Στη βαριά ατμόσφαιρα των ημερών, η αναδρομική έκθεση της Μαρίας Φιλοπούλου στη «Φωκίωνος Νέγρη 16», είχε μια επίδραση ιαματική. Λέμε «είχε» γιατί ο φόβος της πανδημίας παρέσυρε σε προσωρινό κλείσιμο και τους καλλιτεχνικούς χώρους μέχρι νεωτέρας. Οι «Προσωπικοί Παράδεισοι» της ζωγράφου, από τις τζαμαρίες, τα θερμοκήπια και τους εσωτερικούς χώρους έως την εμμονική αγάπη της για το νερό, ανύψωσαν το υπόγειο στέκι του Σωτήρη Φέλιου με μια αύρα που είναι αληθινή χαρά στα μάτια του θεατή. Ένας ζωγραφικός τρόπος που ο Δασκαλάκης χαρακτηρίζει ως «απενοχοποιημένο».
Γι’ αυτόν τον τρόπο μιλάνε αποκλειστικά στο liberal πέντε σημαντικοί δημιουργοί που η ιστορία τους πηγαίνει πίσω με τη Φιλοπούλου, από τα πρώτα χρόνια της σπουδής στην Αθήνα κι αργότερα στο Παρίσι, μέσα στο περίφημο εργαστήριο του Λεονάρντο Κρεμονίνι στην Beaux-Arts. «Ζωγράφιζε σα να μην είχε σπονδυλική στήλη, αυχένα και οφθαλμούς ανθρώπου, αλλά πτηνού ή ιχθύος» περιγράφει ο Ρόρρης και η Τσακάλη συμπληρώνει «σαν πουλί που ψάχνει την έξοδο στο φως». Αναμνήσεις προσωπικές που συμπληρώνουν ψηφίδες από την προσωπογραφία της ζωγράφου που ξεχώρισε για την επιμονή, την ακαταπόνητη εργατικότητά της όπως την καταθέτουν η Ηλιοπούλου και ο Βερούκας. Μαζί κι όλο το παρισινό κλίμα που διαμόρφωσε μια σημαντική ομάδα παραστατικών ζωγράφων με διακριτά χαρακτηριστικά, αλλά κοινή ρίζα.
Αλέξης Βερούκας: «Γεωμέτρης του χώρου»
Εκτός της Τετάρτης που ήταν η ημέρα του Κρεμονίνι, αν άνοιγες την πόρτα του εργαστηρίου στη σχολή νωρίς το πρωί ή μετά τις πέντε, δεν υπήρχε ψυχή. Αν περνούσαν όμως λίγα λεπτά το ελαφρύ τρίξιμο στο σανίδι του πατώματος πρόδιδε την θέση της Μαρίας. Ήταν σχεδόν πάντα εκεί οχυρωμένη σε μια από τις γωνιές της πανύψηλης σάλας πίσω από ένα τελάρο ίσο με το μπόι της. Στο Μαρία; απαντούσε γεια με τ’ όνομά σου και συνέχιζε στη σιωπή της. Μου άρεσαν πολύ τα έργα που έφτιαχνε εκεί. Ήταν μπολιασμένα με συνθετικές παραμορφωτικές δομές και ζωηρές αρμονίες της κεντροευρωπαϊκής ζωγραφικής, αλλά τα πρώτα φώτα είχαν πάντα μια λάμψη μοναδικά χρωματισμένη από τα περιγράμματα που έδωσαν από νωρίς το προσωπικό της στίγμα. Σχημάτιζε ένα τόξο με το σώμα της και με βέλος στο τεντωμένο χέρι το πίσω μέρος του πινέλου, γεωμετρούσε τον χώρο περίγυρα και πάνω της, ιχνηλατώντας ταυτόχρονα τις διαφυγές προς την φωτεινή πηγή. Την κυρίαρχη ακτινοβολία του ήλιου πίσω από τα αμέτρητα τζαμιλίκια στην οροφή.
Όταν συνέχισε μετά με τα θερμοκήπια (εκτός μιας βιωματικής καταβολής) περίπου το ίδιο συνέβαινε. Σαν μια προπαίδεια και έναν εγκλιματισμό του βλέμματος σε γήινα ενυδρεία πριν ξεσπάσει όπως στα τελευταία της έργα στους εκτυφλωτικούς υδάτινους αντικατοπτρισμούς της ουράνιας φωταγωγίας. Μορφές μονές ή ζευγαρωμένες που καθαρίζονται και βαπτίζονται στη φωτοκοινότητα της Μαρίας. Κατά κάποιο τρόπο μας συνέδεε με την Μαρία η διαφορά ότι κι εγώ ξεκίνησα από την Beaux-arts τις σπουδές και δεν είχαμε περάσει από τα εργαστήρια της σχολής όπως οι υπόλοιποι συμμαθητές μας. Είχαμε τις ίδιες ακριβώς αναφορές. Πιστεύω όμως ότι επειδή μοιραζόμασταν την ίδια αγάπη γι αυτό που κάναμε και γιατί είναι κορίτσι κρύσταλλο σαν την ζωγραφική της, ζούμε μια φιλία που αντέχει 33 χρόνια.
