Του Γρηγόρη Σαμπάνη*
Ίσως ο Αλέξης Τσίπρας να είναι απλώς ένας αφελής ονειροπόλος, που αυταπατάται άλλη μια φορά, πιστεύοντας ότι μοιράζοντας χρήμα στους συνταξιούχους και μειώνοντας συντελεστή ΦΠΑ σε κάποια προϊόντα, λίγες ημέρες πριν ανοίξουν οι κάλπες, θα καταφέρει, ως εκ θαύματος, να βγει νικητής στις ευρωεκλογές. Ίσως να είναι ακόμη πιο αφελής και να πιστεύει ότι με τέτοιες παροχές θα καταφέρει να επικρατήσει και στις εθνικές εκλογές και να κρατηθεί στην εξουσία.
Το πιθανότερο, όμως, είναι ότι ο κ. Τσίπρας και η ηγετική ομάδα της κυβέρνησής του έχουν πάψει προ πολλού να είναι ρομαντικοί ονειροπόλοι, βυθισμένοι σε αυταπάτες. Γνωρίζουν καλά ότι δεν μπορούν να αναστρέψουν τη ροή του πολιτικού ποταμιού που σύντομα θα τους οδηγήσει στην αντιπολίτευση και έχουν ήδη αρχίσει να χαράσσουν τη στρατηγική τους για να διεκδικήσουν εκ νέου την εξουσία στις μεθεπόμενες εκλογές.
Αυτό είναι, τουλάχιστον, το πολιτικό συμπέρασμα που μπορεί να βγάλει κανείς από την παρουσίαση του «πακέτου Τσίπρα» με παροχές και ελαφρύνσεις για τη διετία 2019 – 2020. Πρόκειται για μέτρα που είναι προφανές ότι δεν αρκούν για να αποτρέψουν την επερχόμενη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ σε ευρωεκλογές και εθνικές εκλογές. Όμως φαίνεται ότι έχουν σχεδιασθεί με άκρατο κυνισμό σαν μια πολιτική «καμένης γης», που αποσκοπεί να μεγιστοποιήσει τα προβλήματα που θα έχει η επόμενη κυβέρνηση στην οικονομική διαχείριση και να την οδηγήσει γρήγορα σε αδιέξοδα, που θα επιτρέψουν στον ΣΥΡΙΖΑ να επιχειρήσει γρήγορα μια… έφοδο στα ανάκτορα.
Το σημαντικότερο στοιχείο των παροχών και ελαφρύνσεων Τσίπρα δεν είναι οι ίδιες οι παροχές και ελαφρύνσεις, που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν λογικές, ύστερα από την περιπέτεια του τρίτου και μάλλον αχρείαστου μνημονίου και της πιο σκληρής λιτότητας που έχει ασκηθεί συνειδητά από μια κυβέρνηση, η οποία «φόρτωνε» την κοινωνία με δυσβάστακτα φορολογικά βάρη, για να ξεπερνά διαρκώς τους συμφωνημένους με τους Ευρωπαίους δανειστές δημοσιονομικούς στόχους.
Το πιο σημαντικό είναι ότι η κυβέρνηση, λίγες ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές και γνωρίζοντας ότι είναι τέτοιο το πολιτικό περιβάλλον που δεν θα εκδηλωθούν αμέσως οι αντιδράσεις των δανειστών, άλλαξε σε τέτοιο βαθμό το μείγμα της οικονομικής πολιτικής, ώστε να είναι πλέον αδύνατο να πετύχει η Ελλάδα τους συμφωνημένους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα (3,5% του ΑΕΠ ως και το 2021). Δεν είναι καθόλου τυχαίο, άλλωστε, ότι ο μοναδικός συνετός τεχνοκράτης του οικονομικού επιτελείου, ο αναπληρωτής υπ. Οικονομικών, Γιώργος Χουλιαράκης, προτίμησε να μείνει «εκτός κάδρου» των ανακοινώσεων για τις παροχές και ελαφρύνσεις.
Γνωρίζοντας ότι εκτροχιάζει χωρίς τη συναίνεση των Ευρωπαίων την πορεία της Ελλάδας για τα πρώτα, κρίσιμα χρόνια μετά την περίοδο των μνημονίων, η κυβέρνηση προχώρησε σε ταχυδακτυλουργικές επινοήσεις, που επίσης γνωρίζει ότι είναι αδύνατο να ξεγελάσουν τους δανειστές και εταίρους μας. Ανακοίνωσε ότι θα «βάλει στην άκρη» ένα μέρος της ρευστότητας του κράτους (5,5 δισ. ευρώ) και από αυτή τη ρευστότητα θα καλύπτει ό,τι λείψει για να εκπληρώνονται οι στόχοι για το πλεόνασμα!
