Του Αντώνη Πανούτσου
Λατρεύω το Παγκόσμιο Κύπελλο. Διατηρεί τη σπανιότητα που έχουν οι Ολυμπιακοί αφού διεξάγεται κάθε τέσσερα χρόνια και επειδή διαρκεί σχεδόν ένα μήνα έχει χαρακτήρα σήριαλ, όπου οι δευτερεύοντες χαρακτήρες χάνονται στην διαδρομή ενώ ο τηλεθεατής ταυτίζεται με κάποιον από τους πρωταγωνιστές. Επίσης το χαρακτηριστικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου είναι ότι διακρίνονται εθνικά χαρακτηριστικά στις ομάδες που δεν διακρίνονται λόγω της ύπαρξης παικτών από διάφορες χώρες στις ετήσιες ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Διαχρονικά και αναλλοίωτα χαρακτηριστικά, όπως την άρνηση της Γερμανίας ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες να εγκαταλείπει τον αγώνα. Όπως το έκανε στο ματς με την Σουηδία, που κέρδισε στο 95ο λεπτό παίζοντας με παίκτη λιγότερο.
Όχι επειδή η Γερμανία είναι η ομάδα της πειθαρχίας και των πάντσερ όπως λένε τα συνηθισμένα κλισέ, αλλά γιατί οι Γερμανοί έχουν ομάδα που μπορεί να κερδίζει όλα τα ματς χωρίς να φοβούνται την ήττα. Αντίθετα με αυτό που οι περισσότεροι πιστεύουν, ότι αν μια ομάδα πιεστεί θα κερδίσει το ματς, μια ομάδα που πιέζεται το πρώτο που κάνει είναι να έχει έτοιμες δικαιολογίες γιατί έχασε. Εχοντας οπαδούς που σε περίπτωση ήττας δεν θα ταπεινώσουν τους παίκτες, όπως οι Αγγλοι και την ικανότητα να κερδίσουν κάθε αντίπαλο, οι παίκτες της Γερμανίας μπορούν να παίρνουν ρίσκα χωρίς να φοβούνται ότι αν δεν πιάσουν θα ξεφτιλιστούν. Στο ματς με τους Σουηδούς παίκτες άλλων ομάδων θα γέμιζαν ή θα σούταραν με την μία. Ο Τόνι Κρος σουτάρει και σκοράρει μετά από κομπίνα. Χωρίς να σκέφτεται ότι αν η κομπίνα δεν πιάσει θα έχει αιώνιες κριτικές γιατί το δοκίμασαν, γιατί δεν έκαναν κάτι πιο σίγουρο, ότι είναι loser και τα δηλητηριώδη που γράφουν τα αγγλικά tabloids.
Η Ιαπωνία είναι εντελώς άλλη περίπτωση. Οι παίκτες της παίζουν κάτω από τρομακτική πίεση. Η οποία προέρχεται από την ευθύνη του κάθε παίκτη στην υπόλοιπη ομάδα. Το Wa που ανέφερε Robert Whiting, ένας μέτριος αμερικανός παίκτης του baseball που έπαιξε στην Ιαπωνία στις αρχές του ΄70. Στο βιβλίο του «You gotta have Wa». Το Wa είναι το common spirit, η αρμονία που υπάρχει σε μια ομάδα όταν ο παίκτης παύει να είναι άτομο και γίνεται μέρος του συνόλου. Παιδί της απόλυτης χώρας της ατομικότητας, ο Robert Whiting το είχε βρει τόσο εξωτικό που το έβαλε σαν τίτλο του βιβλίου του. Είναι απαραίτητο να το ξέρεις για να καταονήσεις το ατελείωτο τρέξιμο των παικτών της Ιαπωνίας στο ματς με την Σενεγάλη, ή την απόφαση του αμυντικού της Ιαπωνίας να βάλει προς το τέλος το κεφάλι του ανάμεσα στην μπάλα και το παπούτσι του Σενεγαλέζου που σουτάρει μέσα στην περιοχή.
Η Ελλάδα δεν πήγε στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Αλλά ανεξάρτητα το Wa δεν είναι το χαρακτηριστικό της Ελλάδας. Το χαρακτηριστικό της Ελλαδας στο ποδόσφαιρο, που υπάρχει και σε άλλα στοιχεία της ζωής, είναι η ανάγκη ύπαρξης εχθρών. Όσο πιο καταχθόνιων, ξένων και σατανικών τόσο το καλύτερο.
Παράδειγμα η κατάκτηση του Euro του 2004 που η Εθνική Ελλάδας στα προκριματικά είχε ξεκινήσει άσχημα. Ο Ότο Ρεχάγκελ που σε τέτοια θέματα ήταν γάτα με πέταλα δεν άργησε να το εκμεταλλευτεί. Απομονώνοντας την ομάδα, παρουσιάζοντας στους παίκτες τους αθλητικογράφους που είχαν κάνει κριτική σαν εχθρούς που προσπάθησαν να τους ταπεινώσουν. Και αργότερα τους ξένους σαν εχθρούς που έκαναν κριτική στην ομάδα ότι έπαιζε μπετόν άμυνα «επειδή την ζήλευαν». Aκόμα και η προτροπή του Κώστα Καραμανλή μετά το Euro του2004 στους παίκτες να κάνουν καινούργια συμβόλαια και «να τους τα πάρουν» δίνει τον χαρακτήρα του αδικημένου. Το βασικό χαρακτηριστικό της Ελλάδας. Στο ποδόσφαιρο, και αλλοίμονο όχι μόνο.