Ο μεγαλύτερος κίνδυνος των πελατειακών παροχών του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι μειώνουν την ελευθερία της επόμενης κυβέρνησης να εφαρμόσει αναπτυξιακές πολιτικές, δηλώνει στο Liberal ο καθηγητής Οικονομικών στο Stern School of Business, New York University Νίκος Οικονομίδης.
«Η σημερινή κυβέρνηση μοίρασε χρήματα που δεν είχε και υποσχέθηκε προεκλογικά ότι η επόμενη κυβέρνηση θα μοιράσει χρήματα που δεν θα έχει», τονίζει χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι χρήματα που τα παίρνουμε από το «μαξιλάρι» και τα μοιράζουμε σε παροχές είναι χρήματα που χάνονται από τις επενδύσεις που πρέπει να κάνει το κράτος.
Εξηγεί τους 6 λόγους για τους οποίους η ελληνική οικονομία πρέπει να τρέξει με ραγδαίους ρυθμούς ανάπτυξης και θεωρεί ότι η η Ελλάδα όχι μόνο μπορεί αλλά είναι απαραίτητο να αποτελέσει «επενδυτική έκπληξη». Επισημαίνει ότι οι στόχοι του προγράμματος που έχει υπογράψει η κυβέρνηση Τσίπρα πρέπει να αναθεωρηθούν, ότι τα πλεονάσματα αυτά είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου και ότι οι δανειστές το γνωρίζουν αυτό, επομένως η λογική επιβάλει να δεχτούν τη μείωσή τους.
Ερωτηθείς για το κόστος του πρώτου εξαμήνου του 2015, της θητείας ΣΥΡΙΖΑ, θεωρεί ότι η ζημιά μπορεί να ξεπερνά τα 100 και να προσεγγίζει και τα 200 δισ ευρώ, σημειώνοντας ότι αυτό για το οποίο Τσίπρας-Βαρουφάκης «τώρα κάνουν την πάπια για να το ξεχάσουμε» θα το πληρώνουμε για δεκαετίες.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Πώς σχολιάζετε τις προειδοποιήσεις της Κομισιόν και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για δημοσιονομικό εκτροχιασμό; Πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος και τι επιπτώσεις αυτός θα έχει;
Δυστυχώς, η σημερινή κυβέρνηση μοίρασε χρήματα που δεν είχε και υποσχέθηκε προεκλογικά ότι η επόμενη κυβέρνηση θα μοιράσει χρήματα που δεν θα έχει! Χρήματα που τα παίρνουμε από το «μαξιλάρι» και τα μοιράζουμε σε παροχές είναι χρήματα που χάνονται από τις επενδύσεις που πρέπει να κάνει το κράτος. Είναι ένα ακόμη βήμα προς τα πίσω της σημερινής κυβέρνησης.
Ο πρώτος κίνδυνος που εμπεριέχουν οι πελατειακές προεκλογικές παροχές του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι μειώνουν σε κάποιο βαθμό την ελευθέρια της επομένης κυβέρνησης να εφαρμόσει αναπτυξιακές πολίτικες. Ο άλλος κίνδυνος είναι ότι ξαφνικά το πολιτικό ρίσκο της Ελλάδας μεγαλώνει ξανά. Αλλά, η προσδοκία της σταθεροποιητικής πολιτικής Μητσοτάκη αλλάζει ριζικά το τοπίο και εξαφανίζει αυτόν τον κίνδυνο.
Οι απώλειες πολεμικού τύπου που υπέστη το ελληνικό ΑΕΠ στα χρόνια της κρίσης δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθούν με ρυθμούς σαν αυτούς του πρώτου τριμήνου του 2019, όπου η Ελλάδα «έτρεξε» με μόλις 1,3%...
Η ελληνική οικονομία πρέπει να τρέξει με πολύ γοργούς (θα έλεγα ραγδαίους) ρυθμούς ανάπτυξης. Η γοργή ανάπτυξη λύνει πολλαπλά προβλήματα. Πρώτο, δίνει αυξημένο εισόδημα σε όλους. Δεύτερο, δίνει πραγματική δουλειά και μειώνει ριζικά την ανεργία. Τρίτο, δίνει αυτόματα πιο πολλούς φόρους στο κράτος και δημιουργεί «δημοσιονομικό χώρο» που μπορεί να εκμεταλλευτεί η κυβέρνηση για να μειώσει τους συντελεστές φορολογίας και να βοηθήσει περαιτέρω την ανάπτυξη. Τέταρτο, αυξάνει τις εργασιακές εισφορές και μειώνει το ποσό που χρειάζεται να δίνει το κράτος στο συνταξιοδοτικό για να μην καταρρεύσει. Έτσι αυξάνει επιπλέον τον «δημοσιονομικό χώρο». Πέμπτο, δίνει τη δυνατότητα στο κράτος να αποπληρώσει σε βάθος χρόνου όλα τα δάνεια του προς την Ε.Ε. και ιδιώτες. Έκτο, φέρνει σε καλύτερη θέση μερικές από τις υπερδανεισμένες επιχειρήσεις και μειώνει σε κάποιο βαθμό την πίεση στις τράπεζες από τα κόκκινα δάνεια.
