Του Παύλου Ελευθεριάδη
Μέχρι πριν μια εβδομάδα, οι συνομιλίες μεταξύ Βρετανίας και ΕΕ βρισκόντουσαν σε αδιέξοδο. Η συμφωνία της 17ης Οκτωβρίου ήλθε ξαφνικά χωρίς να την περιμένει κανείς. Ο λόγος που η συμφωνία έγινε πραγματικότητα ήταν η ηγετικότητα του Ιρλανδού Πρωθυπουργού και η απελπισία του Βρετανού.
Στην μεταξύ τους συνάντηση ο Λήο Βαράντκαρ πρότεινε στον Μπόρις Τζόνσον μια γενναία υποχώρηση της Ιρλανδίας. Η ΕΕ (και η Ιρλανδία) θα αποδεχόντουσαν ότι το καθεστώς της Βόρειας Ιρλανδίας δεν θα ήταν αναγκαστικά μόνιμο. Η διατήρησή του μετά από τα πρώτα τέσσερα χρόνια ήταν ανοικτή στην ψήφο της περιφερειακής βουλής της Βόρειας Ιρλανδίας, γνωστή ως «Στόρμοντ». Το καθεστώς αυτό θα μπορούσε να αλλάξει αν το αποφάσιζε η πλειοψηφία της βουλής στο τέλος του 2024.
Η παραχώρηση αυτή ήταν σημαντική. Εδώ και τρία χρόνια η ΕΕ έλεγε ότι τα ανοιχτά σύνορα στην Ιρλανδία και άρα η ειρήνη μεταξύ των δύο κοινοτήτων, των Καθολικών και των Προτεσταντών, έπρεπε να προστατευτούν χωρίς χρονικό όριο, σύμφωνα με την συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής – που είχε πετύχει πριν είκοσι σχεδόν χρόνια ο Τονυ Μπλερ.
Σε αντάλλαγμα ο Μπόρις Τζόνσον αποδέχτηκε ότι τα σύνορα μεταξύ Βορείου και Δημοκρατίας της Ιρλανδίας θα μένουν ανοικτά ενώ το τελωνειακό σύνορο θα ήταν μεταξύ των δύο νησιών: της Ιρλανδίας και της Βρετανίας. Η Βόρειος Ιρλανδία θα ήταν συνεπώς μέσα στον τελωνειακό αλλά και ρυθμιστικό χώρο της ΕΕ. Έτσι μόνο θα συνεχιστεί το ελεύθερο εμπόριο χωρίς διατυπώσεις. Το αποτέλεσμα όμως είναι ότι με την συμφωνία αυτή η Βόρειος Ιρλανδία θα ακολουθεί το δίκαιο της ΕΕ, χωρίς όμως να εκπροσωπείται πουθενά στα νομοθετικά όργανά της. Δηλαδή, κατά ειρωνεία της ιστορίας, η Βόρειος Ιρλανδία θα γίνει αποικία της ΕΕ, και έμμεσα της Ιρλανδίας.
Η ταπεινωτική αυτή παραχώρηση ήταν ξαφνική και μη αναμενόμενη. Τόσο η Τερέζα Μαίη όσο και ο Μπόρις Τζόνσον είχαν πει στο παρελθόν ότι «κανείς Βρετανός» πρωθυπουργός δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί εσωτερικά σύνορα μέσα στη χώρα του. Πράγματι μια από τις πιο θεμελιώδεις αρχές του Συντηρητικού Κόμματος είναι η διατήρηση της ένωσης των διαφορετικών εθνών του Ηνωμένου Βασιλείου. Και όμως, ο Τζόνσον αποδέχθηκε την κατάτμηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Έτσι το μικρό κόμμα που στήριζε την κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον, το εθνικιστικό κόμμα της Βορείου Ιρλανδίας DUP, τον εγκατέλειψε και είπε ότι θα καταψηφίσει την συμφωνία.
Τί έκανε τον Μπόρις Τζόνσον – αλλά και την πλειοψηφία των Συντηρητικών βουλευτών που στηρίζουν τη νέα συμφωνία - να παραδώσει την Βόρεια Ιρλανδία στην ΕΕ; Πιστεύω ότι ήταν η απελπισία. Οι ακραίες εθνικιστικές θέσεις του Τζόνσον και της ηγετικής ομάδας του Συντηρητικού κόμματος παραμένουν μειοψηφικές. Έχουν αποξενώσει τους κεντροδεξιούς βουλευτές του κόμματός του, που επιθυμούν η Βρετανία να διατηρήσει στενές σχέσεις με την ΕΕ. Αντίθετα ο Τζόνσον θέλει μια νέα Βρετανία στο πρότυπο της φιλοσοφίας του Ντόναλντ Τραμπ, χωρίς περιβαλλοντική προστασία και χωρίς ισχυρή προστασία των εργαζομένων, περιορισμούς που απορρίπτει ως «γραφειοκρατικούς». Η κυβέρνηση έτσι έχει χάσει την δεδηλωμένη. Βρίσκεται στην εξουσία βασικά κατά παράβαση του άγραφου συντάγματος.
