυρία των τιμών! Τώρα, δεν θα κουβαλάς την ουρά της αυτοκράτειρας! Θα δουλέψεις όπως κι εμείς! Αυτά της έλεγαν, παρόλο που ελάχιστες από αυτές, εργάζονταν πραγματικά πριν βρεθούν στα Σολοφκί.
Δεν την άφηναν από τα μάτια τους κι άπληστα περίμεναν έναν στεναγμό παραπόνου, ένα δάκρυ αδυναμίας, μα δεν τους έμελλε να το δουν ποτέ. Η αυτοκυριαρχία, η αυτοπειθαρχία που είχε αποκτήσει κατά την διάρκεια της ζωής της, έσωσαν την βαρόνη από την ταπείνωση. Χωρίς να δείχνει την αδιαμφισβήτητη κούρασή της, δούλευε μέχρι το τέλος της βάρδιας και το βράδυ, ως συνήθως, προσευχόταν γονατιστή μπροστά σε μία μικρή εικόνα...
Η γνωστή μου, στον καιρό των Σολοφκί, η ιδιοκτήτρια πορνείου στην Κροστάνδη Κοραμπλίχα, μια ρωσίδα δυναμική, επιθετική, η οποία, όμως, είχε αισθήματα λύπης στην γυναικεία της ψυχή, μου είπε στην συνέχεια:
- Μόλις γονάτισε, η Σόνκα Γκλαζόκ, άρχισε να φωνάζει: «Για δες, έβαλες τον Θεό σου, για δείτε, έχουμε μία αγία κόντά μας» και η Ανέτα της είπε: «Εσύ γιατί λυπάσαι; Σε πειράζει: Βλέπεις πως ο άνθρωπος φροντίζει την ψυχή του!» Η Σόνκια δάγκωσε την γλώσσα της...
Αυτό επαναλήφθηκε και τις επόμενες ημέρες. Η βαρόνη ήρεμα και ρυθμικά μετέφερε τα γκρίζα τούβλα, επιστρέφοντας στο παράπηγμα, καθάριζε προσεκτικά το φόρεμά της, σιωπηλά έτρωγε την λαχανόσουπά της, προσευχόταν και έπεφτε να κοιμηθεί στο προσεκτικά στρωμμένο ξυλοκρέβατό της. Δεν είχε σχέσεις με την ομάδα των διανοουμένων στο γυναικείο παράπηγμα, αλλά δεν τις απέφευγε κιόλας, όπως δεν απέφευγε καμία από τις συγκρατούμενές της, συζητώντας με το ίδιο ύφος τόσο με τν πριγκίπισσα Σαχόφσκαγια η οποία ανακάτευε γαλλικές λέξεις στις φράσεις της, όσο και με την Σόνια Γκλαζόκ, η οποία μονίμως χρησιμοποιούσε ακατάλληλες λέξεις. Μιλούσε μόνο στα ρωσικά, αν και οι διανοούμενες του παραπήγματος προτιμούσαν τα γαλλικά.
Ήρθαν, όμως, οι δύσκολες μέρες στα Σολοφκί και οι επιθέσεις κατά της βαρόνης, αραίωσαν. Οι «έξυπνες» φαρμακόγλωσσες δεν πέτυχαν τον σκοπό τους.
- Σήμερα το πρωί η Μάνκα Ντλιναγια επιτέθηκε στην βαρόνη στον νεροχύτη, μου είπε το βράδυ στην θεατρική πρόβα η Κοραμπλίχα, την χτένα, το σαπούνι τα πέταξε στο πάτωμα, λέγοντας της πως πιάνει πολύ χώρα. Την βάρεσα άσχημα με μια πατσαβούρα την άθλια. Γιατί την θεοσεβούμενη γριούλα πειράζεις; Δεν σου φτάνει το νερό; Σε ενοχλεί που είναι καθαρή;
Η οριστική μεταστροφή στην αντιμετώπιση της πρώην κυρία των τιμών, έγινε όταν η καθαρίστρια του θαλάμου όπου ζούσε «ανακοίνωσε».
«Ανακοίνωση, στην αργκό των νησιών Σολοφκί, ήταν η δήλωση της εγκυμοσύνης. Συνήθως όσες υπέπιπταν στον αμάρτημα να αγνοήσουν την απαγόρευση των ερωτικών σχέσεων, έκαναν άμβλωση, ακόμη κι αν ήταν στον έβδομο, όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης. Όσες όμως είχαν καλές σχέσεις με την διοίκηση τις μετέφεραν στο νησί Ανζέρ, όπου γεννούσαν και θήλαζαν τα νεογέννητα σε σχετικά ανεκτές συνθήκες και σε ελαφρά καταναγκαστικά έργα. Γι’ αυτό έκρυβαν με περισσή φροντίδα την εγκυμοσύνη και την ανακοίνωναν μόνο όταν μπορούσαν να αποφύγουν την άμβλωση και να βρεθούν στην ομάδα με τις «μαμάδες».
