Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Έγραφα τις προάλλες, μεταξύ άλλων, αυτά:
Ούτε ένας από τους καλούς Αριστερούς διανοουμένους του χαβιαριού και του αυγοτάραχου δεν βγήκε να μας υπερασπιστεί τότε που επί μήνες και επί χρόνια τρώγαμε βρισιές, συκοφαντίες, γιούχα, εξευτελισμούς, καρφώματα σε εργοδότες, ευθείες απειλές για τη σωματική μας ακεραιότητα και για τη σωματική ακεραιότητα των οικείων μας. Ούτε μισός από δαύτους δεν βγήκε τότε να πει μισή κουβέντα συμπαράστασης. Όλοι πέρναγαν τη μερούλα τους είτε φτύνοντας χολή και μίσος και λάδι στη φωτιά, είτε, ακόμη χειρότερα, σιωπώντας.
Και τα έγραφα, ασφαλώς, αυτά (και θα συνεχίσω μια ζωή να τα γράφω και να τα λέω), όχι γιατί το θυμήθηκα ξαφνικά —καθώς δεν θα ξεχάσω ποτέ, τίποτα, όσο ζω: ποτέ, τίποτα, κανέναν «και καμιά» τους, για να χρησιμοποιήσω αυτή τη γελοία έκφραση αριστερού μικροαστικού καθωσπρεπισμού—, αλλά γιατί έχουν βγει λόγω τής Σιλωάμ τού Μακεδονικού στο μεϊντάνι κάμποσοι από δαύτους το τελευταίο διάστημα, και μυξοκλαίνε επειδή τάχα βγήκαν δυο ηλίθιοι φασίστες και τους απειλούν.
Το τονίζω το «τάχα»: οι 9 στους 10 που διαφημίζουν με δακρύβρεχτα και ηρωικά κείμενα στο… Facebook ότι δέχονται απειλές από ακροδεξιούς και όψιμους Μακεδονομάχους λένε ανερυθρίαστα ΨΕΜΑΤΑ. Και το ξέρουν άπαντες αυτό: το ξέρουν οι ίδιοι? το ξέρουμε εμείς? και το ξέρουν ακόμη και εκείνοι στους οποίους δουλικά κυρίως απευθύνονται, επιζητώντας την προσοχή τους και εκλιπαρώντας για μια καλύτερη θεσούλα ή έστω για μια ηθική ανταμοιβή, ή για ένα κάποιο βλέμμα.
Και δεν εννοώ φυσικά εδώ όσους δέχονται επιθέσεις από πίτσες και σουβλάκια — δεν εννοώ καν βουλευτές ή ανθρώπους που έχουν ισχυρό λόγο, λόγο εξουσιαστικό, και θέσεις μέσα στην κυβέρνηση — δεν εννοώ τους στοχοποιημένους με αφίσες βουλευτές που υποστηρίζουν τη Συμφωνία ή πρόκειται να την ψηφίσουν. Προς Θεού. Εννοώ όσους θέλουν να αποκτήσουν τέτοιον λόγο και τέτοιες θέσεις, κάτι καθηγητάκους και κάτι τέτοιους. Ανθρώπους που επέλεξαν αυτόν τον τρόπο για να αυτοδιαφημιστούν. Ξέρουν αυτοί.
Όπως κι εγώ ξέρω δεκάδες περιπτώσεις δημοκρατών πολιτών —επαγγελματιών, δημοσιογράφων, διανοουμένων, μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας κ.ά.— και ενός σκύλου, του σκύλου μου (που με απειλούσαν καθημερινώς ότι θα τον φολιάσουν έτσι και δεν το βούλωνα και δεν σταματούσα να καταφέρομαι κατά τού φασιστικού ΟΧΙ στο ελεεινό Δημοψήφισμα του '05 — όπως τ' ακούτε: του σκύλου μου), ξέρω, επαναλαμβάνω, δεκάδες περιπτώσεις δημοκρατών πολιτών που ζούσαν καθημερινώς και επί καιρό υπό την απειλή ξύλου. Και δεν μιλώ, πάλι, καν για τις πραγματικές επιθέσεις σε πανεπιστήμια ή σε συγκεντρώσεις στο πεζοδρόμιο και στις πλατείες.
Αυτές μάλιστα τις ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ. Καταλαβαίνω τι σημαίνει να περάσεις κοντά από μία συγκέντρωση Αγανακτισμένων και να σε ποδοπατήσουν, όπως καταλαβαίνω τι σημαίνει να μετέχεις σε μία συγκέντρωση είκοσι ατόμων και να σας κυνηγούν, ξαφνικά, σαράντα κρανοφόροι χούλιγκαν με μηχανάκια σέρνοντας αλυσίδες, όπως καταλαβαίνω τι σημαίνει να κάνεις τη δουλειά σου μέσα στο πανεπιστήμιο και να σε στριμώχνουν στον τοίχο οι λογής φασίστες κάποιων αριστερών παρατάξεων ή το οποιοδήποτε γκρουπούσκουλο.
