Της Κατερίνας Οικονομάκου
«Γεννήθηκα στις 4 Μαίου του 1928, στο χωριό Ουτσίσκα Ζιτομίρσκαγια, στην Ουκρανία». Η Σεραφίμα Αντρέγεβνα είναι 80 ετών όταν θα δεχτεί να αφηγηθεί την ιστορία της στον Ίγκορ Τούβερι. Την ηλικιωμένη γυναίκα δεν την ενδιέφερε τι σκόπευε να κάνει με τα επεισόδια της ζωής της εκείνος ο ξένος. Ήταν αρκετό που ζητούσε να τα ακούσει. «Η Σεραφίμα Αντρέγεβνα έκανε μια παύση, περιμένοντας, λες, τις μνήμες να επιστρέψουν». Ο άντρας έβγαλε κασετόφωνο, μπλοκ σχεδίου και πένα. Ένα χρόνο αργότερα, σε αυτήν τη γυναίκα θα αφιέρωνε το κόμικ του με τίτλο «The Ukrainian and Russian Notebooks. Life and death under Soviet rule».
Ο Ίγκορτ, όπως είναι γνωστός ο Ιταλός καλλιτέχνης, είχε ταξιδέψει το 2009 στο Κίεβο, με την πρόθεση να κάνει έρευνα για τη ζωή του Άντον Τσέχοφ. Είχε στο νου του να φτιάξει ένα κόμικ πάνω στη ζωή του συγγραφέα. Φτάνοντας όμως στην Ουκρανία, η πραγματικότητα τον τραβούσε από το μανίκι. Είχε προσγειωθεί σε έναν κόσμο στοιχειωμένο από μαρτυρίες που αδημονούσαν να καταγραφούν. Οι επιζώντες μιας από της μεγαλύτερης τραγωδίες του 20ου αιώνα, όσο πήγαιναν και λιγόστευαν. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα. «Τέντωσα τα αυτιά μου για να ακούσω τις ιστορίες τους κι αποφάσισα να τις ζωγραφίσω. Ήταν αδύνατο να τις κρατήσω μέσα μου. Είναι όλες αληθινές ιστορίες, ιστορίες ανθρώπων που συνάντησα τυχαία, στο δρόμο, που τους έτυχε να γεννηθούν και να ζήσουν μέσα στη σφιχτή γροθιά του Σιδερένιου Παραπετάσματος».
Τι είχε σημαδέψει τη ζωή εκείνων των ηλικιωμένων ανθρώπων που είχαν καταφέρει να βγουν ζωντανοί από τον σκληρό ουκρανικό 20ο αιώνα; Ο 50χρονος Ιταλός έχει απέναντί του μια γυναίκα που επιβίωσε από τον Β'' Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως αυτό που θέλει να μοιραστεί μαζί του, είναι όσα είδε κι έζησε την περίοδο του Μεγάλου Λιμού. «Ήμουν ανάμεσα στα τέσσερα και τα πέντε όταν χτύπησε ο λιμός», θα του πει. Κι ο Ίγκορτ θα τοποθετήσει τη φράση της μέσα σε ένα ορθογώνιο καρέ που μοιάζει να ανακαλεί την Γκέρνικα. Όσα θα ακολουθήσουν παραπέμπουν σε εφιάλτη. Είναι Οκτώβριος του 1932. Η γυναίκα θα θυμηθεί πώς μαζί με τα αδέλφια της έψαχναν για ρίζες να χορτάσουν την πείνα τους. Ο πατέρας τους βγαίνει τις νύχτες στο δάσος με την ελπίδα να βρει κανέναν σκαντζόχοιρο. Σπάνια τα καταφέρνει.«Τρώγαμε φίδια, ό,τι βρίσκαμε», διηγείται η ηλικιωμένη. Αλλά συνήθως δεν έβρισκαν τίποτε.
«Η Ουκρανία είχε υποφέρει και παλαιότερα από πείνα. Το 1922, για παράδειγμα, κι ήταν τρομερό», γράφει ο Ίγκορτ, διακόπτοντας για λίγο τις αναμνήσεις της Σεραφίμα Αντρέγεβνα, ώστε να στρέψει τον προβολέα του στις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ουκρανία το 1932. «Αυτός ο λιμός είχε εσκεμμένα προκληθεί. Τα ντοκουμέντα το αποδεικνύουν. Με διαταγή του Πατέρα των Εθνών, του Ιωσήφ Στάλιν, τα ουκρανικά σύνορα έκλεισαν, οι μετακινήσεις απαγορεύτηκαν και από εκατομμύρια αγρότες κατασχέθηκαν τα αποθέματα σε στάρι».
