Του Γιάννη Παντελάκη
Μεταξύ των εκλογών στις ΗΠΑ και των δημοψηφισμάτων σε Βρετανία κυρίως και στην Ελλάδα δευτερευόντως, παρατηρούνται κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Δεν αναφέρομαι στα στοιχεία ξενοφοβίας ή λαϊκισμού που εμφανίστηκαν, ούτε καν στην αποκαλούμενη αντισυστημική ψήφο, η οποία ωστόσο οδηγήθηκε σε άλλες συστημικές επιλογές! Αλλά, σε μια σημαντική παράμετρο που αφορά στο ρόλο και το βαθμό επιρροής που πραγματικά έχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ιδιαίτερα εκείνα που θεωρούνται πιο ισχυρά.
Και στις τρεις περιπτώσεις, οι πολίτες έκαναν επιλογές που ήταν αντίθετες με εκείνες των κυρίαρχων και μάλλον πιο έγκυρων (σίγουρα στις δυο πρώτες περιπτώσεις χωρών) μέσων ενημέρωσης. Αυτό, μας οδηγεί στην εκτίμηση πως τα συγκεκριμένα μέσα στην συνείδηση εκατομμυρίων πολιτών, δεν αποτελούν πηγές αποτύπωσης της πραγματικότητας, έκφρασης των αναγκών τους και τα εντάσσουν σε αυτό που αποκαλείται κατεστημένο και σύστημα.
Στην Βρετανία, τα πιο έγκυρα και παραδοσιακά πιο αντικειμενικά μέσα, πήραν θέση υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ε.Ε. Ενδεικτικά παραδείγματα: Times, Fincanial Times, Observer, Guardian κ.ά. Στις ΗΠΑ, δεν ήταν μόνο οι New York Times ή το ABC, που παραδοσιακά άλλωστε στηρίζουν τους Δημοκρατικούς, αλλά προστέθηκαν και αρκετά μέσα που έως τώρα στήριζαν τους Ρεπουμπλικάνους και τα οποία επέλεξαν αυτή την φορά να στηρίξουν την Κλίντον. Για την Ελλάδα, περιττή η υπενθύμιση πως η πλειονότητα των μέσων το καλοκαίρι του 2015, στήριξαν την επιλογή του «Ναι».
Ένα δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό -που δεν το βλέπαμε τόσο έντονα στο παρελθόν- είναι πως οι πολιτικοί που τελικά υπερίσχυαν, έκαναν σφοδρές επιθέσεις στα μέσα τα οποία τους έκαναν κριτική και βρισκόντουσαν στην απέναντι πλευρά. Επίσης περιττή η υπενθύμιση για το τι συνέβη στην χώρα μας, τα μέσα (που αναμφισβήτητα έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης) στοχοποιήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν σαν τις δυνάμεις του απόλυτου κακού. Ενδεικτικές στις ΗΠΑ, οι οξύτατες βολές του Trump στα «αηδιαστικά και διεφθαρμένα Μέσα», όπως τα χαρακτήρισε.
Από μια πρώτη ανάγνωση, αυτό δείχνει πως η επιρροή που μπορούν να ασκήσουν τα μέσα και ιδιαίτερα εκείνα που θεωρούνται λιγότερο λαϊκίστικα, είναι σχετικά περιορισμένη σε σχέση με τις επιδιώξεις τους. Επίσης σημαίνει πως υπάρχει πρόσφορο έδαφος για τα μέσα εκείνα που ακολουθούν τον εντυπωσιασμό και λαϊκισμό και παράλληλα χαϊδεύουν τα αυτιά των ψηφοφόρων, ακόμα και αν οι τελευταίοι εκφράζουν απόψεις και ιδέες που δεν συνδέονται απαραίτητα με τον ρεαλισμό.
Υπάρχει και μια δεύτερη ανάγνωση ωστόσο. Ότι τα μέσα, αρκετά μέσα, αδυνατούν να καταγράψουν αυτό που συμβαίνει σε μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας. Η Margaret Sallivan, αρθρογράφος της Washington Post, έγραψε χαρακτηριστικά χθες, πως «τα μέσα ενημέρωσης, έχασαν την είδηση. Ένας τεράστιος αριθμός των Αμερικανών ψηφοφόρων, ήθελε κάτι διαφορετικό. Και παρόλο που οι ψηφοφόροι το φώναζαν, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι απλά δεν το άκουγαν. Δεν πήραν το μήνυμα». Το ίδιο παρατηρήθηκε στην Βρετανία, αλλά και την χώρα μας. Οι δημοσιογράφοι, έχασαν την είδηση, έχασαν το μήνυμα.
Οι αιτίες είναι πολλές. Κοινός παρονομαστής ωστόσο, ότι τα μέσα ή έστω αρκετά από αυτά, δεν αφουγκράζονται ακριβώς αυτό που συμβαίνει σε μεγάλα κοινωνικά στρώματα. Διατηρούν ενός είδους ελιτίστικη στάση, μια απόσταση από αυτό που πραγματικά συμβαίνει και πέφτουν έξω, χάνουν το μήνυμα. Ενδεχομένως αυτό να αποτελεί και μια συνειδητή επιλογή για ένα μέρος από αυτά. Να ρίχνουν μεγαλύτερο βάρος στην επιρροή που επιχειρούν, για να κατευθύνουν μεγάλες κοινωνικές ομάδες προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και λιγότερο στον αντικειμενικό ρόλο που πρέπει να παίζει η δημοσιογραφία, στην πληροφόρηση και ανάδειξη γεγονότων που συμβαίνουν και καταγραφή των διαθέσεων της κοινωνίας.