Του Αντώνη Πανούτσου
Πολύ πριν γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ κατάλαβε την δύναμη των λέξεων. Ότι όση σημασία έχουν οι θεσμοί και οι πράξεις, τόση έχει και πώς τους ονομάζεις. Έτσι με την ανάληψη της εξουσίας τα μέλη της τρόικας έγιναν «εκπρόσωποι των θεσμών» και τα μνημόνια «συμφωνίες». Οι διαπραγματεύσεις έπαψαν να γίνονται στα υπουργεία, ώστε να μην αποκτούν επίσημο χαρακτήρα και γινόντουσαν στο Χίλτον, που στοίχιζε κάτι παραπάνω. Αλλά χαλάλι αφού είχαν λιγότερη επισημότητα.
Το ίδιο και με τους δημόσιους οργανισμούς και υπηρεσίες. Με τον Γιάννη Πανούση τον Αύγουστο του '15 τα ΜΑΤ, που όσο ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην αντιπολίτευση είχαν δαιμονοποιηθεί, διέρρεε ότι θα αλλάξουν όνομα και χρώμα στολής. Ονόματα είχαν ακουσθεί διαφορετικά όσο για το χρώμα της στολής που το χακί είχε αποκλεισθεί σαν παραστρατιωτικό θα μπορούσε να γίνει ροζ ώστε να δίνουν και μήνυμα ανοχής στην ιδιαιτερότητα.
Το ίδιο και με τα Κέντρα Κράτησης Παρανόμων Μεταναστών. Τα οποία κατά καιρούς ονομάστηκαν σε Κέντρα Φιλοξενίας, Προαναχωρησιακά Κέντρα ή ακόμα καλύτερα Hot Spots ώστε η ύπαρξή τους να απενοχοποιηθεί μέσω της αγγλικής. Ότι παρέμεναν τα ίδια και χειρότερα, μικρό ρόλο έπαιζε μπροστά στο γεγονός ότι το όνομα τους είχε αλλάξει.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τα ΤΕΙ. Οι πρόεδροι των σχολών είχαν ανακοινώσει ότι θα μετονομαστούν σε Πανεπιστήμια Εφαρμοσμένων Επιστημών. Κάτι εναρμονισμένο με την πολιτική της κυβέρνησης.
Το ίδιο συμβαίνει με το επίδομα που είναι να δοθεί τώρα στους συνταξιούχους. Κάθε άνθρωπος που μιλάει ελληνικά καταλαβαίνει ότι ένα επίδομα που δίνεται άπαξ δεν μπορεί να ονομάζεται 13η σύνταξη. Τι γίνεται όμως όταν η ΕΡΤ και τα φιλοκυβερνητικά αυτόματα μετονομάζουν το επίδομα σε «13η σύνταξη» ακόμα και όταν ακούγεται σαν το «ολίγον έγκυος»; Ιδιαίτερα όταν η μετονομασία έχει συνδυαστεί με μία ψηφοφορία στην Βουλή, που όσοι ψηφίσουν κατά θα εμφανιστούν σαν ανάλγητοι φιλελέδες που θέλουν να μαυρίσουν τα Χριστούγεννα των συνταξιούχων.
Σε κάθε δυτική δημοκρατία σε αυτό το σημείο η αντιπολίτευσης θα έτριβε τα χέρια της. Θα πήγαινε στην Βουλή, θα κατήγγειλε τον λαϊκισμό, την μετονομασία του επιδόματος σε σύνταξη και την φτηνή πολιτική στην πλάτη των συνταξιούχων και θα ήταν σίγουρη ότι ο κόσμος θα καταλάβει. Στη μετά το δημοψήφισμα όμως Ελλάδα η βεβαιότητα ότι οι πολίτες αντιλαμβάνονται τα γεγονότα με τη λογική αντί με το θυμικό έχει κλονιστεί. Και η ΝΔ βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλλημα. Η ίδια ξέρει ότι το επίδομα δεν είναι 13η σύνταξη, ότι προκύπτει από τους φόρους «των παιδιών» των συνταξιούχων που έτσι παίρνουν μόνο ένα μέρος πίσω και ότι μακροχρόνια η παροχή θα πληρωθεί στο πολλαπλάσιο σε υποχωρήσεις με τους θεσμούς. Τόσο κοντά όμως στο δημοψήφισμα είναι αδύνατον να εμπιστευτεί ότι και το μεγάλο μέρος των πολιτών το καταλαβαίνει. Έτσι θα πάει στην ονομαστική ψηφοφορία στην Βουλή ψηφίζοντας «ναι». Έστω και αν γνωρίζει ότι το «ναι» αν και ακούγεται φιλολαϊκό είναι αντιλαϊκό από τα αποτελέσματα του
Το συνηθισμένο κλισέ είναι ότι οι πολίτες χάσανε την εμπιστοσύνη τους στους πολιτικούς. Η ψηφοφορία για το επίδομα δείχνει ότι μπορεί να συμβεί και το αντίστροφο. Και για να λειτουργήσει μια δημοκρατία χρειάζονται πολιτικοί που να νοιάζονται και πολίτες που να καταλαβαίνουν.