Πρόκειται για μια προφανή… αρλούμπα, που εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι δεν υπάρχει μία περίπτωση στο εκατομμύριο να γίνει δεκτή από τους δανειστές: ολόκληρο το οικοδόμημα της δημοσιονομικής επιτήρησης των κρατών της ευρωζώνης, που έγινε αρκετά αυστηρότερη μετά την εμπειρία της τελευταίας κρίσης, στηρίζεται στην παρακολούθηση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, χωρίς βέβαια αυτά να συγχέονται με οποιοδήποτε τρόπο με τη ρευστότητα που τυχαίνει να έχει μια κυβέρνηση στα ταμεία της.
Αν επιτρεπόταν στην Ελλάδα να «μπαλώνει» δημοσιονομικές «τρύπες», αξιοποιώντας αποθέματα ρευστότητας από προηγούμενα έτη, το ίδιο θα έπρεπε να επιτραπεί και σε όλα τα άλλα κράτη – μέλη. Μόνο που, αν επιτρεπόταν κάτι τέτοιο, όλες οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν κατά το δοκούν τη ρευστότητά τους για να διορθώνουν αστοχίες της τρέχουσας δημοσιονομικής διαχείρισης και το οικοδόμημα της δημοσιονομικής επιτήρησης στην ευρωζώνη θα κατέρρεε!
Δεν τα γνωρίζει όλα αυτά η κυβέρνηση; Προφανώς και τα γνωρίζει πολύ καλά, έχοντας «ψηθεί» από το 2015 στο «καμίνι» των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους. Άλλος φαίνεται ότι είναι, όμως, ο πολιτικός υπολογισμός πίσω από αυτή την ανεύθυνη, ψηφοθηρική διαχείριση στην πλάτη της οικονομίας, που ήδη έχει τις επιπτώσεις της, καθώς μέσα σε λίγες ημέρες η αγορά άρχισε να «τιμωρεί» την Ελλάδα, με μια αύξηση της απόδοσης των 10ετών ομολόγων από το 3,30% στο 3,585% (βλ. γράφημα).
Η κυβέρνηση γνωρίζει με βεβαιότητα ότι βρίσκεται σε αποδρομή και μεθοδικά ανάβει… φωτιές στην οικονομία, ώστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης να βρει μπροστά του ως πρωθυπουργός μια κατάσταση στα όρια της κρίσης: οι Ευρωπαίοι, για να περισώσουν την αξιοπιστία των θεσμών της ευρωζώνης, δεν μπορούν παρά να αξιώσουν από τον επόμενο Έλληνα πρωθυπουργό να σεβαστεί τη συμφωνία για το πλεόνασμα και να λάβει όλα τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, ώστε να «μαζέψει» τις δημοσιονομικές αποκλίσεις που θα έχει προγραμματίσει ο Αλέξης Τσίπρας.
Έτσι, ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του υπολογίζουν ότι θα δυσκολευθεί πολύ ο επόμενος πρωθυπουργός να κάνει πράξη τις εξαγγελίες του για άμεσες μειώσεις φόρων, οικοδόμηση αξιοπιστίας έναντι των Ευρωπαίων και, στη συνέχεια, άνοιγμα από καλή θέση μιας διαπραγμάτευσης για μείωση του στόχου για υπερβολικό πλεόνασμα, ο οποίος δεν επιτρέπει στην οικονομία να ανακάμψει δυναμικά.
Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρεθεί μπροστά σε αυτά τα προβλήματα, ή, πολύ περισσότερο, αν υποχρεωθεί να λάβει μέτρα λιτότητας, η παρέα του Αλέξη Τσίπρα περιμένει ότι θα μπορέσει να ξεδιπλώσει μια επιθετική αντιπολιτευτική τακτική, ώστε να ανοίξει το δρόμο για την ανάκτηση της εξουσίας σε επόμενη φάση.
Οι θιασώτες της πολιτικής της «καμένης γης» κάνουν, πράγματι, μια πολύ μεθοδική προσπάθεια να υπονομεύσουν την εθνική οικονομία και να φέρουν τον επόμενο πρωθυπουργό μπροστά σε μια επικίνδυνη κρίση.
Ματαιοπονούν, όμως: ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει το όραμα και τις ικανότητες να διαχειρισθεί την οικονομία με τον τρόπο που απαιτεί ο ελληνικός λαός, ύστερα από τόσα χρόνια φορολογικής αφαίμαξης, αναπτυξιακής μιζέριας και αναδιανομής της φτώχειας. Και διαθέτει κύρος και πολιτικό κεφάλαιο για να διαπραγματευθεί σοβαρά με τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές μας, για τους δημοσιονομικούς στόχους των επόμενων ετών. Όσοι πιστεύουν ότι η πολιτική «καμένης γης» θα τον σταματήσει, πολύ γρήγορα θα αντιληφθούν ότι οι προσδοκίες τους ήταν μια ακόμη αυταπάτη…
*Ο κ. Γρηγόρης Σαμπάνης είναι Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών.