Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
Πριν από λίγες ημέρες στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής ακούσαμε από το στόμα του προέδρου της ΟΛΜΕ τα εξής εντυπωσιακά παλιομοδίτικα από εκπαιδευτικής απόψεως: «Η ΟΛΜΕ θεωρεί ως απαράδεκτο τον θεσμό των Προτύπων Σχολείων και από σειρά ετών έχει απαιτήσει την οριστική κατάργησή τους (…).
Επιπλέον έχει παρατηρηθεί μια πρωτοφανής έξαρση της προσφυγής των μαθητών στην παραπαιδεία και τα ιδιωτικά φροντιστήρια.
Η κοινωνία μας δεν χρειάζεται ελιτίστικα σχολεία, αλλά την ποιοτική αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου».
Θα μείνω μόνο στην κατάργηση των Προτύπων, αποφεύγοντας τον πειρασμό να σχολιάσω τα υπόλοιπα, ιδίως την κατηγορία περί «παραπαιδείας» κατά των ιδιωτικών φροντιστηρίων, όταν όλοι γνωρίζουν -ιδίως οι γονείς και οι μαθητές-, ότι στα ιδιωτικά φροντιστήρια το επίπεδο εκπαίδευσης βρίσκεται έτη φωτός μπροστά από την πραγματική κατάσταση παραπαιδείας του δημόσιου σχολείου.
Γιατί χρειαζόμαστε λοιπόν τα Πρότυπα Σχολεία; Την απάντηση δίνουν όλες οι έγκυρες διεθνώς μελέτες· τα πρότυπα σχολεία ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα των χωρών στον διεθνή καταμερισμό εργασίας μέσω της πρόωρης ανίχνευσης, αξιοποίησης, προσέλκυσης και διατήρησης ταλαντούχου ανθρώπινου δυναμικού. Δεν υπάρχει προηγμένη χώρα όπου να μην έχει εφαρμοστεί αντίστοιχος θεσμός Προτύπων Σχολείων.
Στην Αγγλία υπάρχουν, λ.χ., τα Grammar Schools, στη Γερμανία τα Gymnasiums. Ακόμη και στην πρώην Σοβιετική Ένωση υπήρχαν τα special schools, με σκοπό τη δημιουργία ενός μηχανισμού έγκαιρης διάγνωσης και αξιοποίησης των μαθητών με ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες. Η χώρα μας με τη γενικότερη αποστροφή των εκπαιδευτικών θεσμών της και των πανίσχυρων εκπαιδευτικών συντεχνιών προς τον ανταγωνισμό υπονομεύει τους προικισμένους με ταλέντα και δεξιότητες μαθητές.
Κατ' αυτόν τον τρόπο υπονομεύει τον εαυτό της υποθηκεύοντας το μέλλον της. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατατάσσεται μόλις στην 50ή θέση στον τομέα της αποτελεσματικής διαχείρισης και αξιοποίησης ταλέντων κατά τον παγκόσμιο δείκτη ανταγωνιστικότητας ταλέντων (GTCI).
Ένα άλλο ισχυρό επιχείρημα υπέρ της λειτουργίας των Προτύπων Σχολείων είναι ότι προσφέρουν στις χαμηλού εισοδήματος οικογένειες των ταλαντούχων μαθητών κάποια ελευθερία επιλογής μέσα στο «αρχιπέλαγος» μηδενικής επιλογής του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος. Μέσω της οδού της αριστείας, δηλαδή, μειώνεται και δεν αυξάνεται η κοινωνική ανισότητα.
Εκείνο όμως που ενοχλεί περισσότερο την ΟΛΜΕ είναι η τεράστια αποδοχή του θεσμού των Προτύπων Σχολείων από τους άμεσα ενδιαφερομένους, δηλαδή τους γονείς και τους μαθητές, τους οποίους μονίμως στην Ελλάδα αγνοούμε, λες και το εκπαιδευτικό σύστημα υπάρχει για να ικανοποιεί τα συντεχνιακά αιτήματα των δασκάλων και καθηγητών.
Έτσι ενώ το 2013 η ζήτηση εκφρασμένη ως η αναλογία αιτήσεων προς προσφερόμενες θέσεις για τα Πρότυπα Σχολεία ήταν 3,1:1, το 2019 η σχετική αναλογία εκτοξεύθηκε σε 8, 3:1 σημειώνοντας αύξηση 270%.
Ίσως υπάρχει κι ένας τελευταίος λόγος που πυροδοτεί το «μίσος» της ΟΛΜΕ για τα Πρότυπα Σχολεία: το γεγονός ότι σε αυτά υπηρετεί ένας αριθμός επιλεγμένων με αυστηρά κριτήρια άξιων και με προσόντα εκπαιδευτικών, οι οποίοι αξιολογούνται συστηματικά και χαλάνε «την πιάτσα».
Ένα είναι σίγουρο, τα Πρότυπα Σχολεία συνδέονται με έννοιες, όπως η αριστεία, η αξιολόγηση, η ελεύθερη επιλογή, η λογοδοσία και ο έλεγχος των αποτελεσμάτων του εκπαιδευτικού συστήματος, έννοιες, δηλαδή, τις οποίες αποστρέφεται η ΟΛΜΕ, καθώς αμφισβητούν ευθέως την ίδια της την υπόσταση.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 25 Οκτωβρίου