Στέφανος Δασκαλάκης: «νέα κατεύθυνση σε κάτι παλιό»
Έβλεπα τη Μαρία να δουλεύει στο εργαστήριο του Cremonini στο Παρίσι από το πρωί μέχρι το βράδυ, κάνοντας αυτές τις καταπληκτικές «τζαμαρίες» που αν και τυπικά κατατάσσονται ως σπουδές, είναι ήδη ώριμα έργα με απόλυτη αυτονομία και προσωπικό ύφος. Θυμάμαι επίσης και τις σκάλες σε «περιδίνηση» που ζωγράφιζε στο σπίτι της στην rue des Canettes κοντά στο St. Germain.
Σκέπτομαι επίσης τους εξαιρετικής πλοκής εσωτερικούς χώρους που ζωγράφιζε στο εργαστήριό της της οδού Αλκιβιάδου στην Αθήνα, ένα εργαστήριο με ιστορία, γιατί σε αυτό δούλεψαν διαδοχικά πολλοί ζωγράφοι. Τα έργα της με τις «Σκάλες» σε ένα άλλο σπίτι στην οδό Τροφωνίου, τα θαυμάζω για την ελευθερία της χειρονομίας και τις απρόσμενες συνθετικές λύσεις. Βέβαια η μεγάλη έκπληξη ήρθε με τα τοπία της και τις φιγούρες, αυτές τις μαγικές παρουσίες, με τις οποίες τα κατοίκησε.
Είναι σημαντικό για έναν ζωγράφο να κάνει κάτι καινούργιο. Αλλά είναι ακόμα πιο δύσκολο το να πάρει κανείς κάτι «παλιό» και να του δώσει μια εντελώς νέα κατεύθυνση. Η Μαρία μπόρεσε με ένα θέμα με το ιστορικό βάρος που φέρει το τοπίο στην ιστορία της ζωγραφικής να κάνει κάτι που δεν είχαμε δει μέχρι τώρα χάρη στον εντελώς απενοχοποιημένο τρόπο που χαρακτηρίζει συνολικά την στάση της απέναντι στην ζωγραφική.
Η Μαρία ξέρει ότι δεν φτάνει ούτε η σκληρή δουλειά, ούτε η σπουδή της ζωγραφικής στα μουσεία, τα οποία γνωρίζει πολύ καλά, ότι δεν φτάνει από μόνη της η περιέργεια για το τι γίνεται στον χώρο της τέχνης σ' όλο τον κόσμο, τον οποίο διατρέχει διαρκώς. Ξέρει πολύ καλά ότι μόνο ένα δυνατό ένστικτο μπορεί να τα κάνει όλα αυτά χρήσιμα στην τέχνη. Το ένστικτο αυτό η Μαρία Φιλοπούλου το διαθέτει σε περίσσεια.
Ειρήνη Ηλιοπούλου: «το ξανθό φουντωτό κεφάλι»
Την Μαρία την γνώρισα στην Καλών Τεχνών στο Παρίσι, λίγες μέρες μετά το άνοιγμα του εργαστηρίου που ανέλαβε o Leonardo Cremonini το 1984. Ήρθε συνοδευόμενη από τον πατέρα της και τις πρώτες μέρες μου μιλούσε με πολύ σεβασμό, γιατί νόμιζε πως ήμουν βοηθός του Κρεμονίνι…
Τα χρόνια της σχολής ήταν χρόνια εντατικής δουλειάς, καθημερινά, από τις εννέα το πρωί, μέχρι όσο πάει! Η Μαρία συνήθως έφευγε από τους τελευταίους. Σε αυτό το κοσμοπολίτικο εργαστήριο, που έσφυζε από όνειρα και δημιουργικότητα, αναπτύχθηκε μια συνενοχή μεταξύ μας, και ξεχωριστά ανάμεσα στον καθένα από εμάς με τον δάσκαλό μας. Άλλωστε, ο Κρεμονίνι είχε δεθεί με εμάς τους έλληνες ιδιαίτερα, και αυτό, ίσως, να δυνάμωσε τους δεσμούς μεταξύ μας.