Εδώ και χρόνια το νούμερο ένα ζητούμενο της ελληνικής οικονομίας ήταν και είναι η προσέλκυση επενδύσεων, όταν γειτονικές χώρες, όπως Βουλγαρία, Ρουμανία, καταγράφουν πολύ καλύτερες επιδόσεις. Μπορεί τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα να αποτελέσει «επενδυτική έκπληξη» και πώς;
Όχι μόνο μπορεί η Ελλάδα να αποτελέσει «επενδυτική έκπληξη», αλλά είναι απαραίτητο να γίνει. Ανέλυσα πιο πάνω τα πολλαπλά οφέλη των επενδύσεων. Η ραγδαία αύξηση των επενδύσεων είναι η μόνη ασφάλεια ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να αποπληρώσει όλο το χρέος της μακροχρόνια.
Οι οικονομολόγοι (και της Ε.Ε. και του ΔΝΤ) γνωρίζουν ότι χωρίς έκρηξη επενδύσεων η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει όλο το χρέος και θα χρειαστεί να έρθει ξανά επαίτης στην Ε.Ε. ζητώντας κούρεμα του χρέους και καινούργιο μνημόνιο. Αυτό το έχει πει και γραπτώς το ΔΝΤ με διπλωματικά λόγια. Γι' αυτόν τον λόγο ακριβώς πρέπει η Ε.Ε. να βοηθήσει την Ελλάδα να πάρει μετρά υπέρ των επενδύσεων, όπως η μείωση των φορών.
Γενικότερα, πρέπει οι στόχοι του προγράμματος να αναθεωρηθούν, από τους βαρύτατους βραχυπρόθεσμους που υπέγραψε ο Τσίπρας όταν έφερε την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού σε μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους που να εγγυώνται την μακροχρόνια σταθερότητα της Ελλάδας, την αποπληρωμή όλου του χρέους, και την θέση της Ελλάδας στο ευρώ. Αυτό είναι δύσκολο έργο γιατί η ΕΕ προτιμά να αναβάλλει το θέμα, αλλά για την Ελλάδα το πρόβλημα είναι καίριο και πρέπει να υπενθυμιστεί από την κυβέρνηση εθνικής ανασυγκρότησης του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Οι επενδύσεις κολλάνε σε τρία πράγματα στην Ελλάδα.
Πρώτα, στο πολιτικό ρίσκο. Η τρελή διαπραγμάτευση Βαρουφάκη το 2015 που έφερε την Ελλάδα κυριολεκτικά μια σπιθαμή από τον γκρεμό του Grexit και την άτακτη χρεοκοπία έχει μείνει στο μυαλό των επενδυτών παρά τη μετέπειτα συμπεριφορά του κ. Τσίπρα. Το γεγονός ότι ήταν ο πρωθυπουργός που διόρισε τον Βαρουφάκη υπενθυμίζει ότι πρέπει να μην τον εμπιστεύονται, και κατ' επέκταση την Ελλάδα. Ακόμα και την τελευταία στιγμή, η κυβέρνηση Τσίπρα μοίρασε προεκλογικά χρήματα παραβιάζοντας το συμφωνημένο πλεόνασμα με την Ε.Ε. Ευτυχώς, αυτό το πολιτικό ρίσκο αλλάζει ριζικά με την εκλογή της Νέας Δημοκρατίας, που ρίχνει δραματικά το πολιτικό ρίσκο, ακόμη πιο χαμηλά και από την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι χρηματαγορές ήδη ανέβηκαν σημαντικά προσδοκώντας την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη τον Ιούλιο.
Η δεύτερη τροχοπέδη της ανάπτυξης είναι η γραφειοκρατία. Παράλληλοι μηχανισμοί (αρχαιολογία, δασαρχείο, χωροταξία, τοπική αυτοδιοίκηση, κ.α.) δημιουργούν δεκάδες εμπόδια σε μικρές και μεγάλες επενδύσεις. Χρειάζεται σκληρή και αποτελεσματική δουλειά στο υπουργείο Ανάπτυξης για να παταχθεί η Λερναία Ύδρα της γραφειοκρατίας.
Το τρίτο πρόβλημα της ανάπτυξης είναι οι τεράστιοι φόροι, ιδιαίτερα σε σχέση με τις χώρες της περιοχής. Η απερχομένη κυβέρνηση είχε φτάσει να πει μέσω του υπουργού οικονομικών το εντελώς εξωπραγματικό ότι οι φόροι φέρνουν ανάπτυξη! Ευτυχώς είναι μέσα στο πρόγραμμα της Ν.Δ. να μειωθούν δραστικά οι εταιρικοί και ατομικοί φόροι. Χρειάζεται ασφαλώς αυτές οι αλλαγές να διατηρηθούν μακροχρόνια.
