Του Νίκου Ζαχαριάδη
Αν ο στόχος της επίσκεψης του Ρουβίκωνα στην πολυκατοικία του Άρη Πορτοσάλτε στα Βριλήσσια ήταν να τον τρομοκρατήσει ή να του δημιουργήσει ένα μόνιμο αίσθημα αυτολογοκρισίας, μάλλον απέτυχε. Ή τουλάχιστον δεν φαινόταν τίποτα τέτοιο την Παρασκευή το πρωί στο γραφείο του στον ΣΚΑΪ. Μάλλον το αντίθετο έμοιαζε. Ήταν λαλίστατος αν και προφανώς τσατισμένος. Όμως πιο πολύ τον απασχολούσε ότι πρέπει αρχίσει πάλι η βαβούρα με το βάψιμο των τοίχων που είχαν βαφτεί πολύ πρόσφατα, παρά η προσπάθεια να τον φιμώσουν.
Εξάλλου δεν είναι ασυνήθιστος να βλέπει το όνομά του με διάφορους χαρακτηρισμούς σε τοίχους. «Εντάξει, Ρουβίκωνα είχα για πρώτη φορά», λέει ελαφρώς ειρωνικά. «Είχα όμως επί ενάμισι χρόνο έναν stalker που είχε πάθει μανία. Έγραφε όπου έβρισκε «Πορτοσάλτε Φασίστα», «Αλήτη»… τα γνωστά. Είχε πάθει εμμονή και έγραφε όπου έβρισκε. Ένα πρωί, που κάποιος από την πολυκατοικία μετακόμιζε, το είχε γράψει μέχρι και πάνω στο φορτηγό της μεταφορικής εταιρίας! Για τέτοιο κόλλημα μιλάμε. Στο τέλος άρχισε να γράφει πάνω στις οθόνες των ΑΤΜ συνθήματα εναντίον μου». Για την ιστορία, ο stalker βρέθηκε. Ήταν ένας μεσήλικας με δύο παιδιά που κάποια στιγμή θα δικαστεί. «Ναι, ο τύπος ήταν άρρωστος. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου γεννήσει η αρρώστια. Την άλλη φορά ποιος μου λέει ότι δεν θα μου ορμήξει με μαχαίρι»;
«Από το 2010, όλοι αυτοί απασφάλισαν. Και μου έχουν χτίσει ένα fake προφίλ. Είμαι ο "Σόιμπλε", ο "Γερμανοτσολιάς", ο "Μνημονιακός", ο "τρισκατάρατος", "που δολοφονώ τους γέρους"…» σημειώνει και προσθέτει: «Δεν μπορώ να κάνω δουλειά ψυχαναλυτή για τον καθένα, πρώτα από όλα δεν μου αρέσει. Τράβα βρες κάποιον άλλο να πεις τον πόνο σου. Έχω κι εγώ τα δικά μου προβλήματα. Αλλά δεν πάω να τα λύσω στην πλάτη του άλλου. Οι άνθρωποι είναι για εγκλεισμό. Δεν είναι καλά».
Γι’ αυτό και δεν επικαλείται τα αυτονόητα αλλά υπογραμμίζει ότι «πρέπει να αλλάξει ο νόμος! Να βρει η κυβέρνηση το θάρρος να αλλάξει τον νόμο. Να κοπεί αυτό το βιολί "έρχομαι στο σπίτι σου". Στην οικογένειά μου; Κάτσε! Δηλαδή να πηγαίνω κι εγώ κάτω από το σπίτι ενός Ρουβίκωνα και να του φωνάζω "κατέβα κάτω ρε...;"».
«Εκείνο που μου την δίνει πραγματικά», συνεχίζει, «είναι ότι αυτά (σ.σ.: αναφέρεται σε αυτούς που του επιτέθηκαν στο ουδέτερο, κατονομάζοντάς τα μάλιστα ως "αστό-παιδα"), έχουν μεγαλύτερο εκτόπισμα από εμένα. Οικονομικά εννοώ. Αλλά ας τα μαζέψουν. Τουλάχιστον ας κάνουν αυτό. Μη χυμάει το άλλο επάνω μου. Αν το θεωρούν τόσο αβλαβές, ας τα αφήνουν να χυμήξουν επάνω τους».
Και βέβαια, δεν παραλείπει να εντοπίσει το θέμα με τα διαφορετικά μέτρα και σταθμά της επιλεκτικής δικαιωματικής ευαισθησίας: «Αν πάμε στο σπίτι του Ινδαρέ, σοκ. Ξεσηκώνονται οι πάντες. Αν πάμε στο σπίτι του Πορτοσάλτε, δεν έγινε και τίποτα…».
Παρομοίως και για τον όρο "παρέμβαση" που πλέον έχει επικρατήσει ευρέως σε μερίδα του τύπου, για να περιγράψει τέτοιου είδους επιθέσεις μας δηλώνει πως «η παρέμβαση είναι κάτι θετικό. Παρεμβάσεις γίνονται σε συζητήσεις. Όταν ο άλλος σε βρίζει, σε απειλεί και σου γράφει συνθήματα όπου σε βρίζει χυδαία, δεν είναι "παρέμβαση". Δεν είναι κάτι κανονικό. Όταν το αποκαλείς "παρέμβαση" το νομιμοποιείς».
Όμως ο Άρης Πορτοσάλτε, δεν είναι διατεθειμένος να νομιμοποιήσει αυτού του είδους «bullying», και γι’ αυτό, πολύ συχνά, καταφεύγει στο χιούμορ, ως το ισχυρότερο όπλο αποδόμησής του:
«Παλιά είχαμε ένα αυτοκίνητο, έναν κουβά, όχι κανένα μεγάλο και ακριβό, που το είχαν ρημάξει. Κάθε μέρα βγάζαν το άχτι τους. Τι σχισμένα λάστιχα, τι συνθήματα επάνω. Στο τέλος είπα στη γυναίκα μου, να γράψουμε κι εμείς επάνω του συνθήματα εναντίον μου,να τελειώνουμε. Να μην έχουν άλλο ελεύθερο χώρο... ».