Δύο προϋποθέσεις απαιτούνται για να γίνουν πράξη οι επενδύσεις που προβλέπει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης. Ικανή δημόσια διοίκηση και υπουργοί που να πιστεύουν στις μεταρρυθμίσεις. «Μπορώ να φανταστώ περιπτώσεις, όπου αυτά τα δύο στοιχεία είναι ζητούμενα», απαντά με νόημα ο Παναγιώτης Λιαργκόβας.
Ο καθηγητής και επικεφαλής του ΚΕΠΕ μιλά για τον εκρηκτικό συνδυασμό ταχείας απορρόφησης πόρων, δημόσιας διοίκησης που πρέπει να αλλάξει «ταχύτητα» και πολιτικής βούλησης και για την ευκαιρία των 72 δισ, παρόμοια με την οποία δύσκολα θα ξαναβρεί η χώρα. «Ένας οικονομικός άθλος, που θα γίνει μόνο εάν πιστέψουν σε αυτόν εκείνοι που καλούνται να τον εφαρμόσουν. Μόνο δηλαδή εάν οι ίδιοι οι υπουργοί είναι ιδεολόγοι μεταρρυθμιστές», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Τι χρειάζεται για να γίνουν πράξη οι επενδύσεις που περιλαμβάνει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και οι μεταρρυθμίσεις που εισηγείται η έκθεση Πισσαρίδη;
Δύο προϋποθέσεις απαιτούνται : Πρώτον, μια ικανή δημόσια διοίκηση και δεύτερον, υπουργοί που να πιστεύουν στις μεταρρυθμίσεις. Χωρίς να υποβαθμίζω την αξία κανενός, μπορώ να φανταστώ περιπτώσεις όπου αυτά τα δύο στοιχεία είναι ζητούμενα. To Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, προϋποθέτει ένα άθλο : Ταχεία απορρόφηση κονδυλίων, καλά επεξεργασμένα σχέδια, άψογη συνεργασία συναρμόδιων φορέων, κυρίως όμως πολιτική βούληση. Ο συνδυασμός είναι εκρηκτικός. Σκεφτείτε ότι αφενός καλούμαστε να αξιοποιήσουμε αποτελεσματικά, όχι όπως στο παρελθόν, 32 δισ ευρώ, αφετέρου πρέπει να φέρουμε σε πέρας γενναίες μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να «τρέξουν» αυτές οι επενδύσεις. Στην φορολογία, την εκπαίδευση, την δικαιοσύνη, την υγεία, παντού. Αυτό είναι το δύσκολο. Ενας οικονομικός άθλος που θα γίνει μόνο εάν πιστέψουν σε αυτόν εκείνοι που καλούνται να τον εφαρμόσουν. Μόνο δηλαδή εάν οι ίδιοι οι υπουργοί είναι ιδεολόγοι μεταρρυθμιστές. Δεν είμαι τόσο σίγουρος για όλους.
Έχουμε όμως μια τελευταία ευκαιρία. Δεν μπορούμε να επαναλάβουμε αυτό που συνέβαινε παλαιότερα. Τότε που η Βουλή νομοθετούσε μεταρρυθμίσεις οι οποίες στην συνέχεια δεν υλοποιούνταν επειδή διάφοροι υπουργοί φοβούνταν το πολιτικό κόστος. Αυτό δηλαδή που συνέβαινε στα χρόνια των Μνημονίων και ήταν όλοι ευτυχισμένοι. Οι μεν Ευρωπαίοι τεχνοκράτες καθώς έβλεπαν να ψηφίζονται μεταρρυθμίσεις, τα διάφορα μικρά και μεγάλα συμφέροντα καθώς κατάφερναν να μπλοκάρουν την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και οι υπουργοί γιατί δεν γκρίνιαζε η εκλογική τους πελατεία. Το 2020 δεν είναι 2010, 2015 ή 2018. Δεν θεωρώ ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επιτρέψει να επαναληφθεί κάτι παρόμοιο.
Τι άλλο εκτός από σχέδιο, κεφάλαια και μεταρρυθμιστές υπουργούς απαιτεί η “συνταγή”;
Αποτελεσματική δημόσια διοίκηση. Το Δημόσιο θα πρέπει να συνταχθεί στην προσπάθεια, να αλλάξει «ταχύτητα», πολλές υπηρεσίες θα πρέπει κυριολεκτικά να επανεφεύρουν τον εαυτό τους, άλλες θα χρειασθεί να μεταμορφωθούν και όλη η δημόσια διοίκηση, μαζί φυσικά με την κυβέρνηση, να αντιληφθούν ότι δεν μιλάμε για ένα ακόμη Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης έχει διάρκεια έξι χρόνια, ωστόσο το 70% των πόρων πρέπει να έχει συμβασιοποιηθεί εντός τριετίας. Ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο. Δεν πρέπει να χαθεί ούτε μια ημέρα.
