Η συνδικαλιστική ηγεσία της ΟΛΜΕ, δηλώνοντας αρνήτρια της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, εντάχθηκε αυτομάτως και αυτή στο γνωστό γραφικό αλλά και επικίνδυνο συνονθύλευμα των αρνητών. Tου covid, των μασκών, της τηλε-εκπαίδευσης, των εμβολιασμών, των διασωληνώσεων και τώρα των απογραφών. Παρήγορο είναι το γεγονός, ότι οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί, αρνήθηκαν να συμπορευτούν με τις επιλογές των εργατοπατέρων.
Η άρνηση της ΟΛΜΕ στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, που αποφασίστηκε από το Υπουργείο Παιδείας και αγκαλιάστηκε από τη πλειοψηφία των πολιτών της χώρας, δεν εμφανίστηκε ξαφνικά. Δεν ήταν ένα φρέσκο φρούτο που έπεσε ξαφνικά από το δέντρο. Ήταν ένα σαπισμένο φρούτο που εδώ και έξι χρόνια κρατιόταν με το ζόρι σε ένα κλαδί.
Ήδη από το 2015 η ΟΛΜΕ, καλούσε το υπουργείο Παιδείας να σταματήσει τη συμμετοχή του εγχώριου εκπαιδευτικού συστήματος, στο διαγωνισμό PISA του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Από το 2015, η ΟΛΜΕ καλούσε τους εκπαιδευτικούς, τους συλλόγους και τους διευθυντές των σχολείων, τους γονείς και τους μαθητές να μην αποδεχτούν να συμμετάσχει κανένα σχολείο στο διαγωνισμό PISA.
Το πρόγραμμα PISA (Programme for International Student Assessment), είναι ένα πρόγραμμα του ΟΟΣΑ, στο οποίο συμμετέχουν μαθητές από 78 διαφορετικές χώρες. Κατά τη διάρκεια του προγράμματος, οι μαθητές δοκιμάζονται σε μια σειρά από κοινά θέματα σε τρία γνωστικά αντικείμενα και συγκεκριμένα στα μαθηματικά, στις φυσικές επιστήμες και στην κατανόηση κειμένου.
Τα θέματα αυτά είναι σχεδιασμένα για να αξιολογούν την κριτική και την αναλυτική σκέψη των παιδιών, καθώς και την ικανότητά τους να επεξεργάζονται έννοιες και δεδομένα για να επιλύσουν προβλήματα με επιστημονικό τρόπο. Είναι μια έρευνα που δεν σχετίζεται με συγκεκριμένη διδακτική ύλη, αλλά που καλείται να εξετάσει το αν και κατά πόσο οι 15χρονοι είναι κατάλληλα καταρτισμένοι για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της εποχής μας.
Με δυο λόγια, η αξιολόγηση των μαθητών, δε γίνεται πάνω στις γνώσεις τους. Γίνεται πάνω στον τρόπο που σκέφτονται και λειτουργούν τα παιδιά, στη προσπάθεια τους να επιλύσουν τα προβλήματα που τους τίθενται. Και όπως είναι λογικό, πίσω από τη αξιολόγηση των μαθητών, γίνεται η αξιολόγηση των καθηγητών. Των ανθρώπων που έχουν αναλάβει να μάθουν στα νέα παιδιά, στους σημερινούς μαθητές και αυριανούς ενεργούς πολίτες στον χώρο της οικονομίας, το πως να σκέφτονται, προκειμένου να ανταποκρίνονται σε σύνθετα προβλήματα.
Στον τελευταίο διαγωνισμό της PISA που γίνεται κάθε 3 χρόνια, η χώρα μας δεν τα πήγε καλά. Έλαβε την 42η θέση ανάμεσα στις 78 χώρες στην «κατανόηση κειμένου», τη 44η στα Μαθηματικά και τη 44η στη Φυσική. Μάλιστα οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών ήταν αρκετά χαμηλότερες από τον μέσο όρο των επιδόσεων των μαθητών των χωρών του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα στη κατανόηση κειμένου η Ελλάδα έλαβε 457, με τον ΜΟ του ΟΟΣΑ να βρίσκεται στο 487, στα μαθηματικά 451 έναντι 489 και της φυσικής 452 έναντι 489. Μάλιστα στα αποτελέσματα PISA 2018, οι μαθητές της Τουρκίας, πέτυχαν καλύτερες επιδόσεις από τις αντίστοιχες δικές μας.
Αντί όμως οι συνδικαλιστικοί ταγοί της ΟΛΜΕ, να ψάχνουν τρύπα για να κρυφτούν, διότι η αποτυχία αυτή καθρεπτίζεται πάνω στα πρόσωπα τους, καταγγέλλουν τον διαγωνισμό και προτείνουν τη αποχώρηση μας από αυτόν.
Γιατί; Διότι κατά πρώτον, «στοιχίζει ακριβά», αφού η ετήσια εισφορά της χώρας μας στο Πρόγραμμα PISA ανέρχεται στο ποσόν των €76.000! Και κατά δεύτερον, οι χώρες οι οποίες διακρίνονται στον διαγωνισμό, όπως είναι το Χονγκ Κονγκ, η Σιγκαπούρη, η Κορέα, η Ταϊβάν, δεν είναι τα πρότυπα κοινωνίας και εκπαίδευσης, που πρέπει να ακολουθήσουμε!
Και επειδή τα επιχειρήματα αυτά προκαλούν στις μέρες μας μόνο γέλωτα, η ΟΛΜΕ υποστηρίζει ακόμα, ότι το πρόγραμμα της PISA εντάσσεται στη φιλοσοφία και στις επιδιώξεις των δυνάμεων της αγοράς, δημιουργεί ακατάπαυστα αξιολογικές ιεραρχίες εκπαιδευτικών συστημάτων και νομιμοποιεί μέσω ενός ανταγωνιστικού αγοραίου και εξετασιοκεντρικού προτύπου εκπαίδευσης, την κατηγοριοποίηση και την ταξική διαφοροποίηση των σχολείων.
Η ΟΛΜΕ ανασύρει από το συρτάρι της πεπαλαιωμένα επιχειρήματα και λογικές, που έχουν ξεπεραστεί προ καιρού, από την ίδια την πραγματικότητα. Και εμμένει σε αυτές, προτιμώντας να είναι χρήσιμη στον εαυτό της και όχι στο κοινωνικό σύνολο. Ευτυχώς η πλειονότητα των εκπαιδευτικών, των γονέων, των μαθητών και γενικότερα των πολιτών, τους έχει γυρίσει την πλάτη. Ζούμε τους τελευταίους βρυχηθμούς, του τέρατος του εκπαιδευτικού συνδικαλισμού.