Η συγκυρία είναι μοναδική αλλά τα οργανωμένα συμφέροντα που κινδυνεύουν να μην έχουν ρόλο στο μέλλον θα πολεμήσουν με απίστευτους και παμπόνηρους τρόπους την κάθε αλλαγή. Αξίζει τον κόπο να κάνουμε, κάποια στιγμή, μία συζήτηση για τις δυνάμεις αυτές και πως πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε, σημειώνει στο liberal.gr ο Παναγιώτης Πετράκης, σχολιάζοντας τις αντιστάσεις που θεωρεί βέβαιο ότι θα συναντήσουν οι μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές που προτείνει η επιτροπή Πισσαρίδη.
Ο καθηγητής Οικονομικών στο ΕΚΠΑ προσθέτει ότι είμαστε μια κοινωνία που φοβάται το ξεβόλεμα, η βαρύτητα μας τραβά προς την κατεύθυνση της μη αλλαγής , γι' αυτό και τονίζει ότι "όσους μεταρρυθμιστές και εάν έχει μία κυβέρνηση στην Ελλάδα στις αρχές του 21ου αιώνα δεν πρόκειται ποτέ να είναι αρκετοί!".
Χαρακτηρίζει το διάστημα μέχρι το καλοκαίρι του 2021 ως την δυσκολότερη χρονιά που θα μπορούσαμε να έχουμε μπροστά μας, γι' αυτό και χρειαζόμαστε ένα πρόγραμμα κυβερνητικής δράσης, ένα αναπρογραμματισμό του προϋπολογισμού και της οικονομικής πολιτικής με επίκεντρο την εργασία. "Ουσιαστικά έχουμε μπροστά μας τον δυσκολότερο ένα χρόνο πριν μπούμε σε μία περίοδο γεμάτη ευκαιρίες για το μέλλον", όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.
Συνέντευξη στον Βασίλη Γεώργα
- Η επιτροπή Πισσαρίδη προτείνει σειρά μεταρρυθμίσεων από την φορολογία, το ασφαλιστικό και την εργασία, έως την Παιδεία, την Δικαιοσύνη, την Υγεία, το Δημόσιο. Έχει αρκετούς μεταρρυθμιστές υπουργούς η κυβέρνηση ή χρειάζονται κι άλλοι;
Όσους μεταρρυθμιστές και εάν έχει μία κυβέρνηση στην Ελλάδα στις αρχές του 21ου αιώνα δεν πρόκειται ποτέ να είναι αρκετοί ! Βλέπετε η διατύπωση ενός προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης είναι μόνο το πρώτο βασικό βήμα.
Όμως ένας υπουργός βρίσκεται συνεχώς στην διελκυστίνδα μεταξύ του να κινηθεί στην προέκταση της συνέχειας και από την άλλη στην ανάγκη να κάνει μεταρρυθμιστικές τομές που πάντοτε έχουν ευχαριστημένους και δυσαρεστημένους! Ειδικότερα στην Ελλάδα με μία συλλογική άρνηση της αβεβαιότητας και της αλλαγής, η βαρύτητα μας τραβά προς την κατεύθυνση της μη αλλαγής. Είμαστε μια κοινωνία που φοβάται το ξεβόλεμα και το καινούργιο.
Μαζί με την ανάπτυξη μίας πολιτικής που στοχεύει στην δυναμική μεγέθυνσης θα πρέπει επιπλέον να σκεφτόμαστε στο επίπεδο της διατηρήσιμης ανάπτυξης (που είναι ένα παγκόσμιο ζητούμενο πλέον). Να σκεφτόμαστε την οικονομική ανάπτυξη που δεν αφήνει κανέναν πίσω, την διατηρήσιμη διακυβέρνηση, δηλαδή την πολιτική μεταρρυθμιστική σταθερότητα και βεβαίως στον επηρεασμό των ανθρώπινων συμπεριφορών που είναι φιλικές προς την ανάπτυξη. Όλα αυτά περιλαμβάνουν ένα πολύ μεγάλο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που πολλά μέρη του περιλαμβάνει το πόρισμα Πισσαρίδη.
- Εκτιμάτε ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας μας έχουν κάνει να αντιληφθούμε την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων;
Μόνο όταν διακυβεύονται υψηλότερες αξίες (η ζωή, η ασφάλεια, η υπόσταση) μπορεί να κινητοποιηθεί η κοινωνία. Γι’ αυτό και η εμπειρία της πρώτης φάσης της πανδημίας είναι πολύτιμη και δεν πρέπει να χάσουμε με κανέναν τρόπο τα διδάγματά της.
Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι η πανδημία αχρηστεύει το «αόρατο χέρι» της ρύθμισης της οικονομίας και ότι οδηγεί στην μεγέθυνση του κράτους και την ενίσχυση του παρεμβατισμού του.
