Του Αντώνη Πανούτσου
Μπορεί κάποιος να φανταστεί τον Κώστα Σημίτη να βρίσκεται στην Κρήτη και να έχει κάτσει σταυροπόδι σπάζοντας φιστίκια και ρουφώντας καφέ; Στην Τεχεράνη και να τον συνοδεύει η Δάφνη με μαντήλα; Να είναι σε ευρωπαϊκή διάσκεψη και να βγαίνει τις επίσημες φωτογραφίες με τους άλλους με το κεφάλι ριγμένο στο πλάι και τα χέρια στην τσέπη;
Μπορεί και οι προηγούμενοι πρωθυπουργοί να είχαν κάνει τα καραγκιοζιλίκια του Αλέξη Τσίπρα αλλά ο Κώστας Καραμανλής θα φόραγε το μπουφανάκι για να κάνει τον Μπους στις πυρκαγιές στην Πελοπόννησο και ο ΓΑΠ θα φορούσε το κολάν για να καβαλήσει το ποδήλατο. Ο Κώστας Σημίτης έμοιαζε τύπος που θα άλλαζε από το μαύρο σε σιέλ κουστούμι για να πάει για ύπνο. Από τους ανθρώπους που έμοιαζε να μην νοιώθει άνετα όχι σε σπορ αλλά σε καλοραμμένα ρούχα.
Ο Κώστας Σημίτης είχε πολλές ελιές, τα σακάκια του μακριά μανίκια και, αν κατεβαίνοντας τη σκάλα του αεροπλάνου έκανε σήμα, θα ήταν στον πιλότο και όχι την αεροσυνοδό. Ο Κώστας Σημίτης ήταν κοντός, κακοντυμένος, βαρετός, δεν είχε γκόμενες, δεν ήταν στο Πολυτεχνείο. Δεν ήθελε να αλλάξει το πολίτευμα της Ελλάδας, πόσο μάλλον της Ευρώπης. Όμως οι Έλληνες τον ψήφισαν. Και τον ξαναψήφισαν. Αφού σύμφωνα με το αθάνατο dictum του Πέτρου Κωστόπουλου: «Τον ψηφίζουμε πρωθυπουργό και όχι για παρέα στην Μύκονο».
Αισθητικά, και σε λόγο ο Κώστας Σημίτης ήταν ο λιγότερο Έλληνας των ελλήνων πρωθυπουργών στο πιο ελληνικό των ελληνικών κομμάτων. Διαδέχθηκε τον πιο χαρισματικό λαϊκιστή της μεταπολεμικής Ελλάδας κατορθώνοντας να μη γίνει κακέκτυπο του Ανδρέα, εφευρίσκοντας έναν πολιτικό χαρακτήρα που μέχρι τότε δεν υπήρχε. Του λογιστή. Του πολιτικού των αριθμών που η Ελλάδα χρειαζόταν μετά τις συγκρούσεις του 1989 - ''96. Και ο Κώστας Σημίτης delivered the goods.
Η συνέντευξη του Κώστα Σημίτη στον Σκάι ήταν εντυπωσιακή για την ευθύτητα της. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα προτιμούσε τον Κώστα Σημίτη σε ρόλο απολογούμενου, να μιλάει για το χρηματιστήριο, τα Ίμια και τον Τσοχατζόπουλο. Με τη λογική και αποστασιοποίηση του πολιτικού που νοιώθει υπόλογος στην ιστορία ο Σημίτης αναφέρθηκε σε αυτό που είχε υποχρέωση να αναφερθεί. Στην Ελλάδα στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ.
Το μήνυμα του Κώστα Σημίτη ήταν ότι ο χρόνος έχει τελειώσει. Με την κυβέρνηση στις μετρήσεις τόσο χαμηλά που να της είναι αδύνατον να εφαρμόσει πολιτική κοινής και τη διαπραγμάτευση να έχει κλείσει περισσότερες φορές, από όσες συναυλίες έχουν κλείσει την καριέρα τους οι Πυξ Λαξ, η επόμενη κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι μόνο οι εκλογές, Οι οποίες δεν μπορεί να καθυστερήσουν από επικοινωνιακές κινήσεις. Είτε λέγονται επιτροπές για την ανάπτυξη που θα συνεδριάζουν μια φορά το τρίμηνο είτε εξεταστικές για την καταπολέμηση της διαφθοράς, που ασχολούνται με τον Γιάννο Παπαντωνίου, ενώ σφυρίζει αδιάφορα για τα δάνεια της Αττικής Τράπεζας.
Ενδιαφέρον είχε η αναφορά του Σημίτη στη διάλεξη του Κυριάκου Μητσοτάκη για την οικονομία. Όπως είχε αναφερθεί, μετά τη διάλεξη και ενώ ο Μητσοτάκης περίμενε να μιλήσει με τους βουλευτές για την οικονομική πολιτική, αρκετοί για το μόνο που ήθελαν να μιλήσουν, ήταν για το ποιους θα βάλει υποψήφιους στην περιφέρεια τους στις επόμενες εκλογές. Ο Κώστας Σημίτης στην πρωθυπουργία του πρέπει να έζησε ανάλογες στιγμές. Γιατί λοιπόν μια κοινή για τα πολιτικά ήθη ιστορία του κίνησε το ενδιαφέρον; Ο λόγος είναι ότι ο Σημίτης αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα της κατάστασης και αναρωτιέται πως δεν την αντιλαμβάνονται και οι υπόλοιποι.
Και όταν η επιτομή του μετριοπαθούς πολιτικού, ο Κώστας Σημίτης ζητάει από δεξιούς βουλευτές συμπεριφορά σταυροφόρου δεν είναι γιατί «ταυτίζεται με την ΝΔ» όπως είπε μετά τη συνέντευξη ο Δημήτρης Τζανακόπουλος. Ούτε προφανώς γιατί έχει προσωπικές φιλοδοξίες με τη ΝΔ. Είναι γιατί με τη σοφία του χρόνου κατάλαβε ότι στη δημοκρατία οι πρωθυπουργοί τελικά δεν είναι αντίπαλοι, αλλά σκυταλοδρόμοι που περνάνε τη σκυτάλη ο ένας στον άλλον. Και ότι ο Αλέξης Τσίπρας παραπαίει. Κάτι που ο ΣΥΡΙΖΑ, που στήριξε την ύπαρξη του στο μίσος και ο Τζανακόπουλος, που στήριξε τον λόγο του στα κλισέ, είναι αδύνατον να καταλάβουν.