Πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός ίσον σταθερότητα και ανάπτυξη

Πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός ίσον σταθερότητα και ανάπτυξη

Η συνεξάρτηση πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας έχει τόση εμπειρική επιβεβαίωση – κυρίως επειδή η πρώτη δημιουργεί κλίμα επενδυτικής ασφάλειας, ενώ αυξάνει και την πιστοληπτική ικανότητα κάθε χώρας – που τη θεωρώ αυταπόδεικτη. Άρα στο άρθρο αυτό προτίθεμαι να εστιάσω μόνο στο θεσμικό υπόβαθρο το οποίο παράγει ΠΟΛΙΤΙΚΉ σταθερότητα, κυρίως ελαχιστοποιώντας ακυβερνησία, σύντμηση του εκλογικού κύκλου και περιόδους πολιτικών κρίσεων…

Τούτων λοιπόν αποσαφηνισθέντων, ας κάνουμε μια ιστορική αναδρομή και μια συγκριτική προσέγγιση του θέματος…

Ήταν αρχές της προηγούμενης δεκαετίας…Η κρίση είχε αρχίσει να αποσαθρώνει τα παραδοσιακά δεσπόζοντα κόμματα της Μεταπολίτευσης και μαζί τους την πολιτική λειτουργικότητα, αλλά και το κεκτημένο consensus αυτής της περιόδου. Εμφανιζόταν ήδη, εφιαλτική, η προοπτική είτε της ακυβερνησίας είτε τερατωδών κυβερνητικών συμπράξεων (σαν αυτές που, πράγματι, βιώσαμε στη συνέχεια και οι οποίες, όταν κατέρρευσαν, έδωσαν χώρο για περιμάζεμα πολιτικών ρεταλιών, ώστε μετά τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ να φτάσουμε στη προσφυώς ονομασθείσα συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΤΡΙΓΥΡΙΖΑ).

Έκανα λοιπόν τότε, το 2012, πολιτική και συγγραφική παρέμβαση υπέρ του Προεδρικού Συστήματος, ως του μόνου ικανού να διασφαλίσει –έστω και συνδυαζόμενου με αναλογική εκπροσώπηση των κομμάτων στο Κοινοβούλιο – μια κάποια πολιτικοοικονομική σταθερότητα.

Οργανώθηκε μάλιστα και μια μεγάλη παρουσίαση ενός μικρού πονήματός μου στην παλιά Βουλή, για τη φύση και τη λειτουργικότητα της Προεδρικής Δημοκρατίας, με ομιλητές τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Ανδρέα Λοβέρδο, τον Αλέκο Παπαδόπουλο, τον Στέφανο Μάνο, τον Γεράσιμο Μοσχονά και τον Χάρη Οικονομόπουλο, αν κάποιος δεν μου διαφεύγει. Όλοι, πλην του τελευταίου νομίζω, τάχθηκαν υπέρ της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. (Την ίδια, δε, τοποθέτηση μου διαμήνυσε τότε «εξωδίκως» και ο Κυριάκος Μητσοτάκης).

Έκτοτε δημιουργήθηκε μια παρεξήγηση. Κάποιοι πολλοί αξιόλογοι πνευματικοί άνθρωποι με οξεία αλλά και αιρετική πολιτική σκέψη – με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του Ιπποκράτη Χατζηαγγελίδη – θεώρησαν πως η υπέρ του Προεδρικού Συστήματος τοποθέτησή μου προέκυπτε από την, βάσει αρχής, προτίμησή μου για τον απόλυτο διαχωρισμό των κρατικών εξουσιών (ορθότερα: των κρατικών λειτουργιών, νομοθετικής και εκτελεστικής, μιας και η κρατική εξουσία είναι μία και ενιαία…).

Ωστόσο…

Δεν θεωρώ εφικτό τον πλήρη αυτό διαχωρισμό στις ημέρες μας, εφόσον το ίδιο πολιτικό υποκείμενο θα υποστηρίξει φορείς τόσο της εκτελεστικής όσο και της νομοθετικής λειτουργίας. Έχω δε και αμφιβολίες αν ο διαχωρισμός τους είναι και επιθυμητός: Μπορεί αντίθετα, θεωρώ, να παραγάγει μείζονες δυσλειτουργίες.