Ο μόνος λόγος που η αντιπολίτευση δεν ρίχνει τον Τζόνσον ώστε να γίνουν εκλογές, είναι ο φόβος ότι ο νόμος περί «Σταθερού Κοινοβουλίου» του Νταίηβιντ Κάμερον – δίνει στον Τζόνσον το δικαίωμα να επιλέξει την ημερομηνία των εκλογών αφού χάσει ψήφο εμπιστοσύνης, η οποία θα μπορούσε να είναι η 1η Νοεμβρίου, άρα επιβάλλοντας άτακτη έξοδο από την ΕΕ. Εφόσον η αντιπολίτευση αρνείται να του δώσει το δώρο να επιλέξει την ημερομηνία των εκλογών, ο Τζόνσον ξέρει ότι η συμφωνία με την ΕΕ είναι ο μόνος τρόπος να πετύχει το Brexit στις 31 Οκτωβρίου, εξαναγκάζοντας τους βουλευτές του να την εγκρίνουν υπό την απειλή του Brexit χωρίς συμφωνίας.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έδωσαν στον Τζόνσον μια νέα συμφωνία, αφού κερδίζουν διπλά. Πρώτον, η Ιρλανδία κατά βάση αποκτά την Βόρειο Ιρλανδία, ενώ, δεύτερον, η ΕΕ ξεφορτώνεται την Βρετανία με το ανώριμο πολιτικό της σύστημα, τα εθνικιστικά ΜΜΕ, και αντι-ευρωπαική ηγεσία στα δύο μεγάλα κόμματα. Δίκαια ο Πρόεδρος Μακρόν θέλει να τελειώνει με την τραγικωμωδία της Βρετανικής ηγεσίας...
Αυτά τα σχέδια ανατράπηκαν, τουλάχιστον προσωρινά, με την σημερινή ψηφοφορία στη βουλή των Κοινοτήτων. Η σημερινή ψήφος είναι άλλο αποτέλεσμα του παράδοξου γεγονότος ότι η πιο σημαντική διαπραγμάτευση για το μέλλον της Βρετανίας γίνεται από μια κυβέρνηση που δεν έχει δημοκρατική νομιμοποίηση, αφού δεν έχει πλειοψηφία στη Βουλή.
Η Βουλή ψήφισε την πρόταση του Σερ Όλιβερ Λέτουιν, με την οποία η διαδικασία αλλάζει σειρά. Ο Μπόρις Τζόνσον τώρα θα αναγκαστεί να ζητήσει παράταση μέχρι τον Ιανουαρίου, η παράταση όμως ίσως να μην χρειαστεί. Η βουλή θα πρέπει πρώτα να ψηφίσει όλα τα νομοθετικά μέτρα που απαιτούνται για για την τήρηση της συμφωνίας αποχώρησης, προτού δώσει την (απαραίτητη από τον νόμο του 2018) συγκατάθεσή της στην Συμφωνία. Αυτό γίνεται ώστε να αποφευχθεί ένα ακόμα πιθανό στρατήγημα των ακραίων εθνικιστών βουλευτών που στηρίζουν τον Τζόνσον: να δώσουν σήμερα την συγκατάθεσή της στην Συμφωνία αποχώρησης, αλλά να μην ψηφίσουν τους αναγκαίους εκτελεστικούς νόμους. Αυτό θα έφερνε την έξοδο χωρίς συμφωνία την 31η Οκτωβρίου.
Το επόμενο βήμα είναι να προσπαθήσει η κυβέρνηση να περάσει τη νομοθεσία για την έξοδο πριν τις 31 Οκτωβρίου. Ίσως τα καταφέρει. Ο Τζόνσον ίσως βρει συμμάχους σε κάποιους από τους 21 μετριοπαθείς Συντηρητικούς που διέγραψε πριν λίγες εβδομάδες, ή και σε κάποιους από τους αντι-Ευρωπαίους βουλευτές των Εργατικών. Ο Τζέρεμυ Κόρμπυν – για άλλη μια φορά – στηρίζει το Brexit έμμεσα, αφού έχει πει ότι όσοι βουλευτές του ψηφίσουν την συμφωνία δεν θα έχουν εσωκομματικές συνέπειες. Συνεπώς η συμφωνία ίσως περάσει τις επόμενες εβδομάδες, προτού η κοινή γνώμη καταλάβει τι ακριβώς έχει συμφωνηθεί.
Η κυβέρνηση Τζόνσον είναι αποφασισμένη να αποκόψει την Βρετανία από τις στενές εμπορικές της σχέσεις με την ηπειρωτική Ευρώπη. Παραδίδοντας την Βόρειο Ιρλανδία στην ΕΕ – και με την έμμεση στήριξη της αντι-Ευρωπαϊκής ηγεσίας των Εργατικών - ίσως το καταφέρει.