Δείτε για παράδειγμα την έκθεση Πισσαρίδη, το ιδεολογικό «περίβλημα» του Σχεδίου Ανάκαμψης, αν μου επιτρέπεται ο όρος. Είναι η πρώτη φορά που μια έκθεση πραγματοποιεί μια τόσο συστηματική και συνεκτική παρουσίαση όλων των επιστημονικών διαπιστώσεων του παρελθόντος. Θα την υιοθετήσει το πολιτικό προσωπικό ; Δεν είμαι απολύτως σίγουρος. Η ευκαιρία δεν είναι μόνο μοναδική. Απλά δεν θα υπάρξει άλλη ευκαιρία. Δύσκολα θα ξανασυμβεί στο σύντομο μέλλον, από την μια να υπάρχει μια Ευρώπη, έτοιμη να δώσει επιδοτήσεις και χαμηλότοκα δάνεια 72 δισ ευρώ σε μια χώρα σαν την Ελλάδα για να γυρίσει σελίδα και από την άλλη, η χώρα αυτή, να κυβερνάται από μια κυβέρνηση, το πρόγραμμα της οποίας είναι μεταρρυθμιστικό. Είναι συνεπώς στο χέρι της κυβέρνησης να υλοποιήσει τις προτεινόμενες από το σχέδιο Πισσαρίδη μεταρρυθμίσεις. Κανενός άλλου.
Στην ουσία πρέπει να πραγματοποιήσουμε, έναν οικονομικό άθλο: Ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 3,5% κατά μέσο όρο για την επόμενη δεκαετία. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ετήσιας αύξησης της απασχόλησης κατά 1% και της ετήσιας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 2,5%. Και για να γίνουν αυτά πρέπει οι εξαγωγές να αυξηθούν κατά 90% στην επόμενη εξαετία, ενώ το μερίδιο τους στο ΑΕΠ να ανέλθει στο 50,5%, από το 37,2% το 2019. Γεγονός που με την σειρά του προϋποθέτει επενδύσεις. Οι οποίες με την σειρά τους απαιτούν μεταρρυθμίσεις.
Πιστεύετε ότι θα τα καταφέρουμε;
Δεν πρέπει να χαθεί ούτε μια μέρα. Πολλά από αυτά που περιλαμβάνει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης έπρεπε να είχαν γίνει χθες. Οι μεταρρυθμίσεις για παράδειγμα στην παιδεία, στην υγεία και στη δικαιοσύνη. Μιλάμε για βέλτιστες πρακτικές άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό αλλά να εντοπίσουμε τις περιπτώσεις εκείνες που με τις αντίστοιχες πολιτικές που εφαρμόστηκαν, έδωσαν διέξοδο στα προβλήματα. Πολιτικές που έφεραν συστηματική αύξηση των εισοδημάτων μέσω της αύξησης του πλούτου και της διευκόλυνσης της πρόσβασης στην αγορά εργασίας σε σχετικά περιθωριοποιημένες ομάδες, αλλά και την ελάφρυνση όλων των πολιτών μέσω της μείωσης φόρων και εισφορών.
Από τους άξονες του Σχεδίου Ανάκαμψης ποιους θεωρείτε τους πιο σημαντικούς και ποια θα είναι τα σοβαρότερα προβλήματα που θα συναντήσουμε κατά την φάση υλοποίησης;
Θα ξεχώριζα δύο βασικές θεματικές προτεραιότητες για την ενίσχυση της παραγωγικότητας με οριζόντιες επιδράσεις στην ελληνική οικονομία. Πρώτον, η ανάπτυξη, αξιοποίηση και σύζευξη δεξιοτήτων, που παρουσιάζουν σχετικά χαμηλές επιδόσεις στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ. Προτείνονται ολιστικές παρεμβάσεις πολιτικής και μεταρρυθμίσεις που αφορούν σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης και όλες τις μορφές μάθησης, έτσι ώστε να προαχθεί η σύνδεση μεταξύ των δεξιοτήτων που προσφέρονται και αυτών που απαιτούνται από τις επιχειρήσεις. Δεύτερον, η υιοθέτηση και χρήση νέων τεχνολογιών από τις ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες υστερούν σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ σε διάφορους δείκτες που αφορούν στις τεχνολογίες της πληροφορίας και των επικοινωνιών.
Προτείνονται δημόσιες πολιτικές για την προαγωγή του ανθρώπινου κεφαλαίου και της τεχνολογικής υποδομής, και προγράμματα ευέλικτης κατάρτισης, εξ αποστάσεως μάθησης και κινητικότητας για το προσωπικό των επιχειρήσεων σε θέματα νέων τεχνολογιών, με σκοπό την αντιμετώπιση προβλημάτων στο ηλεκτρονικό επιχειρείν και το ηλεκτρονικό εμπόριο, και τον περιορισμό του ψηφιακού χάσματος της χώρας.