Στην πραγματικότητα όμως η πανδημία είναι ένα εξωγενές συστηματικό σοκ στην παγκόσμια οικονομία και τον καπιταλισμό που οδηγεί σε δύο κατευθύνσεις : Στην αποτελεσματικότητα των κοινωνικών και υγειονομικών πολιτικών (εμπειρία, πειθαρχεία, τεχνολογία) και στην Κεϋνσιανή η Βορειοευρωπαϊκή (ordoliberals) μεγέθυνση του ρόλου του κράτους πρόνοιας και της κρατικής ρύθμισης του επιπέδου της ζήτησης και της αντιμετώπισης της ανεργίας. Ουσιαστικά δηλαδή στην Ελλάδα οδηγεί στην διαμόρφωση μίας μεταρρυθμιστικής πολιτικής ενεργούς ζήτησης. Αυτό το μίγμα πολιτικής βρίσκεται στον αντίποδα του κρατισμού. Όσο γρηγορότερα το καταλάβουμε, τόσο καλύτερο για την παρούσα και ιδιαιτέρως για τις μελλοντικές γενεές.
- Το ρωτώ γιατί οι κοινοτικοί πόροι προσφέρουν μία τεράστια ευκαιρία, αρκεί να συνοδευτούν από γενναίες μεταρρυθμίσεις σαν αυτές που αλλού εφαρμόστηκαν εδώ και δεκαετίες. Πιστεύετε ότι θα γίνουν ή υπάρχουν αντιστάσεις που τις εμποδίζουν;
Έχετε δίκιο. Ο συνδυασμός της εισροής μεγάλων αναπτυξιακών πόρων με την εφαρμογή ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος είναι μία χρυσή ευκαιρία όπως είχατε και εσείς ήδη επισημάνει. Αυτό είναι και το σημείο που εμείς προβάλουμε στην έρευνά που δημοσιεύουμε και η οποία σημειωτέον ολοκληρώθηκε συμπεριλαμβάνοντας τις επιπτώσεις του COVID.
Έμφαση θα πρέπει να δώσουμε στις συνθήκες της διατηρήσιμης διακυβέρνησης (σταθερή φωτισμένη πολιτική ηγεσία) και τις συμπεριφορές της κοινωνίας και των εκπροσώπων της. Η συγκυρία είναι μοναδική αλλά τα οργανωμένα συμφέροντα που κινδυνεύουν να μην έχουν ρόλο στο μέλλον θα πολεμήσουν με απίστευτους και παμπόνηρους τρόπους την μη αλλαγή. Αξίζει τον κόπο να κάνουμε, κάποια στιγμή, μία συζήτηση για τις δυνάμεις αυτές. Πραγματικά κινδυνεύουμε!
- Αρκετοί αναλυτές βλέπουν μία ύφεση τύπου W, τόσο για την Ελλάδα, όσο και διεθνώς. Δηλαδή κάθετη διολίσθηση την οποία θα ακολουθήσει μία εύθραυστη ανάκαμψη για ένα ή περισσότερα τρίμηνα, η οποία θα διακοπεί από νέα ύφεση. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη;
Σήμερα που συζητάμε η ύφεση τύπου W συναντάται παγκοσμίως στο λεγόμενο αρνητικό σενάριο και όχι σ’ αυτό που δεχόμαστε ότι τώρα επικρατεί. Βεβαίως οφείλω να ομολογήσω ότι εδώ και επτά μήνες, κάθε φορά, βλέπουμε τα αρνητικά σενάρια να επικρατούν και αυτό είναι ανησυχητικό! Ένα σενάριο τύπου W θα ανέτρεπε όλες τις εκτιμήσεις μας και θα έπρεπε να τα δούμε όλα από την αρχή. Το επικρατούν σενάριο για την Ελλάδα προβλέπει μία ανάκαμψη του τύπου του σήματος της Nike που βλέπει μία συνεχή αλλά όχι πολύ έντονη, κατακόρυφη, ανάκαμψη.
- Εφόσον είναι έτσι τα πράγματα, αυτό σημαίνει ότι ο επόμενος χρόνος, δηλαδή από τώρα μέχρι και το καλοκαίρι του 2021 θα ζήσουμε ισχυρές διακυμάνσεις. Τι είναι αυτό που καθιστά το διάστημα των επόμενων 12 μηνών τόσο κρίσιμο;
Λόγω ακριβώς του σχήματος της ανάκαμψης που σας περιέγραψα προηγουμένως και λόγω του ότι θα αρχίσουμε να «αισθανόμαστε» τα ευρωπαϊκά κεφάλαια προς το τέλος του 2021, τώρα έχουμε μείνει ουσιαστικά με την χρηματοδοτική συμπαράσταση της ΕΚΤ που κρατάει χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού και μία σειρά από Ευρωπαϊκές δράσεις όπως το Sure, της Ευρωπαϊκής Επενδυτικής Τράπεζας, την αναδιανομή των κονδυλίων του ΕΣΠΑ.
Όμως η επιδημιολογική κρίση είναι εδώ άρα και η ζήτηση είναι χαμηλή. Χρειαζόμαστε ένα πρόγραμμα κυβερνητικής δράσης, ένα αναπρογραμματισμό του προϋπολογισμού και της οικονομικής πολιτικής ενός χρόνου (από τώρα μέχρι το επόμενο καλοκαίρι) που θα έχει επίκεντρο τον συντελεστή εργασία. Ουσιαστικά έχουμε μπροστά μας τον δυσκολότερο ένα χρόνο πριν μπούμε σε μία περίοδο γεμάτη ευκαιρίες για το μέλλον.