Όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια με απασχολεί το πώς η χώρα μας θα διευρύνει το κοινωνικό κεφάλαιό της και ιδίως τους θεσμούς της και την εμπιστοσύνη της κοινωνίας σε αυτούς. Γιατί μόνον έτσι κάθε νέα Κυβέρνηση δεν θα μας θυμίζει τον Σίσυφο με το νομοθετικό έργο της.
Διότι κάνουμε λάθος όταν λέμε ότι “θεσμοθετούμε”, ενώ απλώς “νομοθετούμε”. Ένας νόμος για να γίνει “θεσμός” χρειάζεται να διασφαλιστεί η εφαρμογή του (να μη μείνει κρεμασμένος στο ΦΕΚ), να πετύχει τους ποσοτικούς και ποιοτικούς στόχους του, να επικοινωνηθεί στους πολίτες και να πετύχει την κοινωνική αναγνώριση, καταξίωση και στήριξη, άρα την εμπιστοσύνη των πολιτών και τη μακροημέρευσή του.
Βέβαια είναι σημαντικό ένας νόμος να υπερψηφίζεται και από κόμματα της αντιπολίτευσης και επομένως διασφαλίζει ευρύτερη πολιτική αποδοχή, αλλά ο “νόμος Διαμαντοπούλου” μας δείχνει ότι αυτό δεν αρκεί. Τις περισσότερες φορές πολιτικά κόμματα που καταψήφισαν ένα νόμο τον υπερασπίζονται απέναντι σε επιχειρούμενες καταστρατηγήσεις του, όταν πλέον έχει την κοινωνική στήριξη, δηλαδή έχει γίνει θεσμός.
Προτείνω να προσεγγίσουμε το ζήτημα πρακτικά, με βάση τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις μας και την υπάρχουσα κοινωνική εμπειρία.
Στα μέσα της δεκαετίας του '90 είχα τη χαρά να συνεργαστώ ad hoc με έναν υπουργό, που ανήκει στους έλληνες πολιτικούς με διαχρονική και καθολική αναγνώριση για το έργο τους, σχετικά με την κατανομή ενός σημαντικού ποσού από τον κρατικό προϋπολογισμό, με το οποίο θα χρηματοδοτούνταν δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς για τη διεξαγωγή εκδηλώσεων πολιτισμού...
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο metarithmisi.gr