Τα δύο γεγονότα πρέπει να συνέβησαν ταυτόχρονα.
Στην εναρκτήρια ομιλία του συνεδρίου που διοργανώνει αυτές τις μέρες ο «Κύκλος των Ιδεών» σε συνεργασία με την «Πρωτοβουλία 2021» ο καθ.Κώστας Κωστής αναφερόταν στα προβλήματα που έχει η ιδέα του «ελληνικού εξαιρετισμού» στη σύγχρονη ιστοριογραφία, η ιδέα δηλαδή ότι ιστορικά η Ελλάδα ήταν κι είναι μια εξαίρεση, προβλήματα τόσο μεθοδολογικά όσο και στην επίδραση που έχει η προσέγγιση αυτή στην ελληνική κοινή γνώμη, στη δημιουργία της συλλογικής αντίληψης της κοινής μας ταυτότητας.
Την ίδια περίπου ώρα, στο Μέγαρο Μαξίμου, ο πρωθυπουργός, η Υπουργός Παιδείας και ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη συνεδρίαζαν με τους Πρυτάνεις της χώρας για να αποφασίσουν πως πρέπει η πανεπιστημιακή κοινότητα να αντιδρά όταν συμβαίνει τι; Όταν ομάδες αλητών εισβάλλουν στους χώρους των ΑΕΙ, διαλύουν τις υποδομές και εκφοβίζουν τους καθηγητές και τους φοιτητές. Γιατί αυτό το θέμα είχε η χθεσινή σύσκεψη του πρωθυπουργού με τους πρυτάνεις. Προσπαθούσαν από κοινού να βρουν πως πρέπει να αντιδράσουν στα...ποινικά αδικήματα.
Γίνονται κι αλλού στο δυτικό κόσμο τέτοιες συσκέψεις; Μάλλον όχι. Τα ελληνικά ΑΕΙ είναι η «ελληνική εξαίρεση».
Να είμαστε σαφείς. Ναι, από το βράδυ της προηγούμενης Παρασκευής, όταν κυκλοφόρησε η περίφημη φωτογραφία με τους κουκουλοφόρους να βασανίζουν τον Πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου, η κοινή γνώμη, σοκαρισμένη από τους ναζιστικούς συμβολισμούς, λίγες μέρες μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, ζητούσε, ουρλιάζοντας, από την κυβέρνηση «να κάνει κάτι».
Όμως τι να κάνει η κυβέρνηση;
Η Νέα Δημοκρατία, ο πρωθυπουργός που έχει υποστεί προσωπικά την τρομοκρατία και την κουλτούρα της, μόλις εξελέγησαν έκαναν αυτό που υποσχέθηκαν: κατήργησαν το πανεπιστημιακό άσυλο που αποδείχθηκε ότι λειτουργούσε ως πρόσχημα για την αδράνεια της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Τι να κάνει δηλαδή η κυβέρνηση; Να περιφρουρεί η ίδια τα ΑΕΙ και να καλεί την αστυνομία που διστάζουν να καλούν οι διοικήσεις τους;
Λυπούμαστε που θα το θέσουμε ωμά αλλά τα πράγματα είναι έτσι: Ο πρωθυπουργός έπρεπε να χειριστεί το θέμα με σκληρότητα. Θα έπρεπε να καλέσει τους Πρυτάνεις για να τους πει κάτι σαν αυτό: «Εγώ έφτιαξα το νόμο που σας υποσχέθηκα και που σας δίνει τη δυνατότητα να πατάξετε την ανομία. Δεν το κάνετε. Γι αυτό κι εγώ σας δηλώνω ότι στο εξής, όταν διαπιστώνεται ότι οι Πρυτανικές Αρχές δεν κάλεσαν την αστυνομία ενώ οι αλήτες κατέστρεφαν τις πανεπιστημιακές υποδομές, η αποκατάστασή τους θα καλύπτεται από τους μισθούς σας. Η μόνη ευθύνη που έχω είναι η λειτουργία της Ελληνικής Αστυνομίας. Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, δεν μπορώ να υποχρεώσω το λαό να αναλάβει το κόστος της ατολμίας σας».
Η μόνη ευθύνη της κυβέρνησης είναι η αστυνομία να σπεύδει όταν οι πανεπιστημιακές αρχές την καλούν και να συλλαμβάνει τους αυτουργούς επεισοδίων. Πριν όμως συλληφθούν οι χρυσαυγίτες που βασάνισαν τον Πρύτανη του ΟΠΑ, ανακοινώθηκε νέα υπηρεσία και προσλήψεις. Δηλαδή μετατοπίστηκαν οι ευθύνες ελληνικώ τρόπω: με τη δημιουργία μιας νέας υπηρεσίας και νέες προσλήψεις.
Πριν ο πρωθυπουργός κάνει το χατίρι στην πανεπιστημιακή κοινότητα, τους φοιτητές και τα μέλη ΔΕΠ, να τους απαλλάξει από τις ευθύνες τους θα πρέπει να τους αφήσει να ζήσουν με τις συνέπειες των αντιδράσεών τους στο φαινόμενο. Η μόνη υποχρέωση του πρωθυπουργού και του αρμόδιου υπουργού είναι η καλή λειτουργία της Ελληνικής Αστυνομίας. Ο πρωθυπουργός δεν έχει καμία υποχρέωση να γίνει ο κηδεμόνας όσων δεν επιθυμούν να αναλάβουν τις ευθύνες τους και οι Έλληνες πολίτες δεν έχουμε καμία επιθυμία να πληρώσουμε νέους διορισμούς.
Πολλά μέλη ΔΕΠ εκφράζουν δημοσίως απόψεις που εκλογικεύουν τη βία με το φερετζέ της πολιτικής, άλλα μέλη ΔΕΠ δηλώνουν ανοιχτά ότι την αποδέχονται ενώ υπάρχουν και πανεπιστημιακές αρχές που έχουν συζητήσει σοβαρά το ενδεχόμενο να παρέχουν «γραφεία παράταξης» σε μπάχαλους. Αυτή τη στρέβλωση δεν θα τη διορθώσει καμία κυβέρνηση και καμία υπηρεσία ασφαλείας όσους φρουρούς κι αν προσλάβει.
Η πανεπιστημιακή κοινότητα έχει την αμέριστη συμπαράστασή μας, είμαστε με τα μέλη ΔΕΠ, τις φοιτήτριες και τους φοιτητές. Όμως κι αυτοί θα πρέπει να αποφασίσουν αν θέλουν να ακολουθήσουν τη χώρα ή να συνεχίζουν να πορεύονται ως «ελληνική εξαίρεση».