Της Εύας Στάμου
Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, με ιδιαίτερα χαμηλή ποιότητα παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας, όπου η Πολιτεία –παρά την κατασπατάληση των ευρωπαϊκών κονδυλίων- έχει αποτύχει να φέρει εις πέρας την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση, σε μια κουλτούρα όπου η ψυχοθεραπεία θεωρείται από αρκετούς ακόμα «ταμπού», και όπου οι πολίτες της δεν ενημερώνονται για την ψυχική ασθένεια από τις αρμόδιες υπηρεσίες υγείας, αλλά από το αστυνομικό δελτίο, επείγει να οικοδομηθεί ένα σύστημα πρόληψης.
Η άθλια κατάσταση που επικρατεί στο χώρο των δημόσιων υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας εκδηλώνεται τα τελευταία χρόνια και με επιθέσεις κατά των εργαζομένων σε νοσοκομειακές μονάδες ή με ατυχήματα και θανάτους ασθενών. Η έλλειψη κονδυλίων δεν μπορεί να αποτελεί τη μόνιμη δικαιολογία για την διοικητική ανικανότητα, την κομματικά επιβεβλημένη ασυνέχεια, και την απουσία σχεδιασμού που οδηγεί σε διάλυση τον τομέα της ψυχικής υγείας. Οι ασθενείς αλλά και ειδικοί της ψυχικής υγείας αξίζουν την προσοχή του Υπουργού Υγείας.
Η αλλαγή προσέγγισης ώστε να γεφυρωθεί σταδιακά η μεγάλη ανισότητα στον τρόπο αντιμετώπισης φυσικής και ψυχικής ασθένειας, θα όφειλε να αποτελεί προτεραιότητα του Υπουργείου Υγείας. Η Διεύθυνση Υγείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν παραλείπει να τονίζει ότι οι κυβερνήσεις δεν δίνουν την απαραίτητη έμφαση στην ψυχική υγεία, αν και όλες οι σχετικές επιστημονικές και οικονομικές έρευνες καταδεικνύουν πως η διαρκής αύξηση αριθμού ατόμων που βιώνουν έντονα ψυχικά προβλήματα ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την δυσλειτουργία των οικογενειών, των σχολείων, των επιχειρήσεων, της κοινωνίας ολόκληρης.
Εκτός από την αύξηση δαπανών για την έρευνα, θεωρείται αναγκαία η βελτίωση της συνεργασίας ανάμεσα σε ψυχιατρικές υπηρεσίες και υπηρεσίες που αναλαμβάνουν επείγοντα περιστατικά, καθώς και η δημιουργία συγκεκριμένων στόχων προς άμεση ανακούφιση των πασχόντων –όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τη μέριμνα των καρκινοπαθών– και φυσικά η διαρκής αξιολόγηση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας.
Η συνεργασία των αρμόδιων υπηρεσιών των Υπουργείων Παιδείας και Υγείας είναι απαραίτητη για την παροχή στήριξης, ενημέρωσης, και στοχευμένης βοήθειας σε όσα παιδιά τη χρειάζονται. Η κατάθλιψη, τα σημάδια του σχολικού εκφοβισμού, οι κάθε είδους εθισμοί, ακόμα και οι πρώτες ενδείξεις της σχιζοφρένειας μπορούν να διαγνωσθούν στα αρχικά στάδια και στη συνέχεια να αντιμετωπιστούν με τον ορθό συνδυασμό φαρμακολογίας και ψυχοθεραπείας.
Θεωρείται επίσης αναγκαία η εκπαίδευση περισσότερων ψυχιάτρων και ειδικών της ψυχικής υγείας, η ευκολότερη πρόσβαση στις ομιλούσες θεραπείες που δεν απαιτούν φαρμακευτική αγωγή ή νοσηλεία, η μείωση του χρόνου αναμονής για τους ασθενείς, η δημιουργία περισσότερων κλινών στα ψυχιατρικά νοσοκομεία. Εξίσου σημαντική είναι η δημιουργία μιας ορθά σχεδιασμένης καμπάνιας για τη αφαίρεση του κοινωνικού στίγματος και την ευαισθητοποίηση των πολιτών σε θέματα ψυχικής υγείας, έτσι ώστε όλοι να συνειδητοποιήσουν ότι η ψυχοθεραπεία είναι μια διαδικασία που μας βοηθά στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων, περιστασιακών ή χρόνιων, ψυχικών προβλημάτων, με σκοπό την βελτίωση της καθημερινότητας μας και των σημαντικών μας σχέσεων, καθώς και την αναδόμηση της προσωπικότητάς μας.
Γιατί η υγεία δεν είναι θέμα μόνο της πολιτείας αλλά και των πολιτών, οι οποίοι οφείλουν να αντιμετωπίζουν την ψυχική υγεία όπως αντιμετωπίζουν τη σωματική υγεία. Με τον ίδιο τρόπο που παίρνουν τα φάρμακά τους και τηρούν τα ραντεβού με τον γιατρό όταν πάσχουν από μία χρόνια σωματική ασθένεια, θα πρέπει να φροντίζουν την ψυχική υγεία τους σε περίπτωση που έχουν διαγνωστεί με κάποια ψυχική νόσο.
Η βασικότερη λύση, λοιπόν, είναι η πρόνοια και η λήψη μέτρων που θα επηρεάσουν άμεσα τις αντιλήψεις της κοινής γνώμης. Γιατί τώρα πια δύο είναι οι επιλογές: ή οικοδομούμε άμεσα ένα αποτελεσματικό σύστημα πρόληψης, ή παραμένουμε μια κοινωνία ανοχύρωτη απέναντι στην ψυχική ασθένεια.
*Η κ. Εύα Στάμου είναι συγγραφέας και Δρ Ψυχολογίας.