Με ασπρόμαυρο σκίτσο, πια, ο Ίγκορτ περιγράφει όσα ακολούθησαν: Ομάδες από άντρες της Γκε Πε Ου, της μυστικής αστυνομίας, με διαταγή του Μολότοφ ψάχνουν τα σπίτια και αρπάζουν ό,τι βρίσκουν. Η κολεκτιβοποίηση έχει φέρει την καταστροφή. Κι όμως, η ΕΣΣΔ θα συνεχίσει να εξάγει το σιτάρι της Ουκρανίας, την ώρα που τα χωριά είναι κατάσπαρτα από πρησμένα πτώματα. «Υπολογίζεται ότι μεταξύ 1932 και 1933, το ένα τέταρτο του ουκρανικού πληθυσμού πέθανε από ασιτία. Η Μόσχα ονόμασε αυτήν την επιχείρηση ''αποκουλακοποίηση''», αναφέρει ο Ίγκορτ, που στο επόμενο ακριβώς καρέ, θα σκιτσάρει τρεις άντρες και θα τους βάλει τίτλο «Ουκρανοί κουλάκοι. Ταξικοί εχθροί».
Ο Ιταλός κομίστας αφηγείται την ιστορία με διαρκή φλασμπάκ. Στο ένα καρέ η Σεραφίμα Αντρέγεβνα είναι ένα μικρό, εύθραυστο κορίτσι που σκαλίζει με τσάπα τη γη. Στο άλλο, δεσπόζει το καθαρό, αγέλαστο πρόσωπο με όλες τις ρυτίδες των ογδόντα ετών. Η πένα του Ίγκορτ άλλοτε δίνει στα πρόσωπα τα χαρακτηριστικά τους, κι άλλες στιγμές βάζει στο χαρτί σκοτεινές σκιές. Μοιάζει να του το υπαγορεύει το υλικό που έχει στα χέρια του. Έχει διαλέξει να πει μια ιστορία αφόρητη, κυριολεκτικά. «Χάνω τη μνήμη μου, αλλά αυτό θα το θυμάμαι για όσο ζω. Σε ένα μικρό χωριό, λίγο πέρα από το Μαλίβνικ, υπήρχαν πέντε έξι αγροικίες. Σε καθεμιά κατοικούσαν γύρω στους δέκα ανθρώπους. Κι ήταν και κάποια παιδιά. Έπαιζα μαζί τους. Ήταν ο Γιούρα, ο Μίσα, ο Κόστια. Πέθαναν ο ένας μετά τον άλλο». Τα καρέ του Ίγκορτ, υποβλητικά, λιτά, αποπνέουν ανησυχία καθώς μας προετοιμάζουν για αυτό που θα έρθει. «Όταν συνέβη, όλοι το γνώριζαν. Δεν έγινε καμιά κηδεία. Το σπίτι κλείδωνε και λίγο αργότερα έβλεπες καπνό να βγαίνει από την καμινάδα». Ο κανιβαλισμός ήταν πια κάτι συνηθισμένο, σχολιάζει η γυναίκα. Ο 50χρονος άντρας που έχει έρθει από έναν άλλο κόσμο και μια άλλη εποχή, θα ακούσει και θα μεταφέρει στο χαρτί, όψεις μιας μοίρας τρομακτικής.
Τι είναι αυτό που σπρώχνει κάποιον όπως ο Ίγκορτ να αφιερώσει δυο χρόνια από τη ζωή του για να ακούσει και να διασώσει τις μνήμες αγνώστων που γεννήθηκαν κι έζησαν σε έναν κόσμο με τον οποίο φαινομενικά τίποτε δεν τον συνδέει; Η Σεραφίμα Αντρέγεβνα, όπως κι οι άλλοι άντρες και γυναίκες που θα βρεθούν στο δρόμο του, είναι όλοι επιζώντες της σταλινικής αγριότητας. Την περίοδο που ο Ιταλός καλλιτέχνης ταξιδεύει στην Ουκρανία, η ΕΣΣΔ αποτελεί παρελθόν κι ο Μεγάλος Λιμός έχει περάσει στα βιβλία της Ιστορίας. Αλλά ο ευαίσθητος αυτός ταξιδιώτης, αντιλαμβάνεται ότι ο τρόμος και η οδύνη έχουν κρατήσει το χώρο που τους αναλογεί κρυμμένοι στις παιδικές μνήμες αυτών των ηλικιωμένων ανθρώπων. Που τα ανακαλούν σαν να ήταν χθες.