Αντιθέτως, το ζητούμενο είναι η διασφάλιση της πολιτικής – άρα και της οικονομικής – σταθερότητας. Κοινοβουλευτικές δημοκρατίες*, των οποίων είτε το Σύνταγμα είτε η πολιτική κουλτούρα και οι Συνθήκες του Πολιτεύματος έχουν καταστήσει την απλή αναλογική πάγιο εκλογικό σύστημα, λειτουργούν με τεράστια προβλήματα**: Είτε κυβερνώνται επί μακρότατα διαστήματα από εύτρωτες, άτολμες και αντιμεταρρυθμιστικές κυβερνήσεις κοινοβουλευτικής μειοψηφίας («αρνητικός κοινοβουλευτισμός»), ο οποίος κυριαρχεί τα τελευταία 50 χρόνια στα σκανδιναβικά κράτη, πρωτίστως στη Δανία). Είτε χρειάζονται μήνες, ακόμη και…χρόνια μετεκλογικών διαπραγματεύσεων για να συγκροτηθεί κυβέρνηση (όπως συχνά συμβαίνει στις χώρες της Benelux…). Είτε επανακαλείται διαρκώς ο λαός στην κάλπη, όπως στο Ισραήλ*** ή ακόμη και στην όχι – λόγω συστήματος d’Hondt – πλήρως αναλογική Ισπανία. Παντού με τις γνωστές συνέπειες…

Δια ταύτα…

Αν μπορούσε να διασφαλιστεί ο λεγόμενος «πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός», αυτός που κατά κανόνα οδηγεί σε μονοκομματικές κυβερνήσεις και παράγει – τουλάχιστον κατά κανόνα**** – τη με αυτές συνδεόμενη πολιτικοοικονομική σταθερότητα, πιστεύω πως θα ήταν το προτιμότερο…

Πώς όμως αυτό θα μπορούσε να διασφαλιστεί (ή έστω να ευνοηθεί θεσμικά κάτι τέτοιο); Η απάντησή μου είναι η εξής: Ίσως, όπως αρκετά ξένα Συντάγματα επιβάλλουν την, περίπου, ολοσχερή αναλογική, έτσι θα μπορούσε, αντίστροφα, ο δικός μας Καταστατικός Χάρτης να διασφαλίζει μια εγγυημένη υπερεκπροσώπηση στο Κοινοβούλιο υπέρ του πρώτου κόμματος – ενδεχομένως μάλιστα συνδεόμενη με τη διαφορά του από το δεύτερο – ή υπέρ των μεγάλων κομμάτων γενικότερα…

Αλλά βέβαια και την περίοδο 2007-2008 και την περίοδο 2019-2020 χάθηκε η ευκαιρία για μια μεγάλη, τολμηρή, καρποφόρο συνταγματική αναθεώρηση…

* Η διαφορά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από την προεδρική συνίσταται στο ότι στη δεύτερη ο πυρήνας της εκτελεστικής εξουσίας, αναδεικνυόμενος απευθείας από τον λαό, μπορεί να παραμένει στην κυβέρνηση χωρίς να έχει την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου…

** Ευτυχώς στην Ελλάδα μόνο ένα Σύνταγμα, του 1925, θεσμοθέτησε την – ολοσχερή – αναλογική ως πάγιο εκλογικό σύστημα και αυτό είχε εξαιρετικά βραχύ βίο…Πιστεύω, δε, πως ένας λόγος που διασφαλίστηκε η, στρεβλή έστω, οικονομική ανάπτυξη της περιόδου της Μεταπολίτευσης έγκειται στο ότι σπανιότατα αυτό το διάστημα εφαρμόστηκε αναλογικό σύστημα και μάλιστα όχι ολοσχερές.

*** Μέχρι πρόσφατα το Ισραήλ εθεωρείτο η χώρα με το αναλογικότερο εκλογικό σύστημα του κόσμου μετά την Ολλανδία. Οι εκεί αλλαγές και η εδώ υπερψήφιση του εκλογικού νόμου του ΣΥΡΙΖΑ διασφαλίζουν πλέον στη χώρα μας αυτή την «επίζηλη» θέση…

**** Η ελληνική εξαίρεση της Ένωσης Κέντρου το 1965 οφείλεται στο ότι το κόμμα αυτό, που προήλθε από συγχώνευση άλλων προϋπαρχόντων, υπέκρυπτε υπό το κέλυφος του ενιαίου κόμματος έναν άτυπο εκλογικό πολυκομματικό συνασπισμό με καμιά δεκαριά «αρχηγούς» στους κόλπους του…