Η καθαρίστρια έπρεπε να αντικατασταθεί και κατά την παλιά παράδοση της φυλακής, η αντικατάσταση γινόταν με δημοκρατικό τρόπο, η νέα καθαρίστρια εκλεγόταν. Η δουλειά της ήταν σχετικά εύκολη: να πλύνει τα πατώματα, να φέρει ξύλα, να ανάψει την σόμπα. Η θέση της καθαρίστριας ήταν επίζηλη.
- Ποια θα βάλουμε; Ρώτησε Κοραμπλίχα. Αυτή ήταν η υπεύθυνη του θαλάμου.
- Την βαρόνη! Φώναξε η Σόνκα Γκλαζόκ, ασυγκράτητη τόσο στην αγάπη όσο και στο μίσος. - Ποιον άλλον; Αυτή είναι πιο καθαρή απ’ όλες μας. Δεν θα έχουμε κανένα πρόβλημα...
Το επιχείρημα ήταν σοβαρό. Αν υπήρχαν βρωμιές τιμωρούνταν όλος ο θάλαμος. Η κυρία τριών αυτοκρατορισσών έγινε καθαρίστρια του θαλάμου με τις κλέφτες και τις πόρνες. Ήταν μεγάλη «ελεημοσύνη» για αυτή. Τα τούβλα θα την οδηγούσαν στον τάφο.
Αποκτώντας μία συγκεκριμένη θέση στην κολεκτίβα της φυλακής, η βαρόνη όχι μόνο έπαψε να θεωρείται ξένη, αλλά αυτομάτως απέκτησε και το αντίστοιχο με το «αξίωμά» της κύρος και μία σχετική εξουσία. Οι άλλες κρατούμενες, άρχισαν να την προσεγγίζουν και ξεκίνησε, νομίζω, με τις συμβουλές που έδινε στα περίπλοκα ζητήματα των καλλυντικών, τα οποία εκτιμούνται με τον ίδιο ζήλο, τόσο στο παλάτι, όσο και στο κάτεργο...»
* * *
Δεν ήταν, όμως, λίγες οι περιπτώσεις που οι γυναίκες οργάνωναν εξεγέρασεις στα κάτεργα. Στο «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, διαβάζουμε πως αντιμετώπιζε το κομμουνιστικό καθεστώς, παρόμοιες περιπτώσεις:
«... Οι δεσμώτες για να προπαγανδίσουν τα αιτήματά τους, χρησιμοποίησαν μπαλόνια και αετούς, τα οποία έφτιαξαν Τσετσένοι. Στα μπαλόνια είχαν γράψει με μεγάλα γράμματα: «Σώστε τις γυναίκες και τους γέροντες! Απαιτούμε να έρθει ένα μέλος του προεδρείου της Κ.Ε.!»
Στους αετούς είχαν τοποθετήσει φυλλάδια που έγραφαν συνθήματα, όπως: «Κάτω οι φονιάδες του Μπέρια! Γυναίκες των αξιωματικών του Γκουλάγκ, δεν ντρέπεστε που είστε σύζυγοι φονιάδων;»
Τα τεθωρακισμένα πατούσαν όποιον έβρισκαν στον δρόμο τους ... Περνούσαν πάνω από τα παραπήγματα και πατούσα... όσους είχαν στριμωχτεί στους τοίχους, προσπαθώντας να αποφύγουν τις ερπύστριες... Τα τεθωρακισμένα έριχναν τους ξύλινους τοίχους των παραπηγμάτων και έμπαιναν μέσα.... Τους τραυματίες τους αποτελείωναν με ξιφολόγχες. Οι γυναίκες προσπαθούσαν να προστατεύσουν τους άντρες, προτάσσοντας τα κορμιά τους. Τις σκότωναν με ξιφολόγχες;! Ο αξιωματικός Μπελιάγιεφ, εκείνο το πρωινό, σκότωσε δύο δεκάδες ανθρώπους με τα ίδια του τα χέρια. Μετά την μάχη τον είδαν βάζει μαχαίρια στα χέρια των νεκρών και ο φωτογράφος φωτογράφιζε τους «ένοπλους ληστές...».