Δεν μιλώ για τις καθαυτό επιθέσεις τόση ώρα —δηλαδή: για το ξύλο—, για κάτι που επέχει θέση τιμωρίας ή ποινής για τις απόψεις σου. Μιλώ για κάτι χειρότερο: για την απειλή, για την απαίτηση να ΜΗΝ έχεις λόγο, για την απαίτηση να είσαι ή να προσποιείσαι ότι έγινες κάποιος ΑΛΛΟΣ. Αυτό είναι το άκρον άωτον του ειδεχθούς ηγεμονισμού: ο φασίστας δεν θέλει ουσιαστικά να σε τιμωρήσει ή να σου ρίξει ένα χέρι ξύλο — θέλει να σε αλλάξει, δηλαδή να σε αφανίσει, να σε ισοπεδώσει, να σε κάνει ίσα μ' ένα μυρμήγκι.
Λοιπόν, τον καιρό εκείνο —και μιλώ για πολύ πριν το καλοκαίρι τού 2015 για όσους εξ ημών είχαμε την ευκαιρία να ακουγόμαστε κάπως παραπάνω, άρα και τις προϋποθέσεις για να προσελκύσουμε ικανό μέρος του αντιμνημονιακού συρφετού επάνω μας—, εκείνα τα πολλά πέτρινα χρόνια λοιπόν, που οδήγησαν εδώ που οδήγησαν όπως ήταν ηλίου φαεινότερο και γράφτηκε άπειρες φορές πολύ πριν τον Ιανουάριο του '15, όλο εκείνο τον καιρό ούτε ΕΝΑΣ, ούτε ΜΙΣΟΣ αριστερός διανοούμενος από όλο τον εσμό που έπεσε πάνω στο άρμα του Τσίπρα σαν τον κολαούζο γύρω από το ατρακτώδες σώμα του καρχαρία για να τσιμπήσει μία μπουκίτσα, ούτε ΜΙΣΟΣ από δαύτους δεν βγήκε να μας υπερασπίσει. Ούτε ένας, για δείγμα.
Κι αυτό, που ήταν ακριβώς ο λόγος για τον οποίο συχνά επιλέγαμε άσχετους δρόμους για να πάμε σπίτι μας (όχι οι καθαυτό απειλές των φασιστών της Αριστεράς: η απουσία υποστήριξης μας επέβαλλε να πηγαίνουμε τοίχο-τοίχο), δεν ξεχνιέται. Είμαστε μικρή χώρα, γνωριζόμαστε — γνωριζόμαστε όλοι καλά.
Για να κλείσω το θυμωμένο αυτό σημείωμα: έλεγα στην αρχή ότι θα συνεχίσω μια ζωή να τα γράφω και να τα λέω αυτά. Το εννοώ απολύτως, γιατί όλο αυτό, ξέρετε, ήταν και είναι πάντα προσωπικό: αφορά εσένα, την οικογένειά σου, τους δικούς σου — και το σκυλί σου. Γι' αυτό και θα συνεχίσω να γράφω, να λέω, και να παρουσιάζω με στοιχεία τον λόγο βίας που δεχόμασταν όλον εκείνο τον καιρό (screenshot τα λένε). Κι αυτό δεν είναι προειδοποίηση. Είναι απειλή.
ΥΓ. Αλλά πριν κλείσω —αν και το ξανάπα μόλις— κάτι τελευταίο… Έχω να υπερηφανεύομαι πως, αν δεν είμαι ο πρώτος, είμαι από τους πρώτους δυο-τρεις που είπαμε ότι θα μπούμε μπροστά σε όποιον πάει να χτυπήσει πολιτικό μας αντίπαλο, γιατί, σε πλήρη και απόλυτη αντίθεση με δαύτους, τασσόμαστε αναφανδόν κατά τής πολιτικής βίας από όπου και αν προέρχεται.
Μάλιστα, όποτε το έλεγα, διάφοροι έσπευδαν να σχολιάσουν ότι οι ίδιοι εκείνη τη στιγμή θα κάνουν πως δένουν τα παπούτσια τους. Λογικό. Από την άλλη, ακριβώς επειδή τους σιχάθηκε το είναι μου, έφυγα από την Ελλάδα. Οπότε μην το κάνουν και καραμέλα οι γνωστοί θρασύδειλοι, αυτά τα ανθρωπάκια. Πάντως, στις 6 Μαΐου του 2010 έγραφα αυτά:
Δεν υπάρχει τραγικότερη ανθρώπινη νομοτέλεια απ' αυτήν τής άσκησης βίας. Και, μολονότι καθετί ανθρώπινο μου είναι, ναι, οικείο, δεν μου είναι ταυτοχρόνως και αποδεκτό. […] Η βία, επίσης, δεν έχει “χώρους”, χρώματα και παρατάξεις. Η βία είναι απλώς απάνθρωπη, εγκληματική, φασιστική και ατελέσφορη. Κτηνώδης. Ποτέ και πουθενά δεν οδήγησε σε τίποτε καλό η άσκησή της. Ποτέ και πουθενά. Και μήτε πρόκειται.
ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΟΔΗΓΗΣΕΙ ΣΕ ΚΑΤΙ ΚΑΛΟ, ΠΑΛΙ ΤΗΝ ΑΡΝΙΕΜΑΙ. Όλοι οι βιαιοπραγούντες χαιρετούν με τεντωμένο χέρι και τεντωμένη παλάμη. Όλοι τους είναι Ναζί. Άρα τίθενται αυτόχρημα στο απέναντι από το δικό μου στρατόπεδο.
Εκείνοι τι έγραφαν; Ε; Τι;