Η Ελλάδα έχει ένα πολύ αξιόλογο μορφωμένο εργατικό δυναμικό. Οι ταχείς ρυθμοί ανάπτυξης της Ελλάδας από τον 19ο αιώνα και μετά εξηγούνται σε μεγάλο βαθμό από την υψηλότερη εκπαίδευση σε σύγκριση με χώρες των Βαλκάνιων και της Μέσης Ανατολής. Η Ελλάδα θα μπορούσε να διαπρέψει στον τομέα της εφαρμοσμένης καινοτομίας. Χρειάζεται όμως να δημιουργήσει το κατάλληλο νομικό και θεσμικό πλαίσιο, όπως και τις διάφορες συμπληρωματικές υπηρεσίες που αποτελούν το οικοσύστημα των εταιρειών τεχνολογίας σε άλλες χώρες. Ο τομέας αυτός πρέπει να αποτελέσει στενευμένη προσπάθεια της νέας κυβέρνησης.
Πιστεύετε ότι οι δανειστές θα φανούν ελαστικοί απέναντι στη νέα κυβέρνηση και «ανοικτοί» σε μείωση των στόχων των πλεονασμάτων; Ο Κ. Μητσοτάκης έχει εδώ και καιρό μιλήσει για επαναδιαπραγμάτευση…
Ο νέος Έλληνας Πρωθυπουργός πρέπει να ζητήσει από την Ε.Ε. μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος με συμφωνημένο σχέδιο με τους δανειστές ότι η μείωση θα πάει η μισή στις δημοσιές επενδύσεις και η άλλη μισή στην μείωση των φορών για να τονωθεί η ανάπτυξη. Το μακροχρόνιο τεράστιο πλεόνασμα του υποσχέθηκε το 2015 ο κ. Τσίπρας δεν γίνεται να πραγματοποιηθεί ούτε στην Ελλάδα, ούτε σε άλλη χώρα του κόσμου συγχρόνως με γοργή ανάπτυξη. Οι δανειστές αυτό το γνωρίζουν και η λογική επιβάλλει να δεχτούν μείωση του στόχου, αφού τα πλεονεκτήματα της ανάπτυξης είναι πολλαπλά και εντελώς αναγκαία για την Ελλάδα.
Τελικά πόση ζημιά έχει γίνει στην ελληνική οικονομία από την διαπραγμάτευση Βαρουφακη; Ο κ. Ρέγκλινγκ έχει μιλήσει για 100 δις. ευρώ, παλαιότερα ο κ. Βίζερ είχε κάνει λόγο για 200 δισ. Έχει άραγε αποτιμηθεί πόσα έχασε η Ελλάδα από το 2015 και μετά;
Τεράστια ζημιά. Πρώτα χάθηκαν 24 δις. από τα χρήματα του Δημοσίου που είχαν μπει στις τράπεζες πρωτύτερα. Δεύτερο, αναγκάστηκε το Δημόσιο να δανειστεί 86 δις. στο τρίτο μνημόνιο όταν επί Σαμαρά μιλούσαν μόνο για προληπτική γραμμή 11 δισ. και τα μνημόνια έληγαν. Τρίτο, χάθηκαν αρκετά ποσοστά θετικής ανάπτυξης το 2015, και από θετική πρόβλεψη ανάπτυξης φτάσαμε σε αρνητική ανάπτυξη στην πραγματικότητα. Τέταρτο, από ολιγωρία Τσίπρα και δόλο Βαρουφάκη μπήκαν κεφαλαιακοί έλεγχοι που δημιουργούν βραχνά στην οικονομία ακόμα και σήμερα. Η ζημιά είναι οπωσδήποτε πάνω από 100 δισ. και μπορεί να φτάνει και στα 200 δισ. Να σκεφτούμε ποσό μεγάλο είναι αυτό το ποσό. Μετά το PSI, το χρέος του ελληνικού κράτους από συστάσεως του είναι τώρα περίπου 350 δισ. Από αυτά τα 350, τα 100 δισ. τουλάχιστον τα φόρτωσαν Τσιπρας-Βαρουφακης το 2015 όταν έπαιξαν την χώρα κορώνα γράμματα για δικούς τους πολίτικους σκοπούς! Τώρα κάνουν την πάπια για να το ξεχάσουμε σαν να μην έγινε ποτέ η καταστροφή του πρώτου εξάμηνου του 2015, που θα την πληρώνουμε για δεκαετίες.
* Ο κ. Νίκος Οικονομίδης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Stern School of Business, New York University.