Από τη σχολή θυμάμαι ένα ξανθό φουντωτό κεφάλι στραμμένο συνήθως ψηλά να ζωγραφίζει ακατάπαυστα την γυάλινη οροφή του εργαστηρίου μας. Στο μικρό της στούντιο, όπου η δουλειά συνεχιζόταν τις υπόλοιπες ώρες, η παλέτα έβγαινε την νύχτα στο κεφαλόσκαλο για να μη μυρίζουν τα νέφτια και τα χρώματα. Σε αυτό το στούντιο έγιναν πολύ όμορφα αυτοπορτραίτα στον καθρέφτη του μπάνιου της.
Οι πρώτες μας ομαδικές εκθέσεις, στα πρώτα χρόνια της σχολής, ήταν σαν παιδικά πάρτι με πολλά γέλια αλλά και υπευθυνότητα και σοβαρές προσπάθειες για καλή ζωγραφική. Νομίζω πώς εκείνη την περίοδο συνειδητοποιήσαμε όλοι μας, ταυτόχρονα, τί μάχες είχαμε να δώσουμε για να προστατεύσουμε τις επιλογές μας, τη ζωγραφική δηλαδή, που έγινε άξονας της ύπαρξής μας.
Γιώργος Ρόρρης: «Θεατές όπως Ίκαροι φτερωτοί»
Γνώρισα την Μαρία αρχές της δεκαετίας του ’80 στο φροντιστήριο του Νίκου Στέφου όπου πήραμε και οι δυο μας μαζί με άλλους πολλούς και εκλεκτούς σήμερα συναδέλφους, τα πρώτα μας πλην όμως θεμελιώδη μαθήματα ελεύθερου σχεδίου. Γίναμε φίλοι, νοικιάσαμε και το πρώτο μας ατελιέ στην Μ. Βόδα μαζί με άλλους. Έφυγε στο Παρίσι, γύρισε, έκανε την πρώτη της έκθεση στην γκαλερί Ώρα. Κατόπιν, άλλες πολλές… Τα χρόνια πέρασαν αλλά δεν έφθειραν την φιλία μας και την εκτίμηση που τρέφω για την ίδια και το σπουδαίο έργο της.
Σ’ αυτό το έργο θα ήθελα να σταθώ και να πω δυο λόγια. Μετρώ πάντα την αξία, το μέγεθος, την σημασία του έργου ενός καλλιτέχνη, προσπαθώντας να φανταστώ τι θα σήμαινε για μας η απουσία του. Εάν η απουσία του έργου του θα σήμαινε μια απώλεια σημαντική για τον τρόπο που βιώνουμε τον κόσμο. Για την περίπτωση λοιπόν της Μαρίας απαντώ αμέσως πως ναι θα ήταν ελλιπέστερος ο τρόπος διά του οποίου νιώθουμε τον κόσμο. Ιδιαίτερα τον κόσμο που με τόση απλοχεριά μας παρουσιάζει.
Σήμερα θα έλεγα με μια σιγουριά πλέον ότι αυτό που όλοι αναγνωρίζουμε σαν το «ύφος» της, αυτό που μας κάνει να λέμε από μακριά α! να ένα έργο της Μαρίας! άρχισε να δημιουργείται στα χρόνια των σπουδών της στο Παρίσι. Εκεί, υπό την αυστηρή εποπτεία του δασκάλου μας Κρεμονίνι, ο «κόσμος» της Μαρίας άρχισε να αποκτά όλο και πιο ευρείες διαστάσεις. Το βλέμμα της άπληστο και φιλοπερίεργο αιχμαλώτιζε μέσα στο πλαίσιο του πίνακα όλο και πιο ευρυγώνιες οπτικές λήψεις, επιζητώντας ουτοπικά να ζωγραφίσει κι αυτό που βρισκόταν πίσω της, εκτός του οπτικού της πεδίου, το οποίο είχε φροντίσει να το ευρύνει ως τα ακραία του όρια. Ζωγράφιζε σα να μην είχε σπονδυλική στήλη, αυχένα και οφθαλμούς ανθρώπου, αλλά πτηνού ή ιχθύος, όντων ελεύθερων και αδέσμευτων.
Εκεί λοιπόν ετέθησαν οι βάσεις επί των οποίων αργότερα οικοδόμησε τον κόσμο της. Σκάλες περιστρεφόμενες στο άπειρο, θερμοκήπια και φυτά με πάμπολλα σημεία φυγής και, τέλος, το μεγάλο της «θέμα»: το νερό, η θάλασσα, η παραλία, ο βυθός, ο καταρράκτης, αλλά και οι άνθρωποι εντός αυτού του κόσμου.
