Της Μυρένας Σερβιτζόγλου
Κατά μία διαβολική σύμπτωση όλοι οι πνευματικοί μου δάσκαλοι ήσαν της αριστερής διανόησης. Για λόγους τακτ δεν θα αναφέρω ονόματα, καίτοι οι περισσότεροι εξ αυτών είναι ιδιαίτερα γνωστοί. Πέρα από ένα αυξημένο αίσθημα πατριωτισμού που μου μετέφεραν, μου δίδαξαν κυρίως ένα πράγμα: ότι το αριστερό ιδεώδες είναι στο χέρι μας, είναι του χεριού μας, εκεί όπου υπάρχουν νησίδες φιλίας, εκεί όπου δεν υφίστανται σχέσεις εμπορικής συναλλαγής και κυριαρχίας. Και μετά ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Εκμυστηρευόμενη σε μία τέτοια όαση φιλίας, σε έναν καλό συνάδελφο τον πόνο μου για την υστερία από την οποία έχουν καταληφθεί άτομα σε θέσεις ευθύνης και την ασυδοσία που συναντάς ακόμη και σε άτομα που εκπροσωπούν την δημόσια τάξη, εκείνος στωικά απήντησε: «Τι περιμένεις να κάνει η συγκεκριμένη, όταν κάνει αυτά που κάνει ο ίδιος ο πρωθυπουργός;».
Η αλήθεια είναι ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν θυμάμαι να με πνίγει αυτή η αίσθηση ότι έχει πέσει πανώλη πάνω από την πατρίδα μου. Εργάζομαι πάνω από 15 έτη στο ίδιο κτίριο και ποτέ δεν θυμάμαι γυναίκα που φροντίζει την καθαριότητα –συμβασιούχο πάντα- να καταριέται την πολιτική ηγεσία για το ήθος και τις μεθόδους της. «Στην αρχή ξεκίνησαν με έναν αυταρχισμό, ο οποίος γρήγορα μετεξελίχθηκε σε απολυταρχία, για να καταλήξουν σε πλήρη και τέλεια αποσάρθρωση των πάντων», συνέχισε ήρεμα ο συνάδελφος.
«Οι άνθρωποι που έχουν λόγους να έχουν ύφος, δεν έχουν ποτέ, ενώ όσοι έχουν ύφος, δεν έχουν κανένα λόγο να έχουν», σχολίασα, καταλήγοντας: «Κάποιοι άνθρωποι έχουν τον χρόνο με το μέρος τους, ορισμένοι τον έχουν εχθρό τους, οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ, ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία».
Σαφώς υπάρχουν εξαιρέσεις, άνθρωποι της αριστερής διανόησης που διακρίνονται για την αρχοντιά της σκέψης τους και την απλοχωριά της ψυχής τους. Σαν τον καθηγητή Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ και νυν πρόεδρο του ΚΘΒΕ, αλλά και άλλους, που πάλι για λόγους τακτ δεν θα αναφερθώ ονομαστικά. Όμως η πλειονότητα των κρατούντων θέσεων εξουσίας στο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καθόλου αυτή η περίπτωση.
Η αγένεια, η αμορφωσιά, η εκδικητικότητα της κυβέρνησης έχει διαχυθεί σε όλες τις βαθμίδες της κοινωνίας, μέχρι τα τελευταία στρώματα και έχει βγάλει από τον καθένα τον χειρότερό του εαυτό. Ενδεχομένως, όλοι να σκέφτονται κατά τη σοφή διαπίστωση του φίλου και συναδέλφου ότι αν κάνουν αυτά που κάνουν οι κυβερνώντες, γιατί να μην απελευθερώσουμε κι εμείς ό,τι απωθημένο, καταπιεσμένο ένστικτο υπάρχει εντός μας;
Μαθήτρια του Παναγιώτη Καρκατσούλη, που διακρίθηκε παγκοσμίως ως ο καλύτερος δημόσιος λειτουργός το 2012, η ίδια και πολλοί συμφοιτητές της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, εισήλθαμε στη δημόσια διοίκηση με αίσθημα προσφοράς προς την πατρίδα και ομνύοντας πίστη μόνο στο Σύνταγμα. Δεν κριθήκαμε από τόσο απαιτητικές εξετάσεις και δεν εκπαιδευτήκαμε επί δύο συναπτά έτη με δαπάνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ελληνικού Δημοσίου για να απογίνουμε γιουσουφάκια ή να κάνουμε πιρουέτες με πουέντ προς τέρψιν της εκάστοτε εξουσίας, αλλά να στελεχώσουμε τόσο την Κεντρική Υπηρεσία όσο και τα Γραφεία Τύπου και Επικοινωνίας Εξωτερικού. Αντίθετα σήμερα, σε αρκετές νευραλγικές Πρεσβείες της χώρας μας, τα Γραφεία Τύπου και Επικοινωνίας Εξωτερικού υπολειτουργούν ή παραμένουν επί μήνες ακέφαλα.
Τον τελευταίο καιρό, συστηματικά επιστρέφω στην μικρή μου πατρίδα, την Κατερίνη, λέγοντας σε φίλους και γνωστούς ότι θα επιστρέψω για πάντα, καθώς είναι αδύνατο να συμφιλιωθώ με την Αθήνα του ΣΥΡΙΖΑ. Μία φίλη παιδική και πολύ αγαπημένη για να με συνετίσει μου έστειλε μία φωτογραφία των παιδιών της στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου, όπως τα πήγαινε από μάθημα σε μάθημα με την εξής μακροσκελή λεζάντα: «Ωραιοποιείς τη Κατερίνη, διότι είσαι μακριά. Η Κατερίνη είναι ωραία για τόσο όσο. Μακάρι τα παιδιά μου να φύγουν. Να αντικρίζουν καθημερινά λεωφόρους και όχι πεζόδρομο».
Έτσι διασχίζοντας τη λεωφόρο Συγγρού πηγαίνοντας στη δουλειά, με κατέλαβε όσο ποτέ αυτό το αίσθημα ελευθερίας με το οποίο έχουμε μεγαλώσει και έχουμε γαλουχηθεί εμείς οι Μακεδόνες κάτω από τον Όλυμπο. Έτσι ακριβώς όπως το αποδίδει το δημώδες: «Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν...
Πολύ φοβούμαι ότι όπως οι δικοί μας πατεράδες προκειμένου να δικαιολογήσουν κάποιες αταβιστικές συμπεριφορές, μας λεγαν ότι πέρασαν πόλεμο, πέρασαν κατοχή, εμείς στα δικά μας παιδιά, θα λέμε «Πέρασα ΣΥΡΙΖΑ, παιδί μου».