Του Αλέξανδρου Σκούρα
Αυτό είναι λοιπόν το τελευταίο άρθρο που γράφω από το ταξίδι μου αυτό στις ΗΠΑ και η τύχη το ήθελε να συμπέσει με την επαύριο των ενδιάμεσων αμερικανικών εκλογών.
Ένα από τα κυρίαρχα σημεία στις αναλύσεις των αποτελεσμάτων είναι ότι τόσο ο θεσμός των ενδιάμεσων εκλογών, όσο και το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, με όλους να έχουν κερδίσει και όλους να έχουν χάσει, υπογραμμίζουν την πρόθεση των ιδρυτικών πατέρων των ΗΠΑ να ενισχύουν με κάθε δυνατό τρόπο τη διάκριση των εξουσιών.
Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα πως ένα από τα κύρια όπλα της εκστρατείας των Δημοκρατικών γι' αυτές τις εκλογές, το Obamacare, είναι από μόνο του ένα πολύ καλό παράδειγμα του πώς λειτουργεί στην πράξη η διάκριση των εξουσιών σ' αυτή τη χώρα.
Με όσο γίνεται λιγότερα λόγια, προκειμένου να περάσει το Obamacare έπρεπε το Ανώτατο Δικαστήριο να κρίνει αν το κράτος έχει το δικαίωμα να υποχρεώσει τους Αμερικανούς πολίτες να αγοράσουν μια υπηρεσία - εν προκειμένω ασφάλιση υγείας. Η απόφαση του δικαστηρίου, που επέτρεψε την εφαρμογή του νόμου, ήταν ότι ναι μεν δεν έχει το κράτος το παραπάνω δικαίωμα, όμως δικαιούται να επιβάλει φόρους. Καθώς λοιπόν το Obamacare μπορούσε να ερμηνευθεί ως φόρος, η εφαρμογή του δεν απορρίφθηκε ως αντισυνταγματική.
Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κανείς για τον συγκεκριμένο νόμο και τα αποτελέσματά του, η ιστορία αυτή είναι ένα μάθημα διάκρισης των εξουσιών. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν κλήθηκε να αποφανθεί ως προς τα κοινωνικά και οικονομικά αποτελέσματα του νόμου, ούτε η απόφαση που εξέδωσε επηρεάστηκε (τουλάχιστον ρητά) από το αν συμφωνούσαν οι όχι οι δικαστές του μ' αυτά τα αποτελέσματα. Το Δικαστήριο έκρινε αποκλειστικά βάσει των διατάξεων του Συντάγματος.
Από την άλλη πλευρά, στην Ελλάδα τις τελευταίες μέρες συζητάμε την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αναδρομική απόδοση χρημάτων σε συνταξιούχους συνολικού ύψους περί τα 9 δις ευρώ σύμφωνα με τις μετριοπαθείς εκτιμήσεις.
Δεν θα κρίνω, δεν είμαι άλλωστε ειδικός, τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αυτής της απόφασης. Μπορώ όμως να κρίνω τα αποτελέσματα στην οικονομία, όπως επίσης και το γεγονός ότι κατ' αρχάς ένα τόσο μεγάλο για τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας ποσό έφτασε να κρίνεται από μια απόφαση του ΣτΕ - ενός οργάνου που εκ των πραγμάτων μόνο σε περιορισμένο βαθμό μπορεί να συνεκτιμήσει τα δεδομένα της εθνικής οικονομίας. Όπως απολαυστικά έγραψε στο facebook ο Αντιπρόεδρος του ΚΕΦίΜ Δημήτρης Κατσούδας: “Δεν βρίσκω την απόφαση για επιστροφή στο ΑΕΠ του 2009. Την έχετε πρόχειρη;”. Και το χειρότερο, είναι πως δεν πρόκειται για την πρώτη - και φοβάμαι ούτε για την τελευταία φορά - που συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Είναι λοιπόν πιεστικό ζητούμενο τέτοια ζητήματα που κανονικά θα έπρεπε να αφορούν εξ ολοκλήρου τη χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής, όπως το ύψος των συντάξεων και των μισθών σε δημόσιους υπαλλήλους και δικαστικούς, να μην φτάνουν στα δικαστήρια - τουλάχιστον όχι με τη σημερινή συχνότητα. Κι αυτό σημαίνει δύο πράγματα: Πρώτον η διαδικασία της νομοθέτησης να μην αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησής της, και δεύτερον να θωρακιστεί ακόμη αποτελεσματικότερα η θεσμική διάκριση των εξουσιών στη χώρα.
Διαφορετικά, όταν η ποιότητα της νομοθέτησης είναι ανεπαρκής και δίνει αφορμές συνταγματικής της αμφισβήτησης, ή όταν το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο επιτρέπει στη δικαστική εξουσία τη διεκδίκηση σημαντικού ρόλου στη χάραξη και την εφαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής, τότε το λιγότερο επικίνδυνο αποτέλεσμα που μπορούμε να περιμένουμε είναι η χρεοκοπία της χώρας.
Υπάρχει άραγε η αποτελεσματικότερη κατοχύρωση της διάκρισης των εξουσιών ανάμεσα στους στόχους των πολιτικών δυνάμεων της χώρας για τη συνταγματική αναθεώρηση; Να ένα καλό ερώτημα!