Μας τοποθέτησε ψηλά σε ρόλο εποπτεύοντος της στραφταλίζουσας θάλασσας. Ίκαροι φτερωτοί που χαιρόμαστε το σύμπαν του υγρού στοιχείου και αίφνης πέφτουμε χαρούμενοι στο βυθό να γευθούμε τη δροσιά και την αρμύρα. Εκεί, εκστασιασμένοι αντικρίζουμε τα νεανικά σώματα των κολυμβητών που χαίρονται το νερό ελεύθεροι από κάθε νόμο και κάθε δέσμευση. Πρωτοφανής η τόλμη της δημιουργού να μετατρέπει τους θεατές της πότε σε πτηνά αιωρούμενα, πότε σε πλάσματα της θάλασσας απαλλαγμένα από την δέσμευση της βαρύτητας. Κι όλα αυτά με μια απλοχεριά και μια πληθώρα χρώματος που σου τσούζει τα μάτια.
Έπρεπε εμείς, οι κάτοικοι τούτης της χώρας της θαλασσινής να περιμένουμε από τη Μαρία Φιλοπούλου να μας δείξει με ορμή τι βλέπουμε μπροστά μας. Γιατί αυτό κάνει η ζωγραφική της: καθιστά το αόρατο ζωντανή, πειστική, χειροπιαστή εμπειρία. Γι’ αυτόν τον λόγο λοιπόν θα ήταν απώλεια, σημαντική μάλιστα, η απουσία της ζωγραφικής της και αυτό ακριβώς την κάνει σημαντική και απαραίτητη.
Άννα Μαρία Τσακάλη: «το βλέμμα του πουλιού»
Γνωριστήκαμε στα πρώτα μας βήματα, στο εργαστήριο του Νίκου Στεφου, με δάσκαλο τον Στέφανο Δασκαλάκη. Εγώ προετοιμαζόμουν για το Παρίσι, εκείνη, ένα κορίτσι γεμάτο όρεξη και πολύ ταλέντο.
Το πρωί που ξεκινούσα το μεγάλο μου ταξίδι για το Παρίσι, βρέθηκα στην Ομόνοια στην τράπεζα της Ελλάδος για το συνάλλαγμα κι εκεί τυχαία συνάντησα την Μαρία με τον πάτερα της και μου ευχήθηκαν. Ένα χρόνο μετά την υποδεχόμασταν στο Παρίσι. Θυμάμαι πάντα αυτήν την τυχαία συνάντηση σαν ένα σημάδι για την κατοπινή κοινή μας πορεία.
Η Μαρία είναι αναπόσπαστο κομμάτι των μαγικών χρόνων της σχολής στο Παρίσι. Σύντροφος μαζί με τον Εδουάρδο Σακαγιάν, την Ειρήνη Ηλιόπουλου, την Βίκη Χατζηλάκου, και αργότερα τον Αλέξη Βερούκα, τον Στέφανο Δασκαλάκη και τον Γιώργο Ρόρρη. Κομμάτια όλοι των χρόνων της αθωότητας, της περιέργειας, της επαφής με την ζωγραφική, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Κρεμονίνι.
Τα μεσημέρια στο καφέ του Λεό, ατελείωτες οι συζητήσεις μας για την ζωγραφική, ατελείωτες οι αναγνώσεις όλων όσων ακούγαμε από τον Κρεμονίνι, στήνοντας τον κόσμο μας, την ευαισθησία μας, την διαφορά μας. Άπειρες ώρες δουλειάς στο εργαστήριο και η Μαρία με το βλέμμα στραμμένο ψηλά στις τζαμαρίες του εργαστηρίου, να μελετά το φως που άλλαζε μέσα σε περίεργες γεωμετρίες.
Ο Κρεμονίνι μιλούσε για τον μετεωρισμό του βλέμματος της Μαρίας σαν το βλέμμα του πουλιού που ψάχνει την έξοδο στο φως. Λαμπερός και φωτεινός όλος ενεργεία ο κόσμος της, με συγκέντρωση, πάθος και επιθυμία μέχρι σήμερα.
Αξέχαστη η τρυφερότητα των χρόνων της σχολής στο εργαστήριο του Κρεμονίνι, που μας διαμόρφωσε με κοινές άξιες, κοινούς κώδικες και σχέσεις πολύτιμες μέσα στα χρόνια.
* Οι φωτογραφίες με τους φίλους ζωγράφους είναι από το προσωπικό αρχείο της Ειρήνης Ηλιοπούλου την οποία και ευχαριστούμε θερμά.